Ticker

2/recent/ticker-posts

Ανέκδοτοι Χαρακτικοί Διάλογοι. 13. Ζωή Αλαφούζου (1943): Ο χαρακτικός χώρος σαν σχήμα και σαν επιφάνεια



του Εμμανουήλ Μαυρομμάτη *

Η Ζωή Αλαφούζου περιλαμβάνεται στα ιστορικά πρόσωπα της ελληνικής χαρακτικής και το έργο της αντιπροσωπεύει ένα άνοιγμα, πέρα από τις χαρακτικές τεχνικές, σε μη-παραστατικές σύγχρονες έρευνες διαπλοκής της εικόνας και της ύλης. Αυτό είναι και το στίγμα του έργου της, ένα λειτουργικό πέρασμα από τη χαρακτική στο περιβάλλον και το χώρο, από τη χαρακτική στη γλυπτική και σε μορφές ζωγραφικότητας της γλυπτικής ύλης.

Όλα μαζί συνθέτουν δημιουργικές ενότητες σε κίνηση, είναι μια συνεχής ροή, που επί πολλά χρόνια συγκροτεί το έργο της. Ο διάλογος μαζί της, του οποίου δημοσιεύονται αποσπάσματα, θα περιληφθεί ολόκληρος στο προσεχές βιβλίο του συγγραφέα, ως προς το οποίο έχουν ήδη δημοσιευθεί στα Νέα της Τέχνης αποσπάσματα συνομιλιών με τον Τάσσο, τον Κώστα Γραμματόπουλο, τον Γιάννη Παπαδάκη, την Τζένη Μαρκάκη, την Άρια Κομιανού, τη Ρένα Ανούση, τον Νίκο Δεσεκόπουλο, τον Γιώργη Βαρλάμο, τη Βίκυ Τσαλαματά, τον Γιάννη Γουρζή, τον Ξενή Σαχίνη, τον Παναγιώτη Γράββαλο. Το έργο της Αλαφούζου είναι σημαντικό, είναι πρωτοπόρο για το άνοιγμα της χαρακτικής στις ύλες και τις εκφράσεις χωρίς αντικείμενο και συνιστά μια πρωτότυπη αιχμή στην ελληνική χαρακτική ιστορία. Δίδαξε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας από το 1969 μέχρι το 1996 και έχει εκθέσει ατομικά και ομαδικά στην Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Μόσχα και την Κύπρο, βραβευμένη με τη διάκριση του πρώτου βραβείου κατασκευών το 1970 στη Νίκαια και τον ίδιο χρόνο με το χρυσό μετάλλιο στις Κάννες. ΄Εχει εργαστεί ως έφορος του τμήματος χαρακτικής του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

- Ζωή Αλαφούζου: Ξεκίνησα τη χαρακτική ζωγραφίζοντας και επειδή εκείνη την εποχή το εργαστήριο της χαρακτικής ήταν το πιο σύγχρονο και το πιο προοδευτικό, γι’ αυτό προτίμησα να μπω στη χαρακτική. Ήταν το 1962. Έδωσα εξετάσεις και στο εργαστήριο ζωγραφικής, μπήκα και στα δύο (εννοεί: στο εργαστήριο χαρακτικής και στο εργαστήριο ζωγραφικής), αλλά επειδή η προτίμησή μου ήταν στη χαρακτική, έμεινα στη χαρακτική. […] Το πνεύμα ήταν πιο ανοιχτό.

- Εμμανουήλ Μαυρομμάτης: Ήταν τότε το εργαστήριο του Γραμματόπουλου. Πώς τα πήγατε με τον Γραμματόπουλο, γιατί οι πληροφορίες για τη διδασκαλία του είναι διφορούμενες.

- Για ενάμιση χρόνο ήμουν παρα-πολύ καλά με τον Γραμματόπουλο και ήταν και εκείνος παρα-πολύ καλός δάσκαλος. Ύστερα, ήταν απλώς καθηγητής. Κουβαλάω πίσω μου ένα πολύ καλό υλικό ανθρώπων. Ήταν άνθρωποι ανοιχτοί, ελεύθεροι και μου έδωσαν τη δυνατότητα κρίσης. Ήμουν σε ένα προοδευτικό σχολείο, της Αηδονοπούλου, […] αυτή ήταν η προϋπηρεσία μου ως προς το άνοιγμα του μυαλού και στη συνέχεια, ήταν ο Σαραφιανός. Τότε ο Σαραφιανός ήταν ο δάσκαλος. Στην ουσία, ο δάσκαλος ήταν αυτός. Αλλά ήδη μπαίνοντας στον Γραμματόπουλο, είχα αποκρυσταλλωμένη γνώμη, δηλαδή είχα άποψη. Αυτό το στοιχείο με βοήθησε στη συνέχεια για να μπορέσω να δουλέψω παραπέρα, γιατί από τον ενάμιση χρόνο και ύστερα της διδασκαλίας του Γραμματόπουλου, είμαστε αυτόνομοι μαθητές χωρίς δάσκαλο.

- Δεν υπήρχε διδασκαλία;

- Όχι. Ο ανθρωπος λείπει, έφυγε, αλλά είναι μια πραγματικότητα. […] Εγώ ήμουν στη Σχολή την εποχή που ήταν μόνο ο Γραμματόπουλος (εννοεί: στη χαρακτική). ΄Ηταν η εποχή που η Τζένη Μαρκάκη, η Γκόλαντα, ο Δρούγκας, ήμαστε πρωτοετείς μαζί με τον Βασίλη Χάρο. Μπήκαμε πέντε. […] Ήμουν με υποτροφία, αλλά κόπηκα στο δίπλωμα […] και έδωσα εξετάσεις ξανά στο τέλος της επόμενης χρονιάς. […]

Μετά απ’αυτό, το εργαστήριο του Γραμματόπουλου άρχισε να κόβει αναφανδόν, όχι πλέον στις εξετάσεις, αλλά στις παρουσίες, οι ετήσιες παρουσίες δεν ήταν αρκετές για τον κύριο Γραμματόπουλο και τις έκοβε, πέντε-πέντε, όσοι ήταν, (εννοεί: όσοι ήταν εγγεγραμμένοι) και μετά τους ξαναέβλεπε τον επόμενο (εννοεί: χρόνο), […] είχε δημιουργηθεί μια όχι καλή ατμόσφαιρα και θεωρούσε ότι όλοι ήταν εναντίον του. […] Την πρώτη χρονιά που μ’ έκοψε μου είπαν ότι ήταν πολύ αφαιρετικό (εννοεί: το έργο μου) και την επόμενη χρονιά έκανα ένα πολύ συγκεκριμένο -χωρίς να κάνω καμιά παρακολούθηση. (εννοεί: μαθημάτων). […] Βγαίνοντας από τις κρίσεις, (εννοεί: τη χρονιά του πτυχίου που κόπηκε) ο Μόραλης μου λέει «βρε παιδάκι μου τι ήταν αυτό;». […] Ταυτόχρονα όμως εγώ ήμουν με υποτροφία. Έτυχε να έχω μια γνωριμία με τον Μανώλη Χατζηδάκη και βρέθηκαν σε μια κριτική επιτροπή με τον Γραμματόπουλο, ήταν στην πρώτη Πανελλήνιο, ίσως του ‘69(;), ο Γραμματόπουλος ήταν στην αγοραστική επιτροπή. Μου είχαν πάρει πέντε χαρακτικά συμμετοχής στην Πανελλήνιο, ήμαστε τότε προς το τέλος, φοιτητές. Λέει ο Χατζηδάκης στη μητέρα μου «τι συμβαίνει μ’ αυτόν τον άνθρωπο» (εννοούσε: τον Γραμματόπουλο), «της έσυρε τα εξ αμάξης και βέβαια δεν αγόρασαν δικά της έργα».

- Με τον Γραμματόπουλο κάνατε ξυλογραφία;
- Με τον Γραμματόπουλο ξεκινήσαμε χαλκογραφία. Μαυρόασπρη, έγχρωμη και ο έπαινος ο πρώτος που πήρα, ήταν στο μαυρόασπρο. Από εκεί και ύστερα κάναμε ξυλογραφία, την οποία δίδασκε, και από εκεί ο καθένας τράβαγε το δρόμο του. Κράταγε πολλά αντίτυπα (εννοεί: από τις εργασίες μας), δεν ξέρω πού βρίσκονται τώρα, πάνω σ’ αυτό είχαμε αρκετές διενέξεις, μπορεί να είμαστε φοιτητές, αλλά δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να έχουμε και μια εικόνα του τι γίνεται. Μετά κάναμε λιθογραφία, την οποία έμαθα από αυτούς που τέλειωναν, συγκεκριμένα από την Ελένη Οικονομίδου. Υπήρχε και ένας τεχνικός της Σχολής. Τη λιθογραφία τη μάθαμε εκ των ενόντων. Ξυλογραφία επίσης μάθαμε, αλλά και το χαλκό, τον οποίο μάθαμε πολύ καλά, ήταν όμως πράγματα που είχαν μεν ενδιαφέρον για μένα, αλλά περισσότερο το ενδιαφέρον μου ήτανε στο ψάξιμο των υλικών. […]

- Όταν τελειώσατε τη Σχολή;
- Ταυτόχρονα με τη χαρακτική εγώ ζωγράφιζα. Ζωγράφιζα με κόλλες, με ακρυλικά και ζωγραφίζοντας άρχισε να με ενδιαφέρει κάποια διαφάνεια, χρησιμοποιούσα στο μεταξύ χρώματα που ήταν από το χώμα της Σαντορίνης. Το έφτιαχνα εγώ το χρώμα, το έκανα χρώμα. Γινόταν ένα διάφανο πολλές φορές πράγμα και πρόσθετα άλλα στοιχεία, όπως φλούδες από φραγκοσυκιές, τις οποίες χρησιμοποίησα και στη ζωγραφική και τη χάραξη, τα πλάνα από τα ξύλα που έβλεπα να είναι με γραμμές, δηλαδή κάποιες ματιέρες που περνούσαν και μέσα στη χαρακτική μου. Αυτό μου έδωσε την ιδέα να αρχίσω να μεταχειρίζομαι πλεξιγκλάς, το έβλεπα σαν μια προβολή στην επιφάνεια, έβλεπα το τελείωμά του να είναι προβολή σαν γραμμή, σαν σχήμα, ορισμένα από αυτά τα πράγματα -τα γραμμικά από τις προβολές των επιφανειών- με οδήγησαν στη συνέχεια να δουλεύω με τα αλουμίνια.

- Πριν φτάσουμε στα αλουμίνια, ποια εποχή ήταν τα πλεξιγκλάς;
- Ήταν ‘68, ‘69 και αρχίζει μετά… ήταν το ‘66, ‘67, ‘68…
- Με το πλεξιγκλάς τι κάνατε ακριβώς;

- Είχα βάλει επάνω στο πλεξιγκλάς σίδερα, σιδερόβεργες, οι οποίες είχαν από πίσω ένα δεύτερο πλεξιγκλάς και ήταν δεύτερη προβολή από πίσω και δημιουργούσε γραμμή. Αυτό το σίδερο στο μεταξύ ήταν άλλοτε λεπτό, άλλοτε χοντρό και η γραμμή γινόταν λεπτότερη, χοντρότερη με τη σκιά του. […]Ήταν πειράματα, αλλά περισσότερο ήταν σαν αρχιτεκτονικές κατασκευές και αυτό δε με κάλυπτε. Ενώ όταν άρχισα να δουλεύω τα αλουμίνια που ήταν περισσότερο το φως και το διάχυτο και η φόρμα πιο απλωμένη, ήταν πιο ζωγραφικά, πιο αλλιώς…

http://www.artnews.gr/ 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια