Ticker

2/recent/ticker-posts

H καλλιέργεια του δίκοκκου σιταριού

Το δίκοκκο σιτάρι Ζεία επιστρέφει στην Ελλάδα. Το μέγεθος της είδησης μπορεί να μην γίνεται κατανοητό κατευθείαν, ωστόσο όσοι γνωρίζουν την εν λόγω ποικιλία, τις ευεργετικές ιδιότητες που έχει και την θέση που είχε στην ελληνική διατροφή κατά την αρχαιότητα σίγουρα θορυβήθηκαν ευχάριστα.
        Μετά από ένα ομιχλώδες καθεστώς των τελευταίων χρόνων και χάρη στις προσπάθειες του Δαμιανού Παχόπουλου, βιοκαλλιεργητή από τον Κούκο Κατερίνης, άνοιξε ο δρόμος για την καλλιέργειά του στη χώρα μας, καθώς πλέον είναι επίσημα στην δήλωση καλλιέργειας γεωργών στον ΟΣΔΕ. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι στη δήλωση εκεί που θα γράφεται η καλλιεργούμενη ποικιλία να αναφέρεται ΣΙΤΑΡΙ ΔΙΚΟΚΚΟ.


      Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για όσους είχαν αναπτύξει ενδιαφέρον για την καλλιέργεια του σιταριού Ζείας, που από το 1928 ήταν εκτός των καταλόγων στη χώρα μας. Κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το λιγότερο οξύμωρο, αν κανείς αναλογιστεί ότι αναφέρεται από αρχαιοτάτων χρόνων η καλλιέργειά του στην Ελλάδα. Μάλιστα προτιμούνταν από το σιτάρι που έχουμε μάθει να καλλιεργούμε και να τρώμε σχεδόν έναν αιώνα τώρα.
     Όπως συμπληρώνει ο κ. Παχόπουλος, εγκρίθηκε εισαγωγή στην Ελλάδα σπόρων Ζείας για καλλιέργεια 2.000 στρεμάτων περίπου. Επιπλέον, οι γεωργοί πρέπει να προσέξουν να αγοράσουν σπόρο με επίσημο τιμολόγιο αγοράς σπόρων και οχι απλά τιμολόγιο αγοράς σιταριού Ζείας, Triticum Dicoccum, εισαγώμενο ή ελληνικό.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΕΙΑ
   Η Ζεία (πληθυντικός Ζειαΐ), είναι δημητριακό των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με ευρήματα σε ανασκαφές στη Μικρά Ασία ανακαλύφθηκαν σπόροι ζείας από το 12.000 π.χ. Χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή του άρτου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 20.
    Οι αρχαίοι δεν έτρωγαν ψωμί από σιτάρι. Το σιτάρι το είχαν ως τροφή των ζώων και το ονόμαζαν πυρρό. Η ζεία περιέχει το αμινοξύ Λυσίνη (Lycin) που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, βοηθάει στην πέψη, την ευκολότερη πρόσληψη του ασβεστίου και του μαγνησίου.
    Ο λιμήν Ζέας του Πειραιά οφείλει το όνομά του στις συναλλαγές ζέιας-ζέας που γίνονταν στην περιοχή την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι θεωρούσαν πολύ σημαντική και θρεπτική την ζεία για αυτό και ο Μέγας Αλέξανδρος έτρεφε τη στρατιά του μόνο με ζεία. Υπάρχουν αναφορές της στην Ιλιάδα αλλά και από διάφορους κλασικούς. Οι Ιταλοί την ονομάζουν Faro και οι Γερμανοί Emmer. Ο επίσημος παγκόσμιος όρος για την Ζεία είναι Triticum Dicoccum.
      Το έτος 1928 απαγορεύτηκε σταδιακά και μέχρι το 1932 καταργήθηκε τελείως η καλλιέργεια της Ζειάς στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει περιζήτητη λόγω των πολύτιμων χαρακτηριστικών της :
- Τα προϊόντα Ζέας περιέχουν 40% περισσότερο μαγνήσιο και τα ζυμαρικά ζείας είναι πολύ πιο ελαφριά από τα κοινά ζυμαρικά.
- Το μαγνήσιο επιπλέον ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού.
- Περιέχει υψηλά ποσοστά του αμινοξέος λυσίνη που καθιστά τα ζυμαρικά που παράγονται από τη Ζέα ιδιαίτερα εύπεπτα.
- Η λυσίνη, ακόμα, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι το βασικό στοιχείο στη βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου.
- Η Ζέα δεν φράσει τις αρτηρίες, όπως το αλεύρι από το σιτάρι που τρώμε, το οποίο περιέχει γλουτένη.
- Έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και μέταλλα.
   Στην Ελλάδα, μέχρι πρώτινος ο εθνικός κατάλογος περιείχε τρία είδη σιταριού: το μαλακό, το σκληρό και το σπέλτα (ντίνγκελ). Παρά το γεγονός ότι το Δίκοκκο Σιτάρι Ζεία είναι εντός των εθνικών καταλόγων στη Γερμανία, με την ονομασία Emmer, και στην Ιταλία, ως Faro, ήταν εκτός του ευρωπαϊκού καταλόγου φυτών και σπόρων του 2008, με αποτέλεσμα η καλλιέργειά του να μην επιτρέπεται στη χώρα μας.
     Τα τελευταία χρόνια όμως η συζήτηση γύρω από τα οφέλη χρήση της Ζείας στην διατροφή φούντωνε και όλο και περισσότερο, κυρίως βιοκαλλιεργητές, έψαχναν τον τρόπο να εισάγουν σπόρους και να καλλιεργήσουν το δίκοκκο σιτάρι. Ωστόσο, αν και αρκετοί το είχαν καταφέρει μέχρι τώρα «δεν μάθαμε να εξαντλούμε τα δικαιώματα που μας δίνει η ΕΕ για να πετύχουμε το σκοπό μας», όπως λέει ο κ. Παχόπουλος.
   Πλέον, μέσα στους στόχους είναι η διάδοση της καλλιέργειας, που αποτελεί μια ρεαλιστική πρόταση για δυναμική καλλιέργεια. Δεν χρειάζεται πότισμα και μεγάλη ένταση εργασίας, είναι κάτι που θα δώσει αξία σε περιοχές που με την υποχώρηση της καπνοπαραγωγής υστερούν.
    Η Πιερία θα μπορούσε να γίνει κέντρο παραγωγής ζείας, μια κάθετα αυξανόμενη πανευρωπαϊκά καλλιέργεια. Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά, «αν δράσουμε γρήγορα η παραγωγή μας για κάποια χρόνια δεν θα φθάνει για να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες».
    Τώρα, πέρα από την ανεμπόδιστη ευρεία καλλιέργεια της Ζείας στο αγρόκτημα Koukosinn, ο κ. Παχόπουλος θέλει να γίνει γνωστή σε όλους τους ενδιαφερόμενους η σημαντική αυτή εξέλιξη, ώστε να «ανοίξει» η καλλιέργεια Ζείας με απώτερο στόχο να πέσει η λιανική τιμή του σιταριού που παράγει.
   Μέχρι τώρα είναι στα 4,5 ευρώ και παρά το ότι η τιμή του δίκοκκου σιταριού δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι ανταγωνιστική ως προς αυτή του μονόκοκκου, λόγω δυσκολότερης επεξεργασίας, ωστόσο έχει σημαντικό περιθώριο μείωσης για να μπορεί περισσότερος κόσμος να επωφεληθεί των ευεργετικών ιδιοτήτων του.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
  Για την σπορά προτείνονται από 20 με 25 κιλά αναποφλοίοτου σπόρου ανά στρέμμα.
   Η παραγωγή κυμαίνεται ανάλογα με την περιοχή και όπως με τις άλλες ποικιλίες σιταριού. Tο ύψος του φτάνει 85 μέχρι 105 εκατοστά αλλά δεν πλαγιάζει εύκολα από τον αέρα και τη βροχή, γιατί όπως είναι δίκοκκος ο σπόρος, φυτρώνει με διπλή ρίζα με μεγάλο θύσανο και έχει πολύ ανθεκτικό στέλεχος.
   Ευκολότερο στη καλλιέργεια για τους βιοκαλλιεργτές γιατί έχει δυνατή και πυκνή ρίζα με αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται με επιτυχία τα ζιζάνια ο δε καρπός του, προφυλαγμένος απο το φλοιό, αντέχει περισσότερο στις ασθένειες και κάνει ασφαλέστερη την διατήρησή του στην αποθήκη μετά τη συγκομιδή.
    Ανθεκτικό στο κρύο (το χειμώνα 1911-1912 είχαμε χαμηλές θερμοκρασίες με 20ήμερη χιονόπτωση) δίνει τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί και σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
ΟΙΚΟΝΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
  Το καλλιεργητικό κόστος είναι το ίδιο με την συμβατική καλλιέργεια σιταριού.
      Η τιμή του πιστοποιημένου σπόρου είναι ακριβώτερη αλλά όταν επιμεριστεί στα παραγόμενα κιλά δεν επιβαρίνει τόσο το κόστος. Η επι πλέον επιβάρυνση, που πρέπει να υπολογίσετε μέχρι να φτάσετε στο στάδιο της αλευροποίησης, υπάρχει μόνον στον καθαρισμό και την αποφλοίωσή του, τα οποία ενδεικτικά κυμαίνονται μεταξύ 0,80 € και 1,20 €, ανάλογα την καθαρότητα, το μέγεθος του κόκκου και την ποσότητα του σιταριού.

Πηγή: http://basilakakis.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια