ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά το ανώτερο επίπεδο του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Από αυτόν πήραν όλοι οι λαοί του κόσμου. Ένας τομέας του Αρχαιοελληνικού Πολιτισμικού Θαύματος είναι και οι άγνωστες ακόμα πώς τις έφτιαξαν οι Πρόγονοί μας τεχνολογίες. Όπως θαυμάζουμε τα υπόλοιπα στοιχεία του Πολιτισμού των Προγόνων μας (Φιλοσοφία και Ποίηση, Θέατρο και Αρχιτεκτονική, Μουσική και Επιστήμη), έτσι και η αρχαία τεχνολογία κατέχει επάξια μία θέση περίοπτη στο Πολιτισμικό μας Οικοδόμημα. Είναι απορίας άξιον μάλιστα πώς ακριβώς έφτιαχναν πράγματα που ακόμα και σήμερα φαίνονται πολύ δύσκολα.
Μια βασικότατη πλευρά της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, λιγότερο ίσως γνωστή απ’ ό,τι η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία ή η στρατιωτική ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, είναι η Τεχνολογία. Ένας πολιτισμός όμως δεν προσπελαύνεται χωρίς την κατανόηση βασικών κοινωνικών φαινομένων όπως η Οικονομία και η Τεχνολογία που την στηρίζει. Φαίνεται δε ότι αυτή η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν πρώτη στις προτιμήσεις των μελετών μας, ούτε και περιέχεται στη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής Ιστορίας στα σχολεία μας.
Τόσο μεγάλες ήσαν αυτές οι ελλείψεις, ώστε οδήγησαν μερικές φορές στον μύθο «οι αρχαίοι Έλληνες εχθρεύονταν την Τεχνολογία». Όπως και σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο, έτσι και στην Τεχνολογία, πρέπει καταρχήν να παρακολουθήσουμε ένα αρχικό στάδιο το οποίο περιλαμβάνει πλήθος εισαγόμενων επιρροών. Πλήθος εμπειρικών τεχνολογιών δεν αποκλείεται να είχαν φτάσει απ΄ την Εγγύς Ανατολή στις Ελληνίδες χώρες, στην Ιωνία, την Αττική και την Πελοπόννησο, και εφαρμόζονταν μέχρι τον 6o π.Χ. αιώνα. Όπως δεν αποκλείεται κι όλες αυτές οι Τεχνολογίες να ήσαν αυτόχθονες.
Όμως αυτή τη φορά, κάτι διαφορετικό άρχισε να γίνεται στην Τεχνολογία με τους Έλληνες. Σταδιακά αλλά σίγουρα, μια καινούργια (κατεξοχήν Ελληνική) δραστηριότητα, η Επιστήμη, αρχίζει να διαποτίζει την κληρονομημένη Τεχνολογία. Από αυτόν τον υμέναιο θα προκύψουν καρποί πλούσιοι.
- Πρώτον, χάρις στην Επιστήμη, η ίδια η Τεχνολογία γίνεται παραγωγικότερη (οικονομικότερη, ευρύτερης εφαρμογής), η δε τεχνολογική καινοτομία γίνεται ευχερέστερη (γρήγορη τεχνολογική πρόοδος).
- Δεύτερον, καθώς τώρα αλληλοσυμπληρώνονται Επιστήμη και Τεχνολογία, ένα νέο είδος αναγκών περιμένει να υπηρετηθεί από την Τεχνολογία.
Πρόκειται για την ίδια την Επιστήμη, η οποία έχει ανάγκη από ποικίλα όργανα παρατηρήσεως και μετρήσεως. Τα «τεχνολογικά» αυτά προϊόντα θα είναι το αντίδωρο της Τεχνολογίας για όσα δωρήματα έλαβε από την Επιστήμη. Στην αρχαία Ελλάδα, η πολλαπλή σχέση Τεχνολογία – Επιστήμη – Τεχνολογία – Επιστήμη θα παρατηρηθεί πολλές φορές:
Η εμπειρική τεχνική της μετρήσεως των χωραφιών μετεξελίσσεται στην επιστήμη της Γεωμετρίας. Έτσι, ο μέγας μαθηματικός Θαλής ο Μιλήσιος ήταν και Μηχανικός σπουδαίος: τον Άλιν ποταμόν κατά τη διώρυχα εκτρεπόμενος εκ των αρχαίων ρεέθρων, Κροίσου στρατόν διεβίβασεν.
Με τη σειρά της, τώρα, η επιστήμη της Γεωμετρίας γίνεται υπόβαθρο νέων εφαρμοσμένων επιστημών, όπως της Οπτικής, της Γεωγραφίας, της Αστρονομίας αλλά και της Στατικής.
Άλλο ένα παράδειγμα διαλεκτικής σχέσεως ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα ήταν η μουσική τεχνική: Η εμπειρική κλίμακα ήχων μετατρέπεται σε κλίμακα αντίστοιχων αριθμών από τον Πυθαγόρα. Και τότε, η κατασκευή μουσικών οργάνων γίνεται ευχερέστατη.Η αντίληψη που καλλιεργήθηκε για την σχέση των αρχαίων Ελλήνων με την τεχνολογία ήταν από νωρίς αρνητική. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προβολή της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας της αρχαίας Ελλάδας αλλά και σε ορισμένες φιλολογικές »μαρτυρίες», όπως προκύπτουν από σχόλια αρχαίων συγγραφέων, το νόημα των οποίων έχει μάλλον παρερμηνευθει.
Οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι η συστηματική και εντατική μελέτη του πρωτογενούς »τεχνολογικού» υλικού που σώθηκε από την αρχαιότητα, είτε σε μορφή κειμένων τεχνικού περιεχομένου είτε ως κατάλοιπα προϊόντων τεχνολογίας, ξεκίνησε πριν λίγες μόνο δεκαετίες. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έχουν ήδη αλλάξει ριζικά την αντίληψή μας για την ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με την τεχνολογία και τη συμβολή τους στη γένεση και πρόοδο της επιστήμης
Βασικός στόχος του άρθρου είναι, να προβληθεί αυτό ακριβώς το εύρος της τεχνικής δημιουργίας του αρχαιοελληνικού κόσμου, των καινοτομιών και των τεχνικών επιτευγμάτων, έτσι όπως αναδεικνύεται μέσα από την ερευνητική προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως από Έλληνες μηχανικούς και επιστήμονες. Στην προσπάθεια αυτή αρωγός είναι η σύγχρονη τεχνολογία, η οποία δίνει στους μελετητές τη δυνατότητα να προσεγγίσουν το παρελθόν με μεγαλύτερη ακρίβεια και βεβαιότητα.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της ερμηνευτικής διαδικασίας είναι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το ιστορικό της μελέτης του δείχνει παραστατικά το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ειδικών από το 1900, χρόνο εύρεσης του αντικειμένου, μέχρι σήμερα και τις δυνατότητες που δίνει η διαρκώς εξελισσόμενη σύγχρονη τεχνολογία στην κατανόηση και ερμηνεία του. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο που διαφαίνεται σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι αρκετές από τις εφευρέσεις του απώτερου αυτού παρελθόντος εξακολουθούν και σήμερα να λειτουργούν με την ίδια βασική αρχή.
Η αναρροφητική αντλία του Κτησιβίου, λόγου χάρη, χρησιμοποιούνταν ως πρόσφατα από την πυροσβεστική υπηρεσία. Το γεγονός αυτό προβάλλεται στην έκθεση με την αντιπαραβολή ορισμένων σύγχρονων προϊόντων τεχνολογίας ανάλογης λειτουργικής λογικής. Η επιλεκτική αυτή αντιπαράθεση δεν επιχειρεί να μεταφέρει κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, τα δάνεια και αντιδάνεια μεταξύ των λαών σε μια τόσο μεγάλη διάρκεια χρόνου αποτελούν ένα εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα καταστάσεων, ενώ υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο της επανεφεύρεσης.
Ανάλογες διαδικασίες πολιτισμικής και τεχνολογικής διάχυσης θα υπήρξαν ασφαλώς και κατά την αρχαιότητα μεταξύ των προηγμένων λαών της ανατολικής Μεσογείου. Κορυφαίο δείγμα της αρχαίας Ελληνικής τεχνολογίας, αλλά και πρόκληση για το επίπεδο γνώσης μας, αποτελεί ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Όσο προχωρά η έρευνα του ιδιαίτερου αυτού αντικειμένου –μοναδικού και ως προς το γεγονός ότι σώθηκε ολόκληρο ως τις μέρες μας– η επιστημονική κοινότητα μένει κατάπληκτη από το πλήθος και το υψηλότατο επίπεδο τεχνικών αλλά και επιστημονικών γνώσεων που προϋποθέτει η κατασκευή του μηχανισμού αυτού.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια απτή απόδειξη ότι όχι μόνον είχαν τεχνολογία οι αρχαίοι Έλληνες αλλά το πιθανότερο είναι να την είχαν φτάσει σε επίπεδο πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι υποψιαζόμασταν ως τώρα. Ένα από τα παράδοξα της νεοελληνικής πραγματικότητας είναι κι η άποψη κατά την οποία οι «αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν σπουδαία τεχνολογία -οι Ρωμαίοι ήσαν οι μεγάλοι τεχνικοί. O αντικειμενικός μελετητής της Ελληνικής ιστορίας, όμως, παρατηρεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν λαός τόσο πολύ στραμμένος στην τεχνολογία, ώστε απ’ τα βάθη των αιώνων την είχαν ήδη «προβάλλει» στο μυθοθρησκευτικό επίπεδο.
O Προμηθεϊκός μύθος είναι καταλυτικής σημασίας εν προκειμένω. O Προμηθεύς παρατηρεί ότι το νεοδημιούργητο ον «άνθρωπος» είναι γυμνό, ξυπόλητο, άοπλο και άστεγο, σπεύδει δε να επανορθώσει το σφάλμα αυτό της Δημιουργίας, προσφέροντας στους ανθρώπους «έντεχνον σοφίαν» (δηλαδή τεχνογνωσία) και «πυρ» (δηλαδή ενέργεια). Έτσι γεννήθηκε η τεχνολογία, την επόμενη κιόλας μέρα της Δημιουργίας. Τέτοια βασική περί τεχνολογίας αντίληψη είχε αυτός ο λαός.
Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε και Θεόν μηχανικό (τον Ήφαιστο) και μυθικά γιγάντια ρομπότ, πως ο Tάλως, ο οποίος περιδιάβαζε ταχύτατα όλη την Κρήτη κι έριχνε βράχους θεόρατους πάνω στα πλοία των εχθρών. Ένας τέτοιος λαός ήταν λοιπόν ανοιγμένος προς τις μηχανικές κατασκευές από πολύ νωρίς -εις πείσμα της ανιστόρητης απόψεως που προτάξαμε. Πλήθος απλών τεχνολογιών είχαν αυτοχθόνως αναπτυχθεί στις Ελληνίδες χώρες ή είχαν σταδιακά εισαχθή απ’ την Εγγύς Ανατολή. Όμως, εκεί γύρω στον 6ο π.X. αιώνα, κάτι το πρωτόφαντο συμβαίνει στην Ελλάδα.
Σταδιακά, μια καινούργια (κατεξοχήν Ελληνική) δραστηριότητα, η Επιστήμη, αρχίζει να διαποτίζει την εμπειρική τεχνολογία. Χάρις στον υμέναιο αυτόν, η τεχνική καινοτομία θα γίνει ευχερέστερη, αλλά κι η τεχνολογία γίνεται παραγωγικότερη. O Θαλής ο Μιλήσιος, εφαρμόζει τα μαθηματικά του στο μεγάλο χωματουργικό έργο εκτροπής του Άλιος ποταμού. Tο ίδιο άλλωστε κάνει κι ο Πυθαγόρας όταν, χάρις στην αριθμητικοποίηση της μουσικής κλίμακας, διευκολύνει την κατασκευή μουσικών οργάνων. Αυτήν ακριβώς την επιστημονική στροφή της Ελληνικής τεχνικής επισημαίνει κι ο Βιτρούβιος (1ος αιώνας μ.X.) όταν μας βεβαιώνει ότι:
«Οι Έλληνες κληροδότησαν στις επόμενες γενεές πολλές μηχανές επινοημένες και κατασκευασμένες με βάση τους αριθμούς και τους φυσικούς νόμους».
Tώρα, χάρις στην τεχνολογία, κατασκευάζονται και ακριβή μετρητικά όργανα: Διόπτρες, χωροβάτες, οδόμετρα, αστρολάβοι, υδραυλικά ωρολόγια, ζυγοί ακριβείας, θα είναι το «αντίδωρον» της τεχνολογίας προς τη ζωογόνα επιστήμη. Μια βασικότατη πλευρά της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, λιγότερο ίσως γνωστή απ’ ό,τι η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία ή η στρατιωτική ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, είναι η Τεχνολογία. Ένας πολιτισμός όμως δεν προσπελαύνεται χωρίς την κατανόηση βασικών κοινωνικών φαινομένων όπως η Οικονομία και η Τεχνολογία που την στηρίζει.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΟΝ ΗΡΩΝΑ
Η αρχαία Ελληνική παράδοση είναι αναμφισβήτητα συνυφασμένη με την έννοια του «ανθρωπομορφισμού». Οι Έλληνες απέδωσαν δηλαδή ανθρώπινη μορφή στα φυσικά φαινόμενα και στους θεούς που έπλασαν. Ο Ποσειδώνας θεός της θάλασσας, ο Δίας του ουρανού. Σαν άνθρωποι όμως της σκέψης, της επινόησης, της δημιουργίας, τίμησαν την τεχνολογία και έδωσαν ανθρώπινη, ρεαλιστική μορφή στο θεϊκό της εκπρόσωπο, στον Ήφαιστο.
Τον έφτιαξαν κουτσό, όπως στ’ αλήθεια ήταν τότε οι πιο πολλοί μεταλλουργοί, μιας και οι γεροί στα πόδια πήγαιναν στον πόλεμο και οι κουτσοί έμεναν πίσω να φτιάχνουνε τα όπλα, τα εργαλεία και της μηχανές στο καμίνι του σιδερά. Αναπόφευκτα, λοιπόν, αυτή η έννοια του ανθρωπομορφισμού μπήκε και στην τεχνολογία. Αρχικά από την πόρτα του μύθου. Μηχανές ανθρωπόμορφες, αλλά κυρίως μηχανές αυτοκίνητες, ικανές να κινούνται από μόνες τους και να κινούνται σκόπιμα με βάση ένα πρόγραμμα, ικανές δηλαδή να αυτοελέγχονται και να μιμούνται τις λειτουργίες και τις πράξεις των ανθρώπων. Με μία λέξη: αυτόματα.
Αυτό το τεχνολογικό όραμα πρωτοεμφανίζεται στον Ομηρικό μύθο με τον όρο «αυτόματα», αλλά και με τα παραδείγματά του: τους αυτόματους τρίποδες, τα αυτορρυθμιζόμενα φυσερά, τις χρυσές θεραπαινίδες, τα αυτοκίνητα, με τεχνητή νοημοσύνη οπλισμένα, πλοία των Φαιάκων. Ερμηνεύεται φιλοσοφικά από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, που ανακαλύπτουν στα πρωταρχικά υλικά στοιχεία την «ζωή» της ύλης, την αναγκαία για την αυτοκίνηση εσωτερική ενέργεια.
Ερευνάται από τους κλασικούς φιλοσόφους, που διαμορφώνουν τις έννοιες του συστήματος, του ελέγχου, της ανάδρασης, της ανατροπής του ευθύγραμμου δρόμου και της επιστροφής από το αποτέλεσμα στην αιτία που το δημιούργησε. Και εκπληρώνεται επιστημονικά και τεχνολογικά κατά την Ελληνιστική περίοδο, όπου οι αυτοκίνητες, προγραμματιζόμενες και αυτοελεγχόμενες μηχανές μελετώνται, κατασκευάζονται και διδάσκονται. Έτσι ο μυθικός όρος: «αυτόματα» μετασχηματίζεται στον επιστημονικό και τεχνολογικό όρο: «αυτοματοποιητική», η τέχνη της κατασκευής των αυτομάτων.
ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ
Η λέξη «αυτόματα» είναι λέξη Ομηρική. Εμφανίζεται αρκετές φορές τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, για να περιγράψει τις μηχανές που κινούνται από μόνες τους, με εσωτερική ενέργεια, σαν τα ζωντανά όντα. Δεν γνωρίζουμε αν στην εποχή του Ομήρου υπήρχαν πράγματι τέτοιες αυτοκίνητες μηχανές ή αν η ποιητική φαντασία τόλμησε να τις προβλέψει. Να εκφράσει δηλαδή την επιθυμία για την ύπαρξη των αυτομάτων και να αναθέσει την κατασκευή τους τις περισσότερες φορές σε έναν θεό – τον πρωτομάστορα Ήφαιστο.
«Αυτόματα, από μόνες τους άνοιξαν τρίζοντας οι πύλες του ουρανού, που τις κρατούσαν οι Ώρες», γράφει στην Πέμπτη Ραψωδία της Ιλιάδας ο Όμηρος. Και ήταν η Ήρα, που έδωσε εντολή για την αυτόματη λειτουργία των πυλών, χτυπώντας το μαστίγιό της. Φαντασία; Ίσως. Πρωτοπόρα όμως διατύπωση του όρου «αυτόματα» και ταυτόχρονα διατύπωση ενός τεχνολογικού οράματος: Θα μπορούσαν να υπάρξουν τέτοιες αυτόματες πύλες. Ενός οράματος που δεν άργησε να βρει την υλοποίησή του.
Στο Σ της Ιλιάδας, την επονομαζόμενη Ραψωδία της Οπλοποιίας, ο Ήφαιστος δούλευε μόνος στο περίτεχνο εργαστήρι του, όταν τον είδε η Θέτιδα: «μέσ’ στον ιδρώτα να στριφογυρνά γύρω από τα φυσερά του γιατί βιαζότανε. Είκοσι όλους κι όλους μαστόρευε τρίποδες, για να στέκουν γύρω-γύρω στην αίθουσα την στεριοκάμωτη κατά μήκος των τοίχων. Και κάτω από τη βάση του καθενός άρμοζε ρόδες χρυσές για να μπορούν αυτόματα, από μόνοι τους, (αυτόματοι, λέει ο Όμηρος) να μπαίνουν στων Θεών τη σύναξη και πάλι μόνοι τους γυρνούν στο οίκημα. Ένα θαύμα να τους βλέπει κανείς».
Εδώ ο Όμηρος δεν περιορίζεται μόνο στη διατύπωση: Θα μπορούσαν να υπάρχουν αυτόματοι τρίποδες. Προχωρά ένα βήμα παρακάτω: Θα μπορούσαν να κατασκευαστούν τέτοιες αυτοκίνητες μηχανές από ένα τεχνίτη ικανό, της κλάσης του Ηφαίστου. Και θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν πρακτικά, θα μπορούσαν να κάνουν δουλειές, να εξυπηρετήσουν εδώ τους θεούς του Ολύμπου. Ούτε και αυτό το όραμα άργησε να βρει την υλοποίησή του. Και προχωρά ο Όμηρος την τολμηρή τεχνική του σκέψη. Αυτός που μπορεί να φτιάχνει αυτοκίνητες μηχανές πρέπει να ’χει και το κατάλληλο εργαστήριο.
Το νέο όραμα είναι: Θα μπορούσαν τα αυτόματα να μπουν στους τόπους παραγωγής, θα μπορούσαν να γίνουν αυτόματα εργαστήρια. «Πήγε (ο Ήφαιστος) στα φυσερά του, τα ’στρεψε προς την φωτιά και τα πρόσταξε (τα κέλευσε) ν’ αρχίσουν να δουλεύουν. Και τα φυσερά, είκοσι όλα μαζί, φυσούσανε μέσ’ στα καμίνια βγάζοντας κάθε λογής δυνατόν αέρα, άλλοτε γρήγορα σαν να βιαζότανε κι άλλοτε αργά, όπως ήθελε ο Ήφαιστος κι όπως το ζήταγε η δουλειά του». Πρόκειται εδώ για την περιγραφή ενός πραγματικά αυτόματου χυτηρίου, όπου ο Ήφαιστος προστάζει είκοσι μαζί φυσερά ν’ αρχίσουν να δουλεύουν από μόνα τους, για να λιώσει το μέταλλο.
Και μάλιστα τα φυσερά αυτά, χωρίς άλλη εξωτερική εντολή, μπορούν να αυτορυθμίζονται και να αυξομειώνουν την ταχύτητα λειτουργίας τους ανάλογα με τις ανάγκες της δουλειάς. Σύλληψη μεγαλοφυής. Θα μπορούσαν να υπάρξουν αυτόματοι τόποι δουλειάς, που θα λειτουργούσαν μόνο με έναν άνθρωπο, αυτόν που θα έδινε την αρχική εντολή, και στη συνέχεια οι μηχανές θα δούλευαν μόνες τους, αυτοπροσαρμοζόμενες στις συνθήκες και στις απαιτήσεις του έργου. Και το τεχνικό όραμα ολοκληρώνεται όταν ο ποιητής φτάνει με τη φαντασία του στο τέλος αυτής της ιδιόμορφης τεχνολογίας των αυτομάτων.
Δεν θα μπορούσε ο τεχνολόγος Θεός μου, αναρωτιέται, να φτιάξει αυτοκίνητες μηχανές με ανθρώπινη μορφή, ικανότητες και γνώση; «Είπε κι από τη θέση του αμονιού σηκώθηκε ο πελώριος όγκος αγκομαχώντας και κουτσαίνοντας. Από το πλάι τον κράταγαν χρυσές θεραπαινίδες, γυναίκες χρυσές, σκλάβες από χρυσό, που έμοιαζαν με ζωντανές κοπέλες. Μέσα τους είχαν λογικό, είχαν φωνή και δύναμη και απ’ τους αθάνατους θεούς έμαθαν κάθε τέχνη». Οι μηχανές αυτές έχουν «λογικό, φωνή και δύναμη» και «έμαθαν κάθε τέχνη». Καινούργια τεχνολογικά οράματα:
Η δύναμη -η ενίσχυση δηλαδή των μικρών σε ισχύ εντολών για την πραγματοποίηση μηχανικών κινήσεων σημαντικής ισχύος-, η φωνή -η κατασκευή δηλαδή μηχανών ικανών να παράγουν ήχο-, το λογικό, η εσωτερική δομή των μηχανών αυτών, που τους επιτρέπει να μαθαίνουν και να κατέχουν δεξιότητες. Οι αναφορές αυτές έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι εισάγουν νέες έννοιες στην τεχνολογία, εκφράζουν τεχνολογικές προθέσεις, έστω και αν η υλοποίησή τους αποδίδεται σε θεούς.
ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Στην Οδύσσεια όμως, το δεύτερο -ειρηνικό- έπος του Ομήρου, η κατασκευή αυτομάτων αποδίδεται και σε ανθρώπους. Υπάρχουν λαοί, υποστηρίζει ο ποιητής, εξαιρετικά αναπτυγμένοι τεχνολογικά, που ξέρουν να κατασκευάζουν πλοία αυτόματα, οι Φαίακες, οι κάτοικοι της μυθικής Σχερίας, με βασιλιά τους τον Αλκίνοο. Αυτός λέει στον Οδυσσέα:
«Πες μου για τη χώρα σου και το λαό σου και την πόλη σου για να σε πάνε εκεί τα πλοία μας τα κατασκευασμένα με σκέψη (ή τα πλοία με την κατασκευασμένη σκέψη). Γιατί δεν υπάρχουν κυβερνήτες στα πλοία των Φαιάκων, ούτε πηδάλια σαν αυτά που έχουν τα άλλα καράβια. Παρά τα πλοία των Φαιάκων ξέρουν τις διαθέσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων και γνωρίζουν τις πατρίδες όλων, και με εξαιρετική ταχύτητα διανύουν τις θαλασσινές αποστάσεις, ακόμη κι όταν έχει σκοτάδι και συννεφιά. Και ποτέ δεν υπάρχει φόβος να πάθουν καμιά βλάβη».
Ένα νέο τεχνολογικό όραμα παρουσιάζεται εδώ. Η κατασκευασμένη σκέψη, η τεχνητή νοημοσύνη, η ικανότητα του προγραμματισμού, η ανάπτυξη τεχνολογίας ικανής να ελέγξει την κατεύθυνση ενός πλοίου και μάλιστα με όργανα που ξεπερνούν τα καθιερωμένα και ορίζουν τον προσανατολισμό χωρίς τη συμβολή των άστρων.
Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ
Οι πρωτοπόρες ιδέες του Ομήρου προανάγγειλαν την άνοιξη μιας νέας εποχής. Της εποχής που θα οδηγούσε από τα μυθικά οράματα στη φυσική ερμηνεία του κόσμου. Και ταυτόχρονα στη φυσική ερμηνεία των αυτομάτων. Για να υλοποιηθεί το όραμα της κατασκευής των αυτομάτων θα έπρεπε πρώτα να λυθούν, στην αρχή θεωρητικά και στη συνέχεια πρακτικά, δύο μεγάλα προβλήματα:
Που θα βρει κανείς αυτή την εσωτερική ενέργεια που απαιτεί η αυτοκίνηση των αυτομάτων;
Πως θα ελέγξει κανείς στη συνέχεια τη λειτουργία τους, έτσι ώστε η κίνηση τους να έχει σκοπό και επιθυμητό αποτέλεσμα;Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχείρησαν πρώτοι οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Από τι συνίσταται ο κόσμος; ρώτησαν. Και ποιες οι ιδιότητες αυτών των συστατικών του στοιχείων, των «ριζών»; όπως τα ονόμασαν. Ο Θαλής ο Μιλήσιος (624 – 546 π.Χ.), ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος και ιδρυτής της επιστημονικής σκέψης, θεώρησε ως φυσική αρχή του κόσμου το νερό. Αντιλαμβάνεται όμως το νερό όχι ως νεκρή φύση, αλλά ως ενεργό στοιχείο που φέρει ενέργεια. Την ενέργεια αυτή, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της κίνησης, ο Θαλής την ονομάζει «ψυχή». Λέει χαρακτηριστικά ότι η «ψυχή» έχει «φύσιν αεικίνητον και αυτοκίνητον».
Έναν αιώνα περίπου αργότερα ο Εμπεδοκλής (495 – 435 π.Χ.) θεωρεί ως πρωταρχικά στοιχεία: τη γη, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά. Την ίδια περίοδο ο Αναξαγόρας (500 – 428 π.Χ.) αποδίδει στα υλικά αυτά στοιχεία ιδιότητες, αντιφατικές ανάμεσά τους, που ελέγχονται από έναν κεντρικό ελεγκτή, τον Νου. Οι θεωρητικές αυτές αναζητήσεις οδήγησαν στη συνέχεια, ιδιαίτερα κατά την ελληνιστική περίοδο, στη λύση του προβλήματος της εσωτερικής ενέργειας των αυτομάτων.
Από πού θα βρεθεί αυτή η εσωτερική ενέργεια; Από την εσωτερική ενέργεια, την «ψυχή», των πρωταρχικών στοιχείων της φύσης. «Διότι με τη σύνθεση του αέρα, της φωτιάς, του νερού και της γης, και τη συνένωση των τριών ή και των τεσσάρων αυτών στοιχείων, γίνονται οι διάφορες λειτουργίες (των αυτομάτων), που άλλες μεν τις αξιοποιούμε για να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες της ζωής, άλλες όμως μας προκαλούν έκπληξη και θαυμασμό» (Ήρων, Πνευματικά).
Η γη: «Όλα τα κινητά αυτόματα έχουν σαν κινητήρια δύναμη, σαν αρχική αιτία της κίνησης τους την ενέργεια από την πτώση ενός μολύβδινου βάρους» (Ήρων, Αυτοματοποιητική).
Το νερό: Με τη ροή του δημιουργεί ο Ήρων υδραυλικά αυτόματα, όπως η αυτόματη κρήνη (Πνευματικά).
Ο αέρας: Η διαστολή του θερμαινόμενου αέρα αξιοποιείται από τον Ήρωνα στις αυτόματες πύλες ναού (Πνευματικά).
Η φωτιά: Η αξιοποίησή της στη μετατροπή του νερού σε ατμό στην ατμοκίνητη σφαίρα του Αιόλου (Ήρων, Πνευματικά).
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Απομένει τώρα το δύσκολο πρόβλημα του ελέγχου. Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι έβαλαν τις βάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Ο έλεγχος είναι μια διαδικασία αντιφατική. Δεν αρκεί η απλή λογική που οδηγεί από την αιτία στο αποτέλεσμα. Στη διαδικασία του ελέγχου το επιθυμητό αποτέλεσμα ορίζει την αιτία που θα το προκαλέσει. Πρώτος ο Ηράκλειτος (544 – 484 π.Χ.) εισάγει θεωρητικά την έννοια της αντίφασης και της αλληλεπίδρασης των αντιθέτων. Αλλά την επιστημονική ερμηνεία του αυτομάτου ελέγχου επιχειρεί βασικά ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
Το γνωσιολογικό απόφθεγμα του Σωκράτη: «Ένα γνωρίζω, ότι δεν γνωρίζω τίποτα», εισάγει από μόνο του την έννοια της ανάδρασης και της αυτοαναίρεσης. Με τη μαιευτική του μέθοδο ο δάσκαλος ελέγχει το συνομιλητή του για να εκμαιεύσει από αυτόν, με την κατάλληλη ερώτηση, την επιθυμητή απάντηση. Ο Πλάτων όμως ορίζει την «κυβερνητική» σαν την τέχνη του κυβερνήτη, του ελεγκτή ενός πλοίου.
Και ο Αριστοτέλης αναλύει τη διαδικασία ελέγχου της πορείας ενός πλοίου, όπου ο κυβερνήτης χρησιμοποιεί για τον έλεγχο αυτό δύο «εργαλεία» ελέγχου, ένα «άψυχο», το πηδάλιο, αλλά και ένα «έμψυχο», τον πρωρέα – το ναύτη δηλαδή που φυλάει στην πλώρη, παρατηρεί τη θάλασσα και ενημερώνει για το στόχο. Και καταλήγει:
«Γιατί αν κάθε εργαλείο μπορούσε να κάνει τη δουλειά του είτε κατόπιν εξωτερικής εντολής, κατευθυνόμενο εξωτερικά (κελευσθέν) είτε διαθέτοντας εσωτερικό προγραμματισμό, έχοντας εσωτερική λειτουργία ελέγχου (προαισθανόμενον), τότε θα λειτουργούσε αυτόματα σαν τα γλυπτά του Δαίδαλου ή σαν τους τρίποδες του Ηφαίστου και τότε αυτόματα θα ύφαινε η σαΐτα του αργαλειού και αυτόματα θα έπαιζαν μουσική τα πλήκτρα της κιθάρας. Μα τότε ούτε οι εργοδότες θα χρειάζονταν εργάτες ούτε οι αφέντες σκλάβους» (Αριστοτέλης, Πολιτικά).
ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Οι επιστημονικές αναζητήσεις και οι φιλοσοφικές ιδέες των Προκλασικών και Κλασικών χρόνων οδηγούν στη συστηματική μελέτη και κατασκευή των αυτομάτων κατά τα κλασικά και ιδιαίτερα κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Η μεγάλη σχολή των Αλεξανδρινών μηχανικών που εκπροσωπείται από τους: Κτησίβιο (~300π.Χ), Φίλωνα το Βυζάντιο (~250 π.Χ.) και Ήρωνα τον Αλεξανδρινό (~100 π.Χ.) άνοιξε το δρόμο για την υλοποίηση των Ομηρικών οραμάτων. Η αξιοποίηση της εσωτερικής ενέργειας των φυσικών στοιχείων, ιδιαίτερα του νερού και του αέρα, ολοκληρώνεται με την ανάπτυξη της επιστήμης των «πνευματικών».
Ο έλεγχος των συστημάτων ολοκληρώνεται με τη λύση του προβλήματος του προγραμματισμού των κινήσεων μέσω διαφορετικών περιελίξεων νημάτων γύρω από έναν κινητήριο άξονα, όπως στα κινητά και τα σταθερά αυτόματα θέατρα. Η ανάδραση και ο αυτοέλεγχος πραγματοποιείται με υδραυλικό, πνευματικό και μηχανικό τρόπο για τον έλεγχο της στάθμης υγρού μέσα σε ευφυή δοχεία. Η επιστήμη της αυτοματοποιητικής συστήνεται, καταγράφεται, διδάσκεται στην Ελληνιστική Αλεξάνδρεια.
Το κινητό αυτόματο θέατρο του Ήρωνα, που πραγματοποιεί απίθανες κινήσεις, κυλάει μόνο του σε ευθύγραμμες και κυκλικές πορείες επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ταυτόχρονα κινούνται διάφορες μορφές επάνω σε αυτό, φωτιές ανάβουν, ήχοι ακούγονται, υγρά τρέχουν, λουλούδια το στολίζουν αυτόματα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μεγάλο ευχαριστώ των Αλεξανδρινών μηχανικών του Ελληνιστικού κόσμου προς τον πατέρα Όμηρο, που τους άνοιξε το δρόμο με τους απλούς αυτόματους τρίποδές του.
ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ DNA
Στη ραψωδία κ´ της «Οδύσσειας», όπου περιγράφεται η περιπέτεια του Οδυσσέα και η μεταμόρφωση των συντρόφων του σε χοίρους στο νησί της Κίρκης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι ο Όμηρος μεταφέρει πληροφορίες, από τις οποίες προκύπτει, ότι υπήρχε γνώση της γενετικής από πανάρχαιες ακόμα εποχές. Συγκεκριμένα:
Το όνομα Κίρκη δεν είναι κάποιο τυχαίο, αλλά τα γράμματα που το αποτελούν συναντώνται και στη λέξη Κηρύκειο. Αν παρατηρήσουμε το κηρύκειο του Ερμή, (δίχως να είναι καθ” αυτό θεός της Ιατρικής, επιστατούσε στην υγεία των ανθρώπων και στην ανάγκη τούς πρόσφερε αποτελεσματική συνδρομή κατά των ασθενειών), θα δούμε το πλέξιμο των δυο φιδιών γύρω από την ράβδο που μοιάζει με το σχήμα του DNA. Η ομοιότητά του Κηρυκείου του Ερμή με το έμβλημα του Ασκληπιού είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση του Κηρύκειου ως συμβόλου των γιατρών και της Ιατρικής Επιστήμης γενικότερα.
Το όνομα του γιου της Κίρκης και του Οδυσσέα είναι Τηλέγονος, τήλε (= από μακρυά) και γόνος.
Όταν ο Όμηρος περιγράφει κάποιο πρόσωπο, συνήθως εκτός από το όνομα χρησιμοποιεί κι ένα η περισσότερα επίθετα, που το προσδιορίζουν καλύτερα. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί για την Κίρκη είναι: πολυφάρμακος, πότνια (σεβαστή), καλλιπλοκάμοιος και εϋπλόκαμος. Το πολυφάρμακος και το πότνια μπορούν εύκολα να εξηγηθούν, γιατί, όπως αναφέρει ο ποιητής, ήταν θεά (αδελφή του Αιήτη, κόρη του Ήλιου και της κόρης του Ωκεανού Περσηίδας ή κατ” άλλους της Εκάτης). Για να επιμένει όμως ο Όμηρος, που πάντα ακριβολογεί, σε τρία σημεία μάλιστα στην περιγραφή, ότι η Κίρκη είχε καλούς πλοκάμους, πρέπει να είναι πολύ σημαντικό, κι ασφαλώς δεν πρέπει να αναφέρεται στην κόμμωσή της.
Το αντίδοτο στον Οδυσσέα δεν το έδωσε η θεά Αθηνά, που πάντα τον προστάτευε, αλλά ο -κάτοχος του Κηρυκείου- Ερμής.
Η Κίρκη είχε τέσσερις θεραπαινίδες «αμφιπόλους», όσες και οι βάσεις του DNA. (Κάθε κλώνος του DNA αποτελείται από πολλά μόρια, που λέγονται νουκλεοτίδια και είναι τεσσάρων ειδών: η αδενίνη, η θυμίνη, η κυτοσίνη και η γονανίνη, συμβολίζονται δε αντίστοιχα με τα γράμματα Α, Θ, Κ και Γ. Θα μπορούσαν ίσως να λέγονται αλλιώς και να συμβολίζονται με τα γράμματα Ι, Χ, Ω και Ρ; «Έτρεχε το αθάνατο αίμα της θεάς, ο Ιχώρ, ο οποίος κυκλοφορεί ακριβώς μέσα στους μακάριους θεούς». Δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα σοβαρές προτάσεις, για το τι ήταν ο Ιχώρ. Όμως, με δεδομένο, ότι ο Ιχώρ έχει τέσσερα γράμματα, όσα τα νουκλεοτίδια του DNA, μια σοβαρή συνεργασία φιλολόγων, γλωσσολόγων, γιατρών και βιολόγων προς αυτή την κατεύθυνση, ίσως να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις).
Ο αριθμός των τεσσάρων θεραπαινίδων θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίος, αλλά ο Όμηρος μας δίνει έντεχνα κι άλλον έναν εκπληκτικό αριθμό, ο οποίος δεν φαίνεται να είναι τυχαίος. Όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα πήγαν στο ανάκτορο της Κίρκης, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στην μία αρχηγός ήταν ο Ευρύλοχος και στην άλλη ο Οδυσσέας. Μαζί του ο κάθε αρχηγός πήρε 22 άνδρες. Ο Όμηρος μας περιγράφει λοιπόν δύο ομάδες των 22, κι αν προσθέσουμε και τους αρχηγούς, προκύπτουν δύο ομάδες των 23. Σας θυμίζει τίποτε αυτός ο αριθμός; Είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων στον πυρήνα των ανθρωπίνων κυττάρων.
Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο έχουν διασωθεί πληροφορίες πανάρχαιας επιστημονικής γνώσης δια μέσου των χιλιετιών με την βοήθεια της Μυθολογίας. Ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν σε κανέναν άνθρωπο τόσα χρόνια να σκεφθεί, γιατί επισημαίνει ο Όμηρος τον αριθμό των 2 × 23. Μόνο τώρα μετά την αποκωδικοποίηση του DNA, και με σοβαρή κι επισταμένη μελέτη των κειμένων μπορούν να εξαχθούν τέτοια συμπεράσματα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ
Στα Ομηρικά έπη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας περιέχονται, ενσωματωμένοι στον ποιητικό λόγο, εκτός από τους καταλόγους των γενών και των θεών των Ελλήνων, κατάλογοι των τεχνικών τους επιτευγμάτων και επινοήσεων. Μεταξύ αυτών και τα αυτόματα.
Ο Όμηρος εισάγει τον όρο «αυτόματα» για τις αυτοκίνητες μηχανές. Αναθέτει στο θεό της τεχνολογίας, τον Ήφαιστο, να κατασκευάσει αυτοκίνητους τρίποδες, αυτορυθμιζόμενα φυσερά και γυναίκες χρυσές και αυτόματες. Διατυπώνει, δηλαδή, σύγχρονα τεχνολογικά οράματα όπως:- Θα μπορούσαν να κατασκευαστούν αυτοκίνητες μηχανές που θα έκαναν τις δουλειές των ανθρώπων.
- Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αυτόματα οι τόποι δουλειάς και να αυτοπροσαρμόζονται στις συνθήκες του έργου.
- Θα μπορούσαν να κατασκευαστούν ανθρωπόμορφες μηχανές με ικανότητα να ενισχύουν τις εντολές τους, να παράγουν ήχο, να έχουν λογισμικό.
Και καταλήγει στην Οδύσσεια σε πλοία με τεχνητή νοημοσύνη, κατασκευασμένα από ανθρώπους.
Η λύση του προβλήματος της εσωτερικής ενέργειας που απαιτείται για να μπουν από μόνα τους σε κίνηση τα αυτόματα αντιμετωπίζεται θεωρητικά από τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι αποδίδουν στα πρωταρχικά φυσικά στοιχεία «ψυχή», δηλαδή ενέργεια. Η πρακτική αξιοποίηση της ενέργειας αυτής γίνεται ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Το πρόβλημα του ελέγχου αντιμετωπίζεται επίσης θεωρητικά από τους Προσωκρατικούς και τους Κλασικούς φιλοσόφους με την εισαγωγή των εννοιών της αντίφασης, της ανάδρασης, της αυτοαναίρεσης. Η πρακτική εφαρμογή του ολοκληρώνεται από τους Αλεξανδρινούς μηχανικούς στα Ελληνιστικά χρόνια.
Ο Όμηρος άνοιξε έτσι το δρόμο στην ιστορία των αυτομάτων.
ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΗΡΩΝΑ
Από τους πιο γνωστούς μηχανικούς και μαθηματικούς της Ελληνιστικής περιόδου ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς, υπήρξε η τρίτη μεγάλη φυσιογνωμία της μηχανικής μετά τους Κτησίβιο και Φίλωνα. Διετέλεσε και διευθυντής του Μουσείου της Αλεξάνδρειας (Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας) και έμεινε γνωστός από τις περίφημες κατασκευές του, οι οποίες τον κατατάσσουν ανάμεσα στις μεγαλύτερες μορφές της επιστήμης της αρχαιότητας και δίκαια τον θεωρούν σαν τον πνευματικό πρόγονο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (ο οποίος φαίνεται να έχει διαβάσει και γραπτά που αφορούν το έργο του Ήρωνα όπως και του Αρχιμήδη).
Ουσιαστικά ο Ήρων υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του έργου των Κτησίβιου και Φίλωνα, το οποίο εν πολλοίς διέσωσε και βελτίωσε. Το σύνολο του έργου του το ΗΡΩΝΕΙΟ είναι πραγματικά τεράστιο: 16 πραγματείες που από αυτές οι 10 έχουν διασωθεί ολόκληρες, 3 υπάρχουν σε αποσπάσματα ενώ 3 δεν διασώθηκαν. Συνδυάζοντας άριστα την θεωρία με την πράξη κατασκεύασε ένα πλήθος μηχανισμών φυσικής, αυτοματισμούς, αυτόματα μηχανήματα για θέατρα και ναούς (π.χ. την περίφημη ΚΡΗΝΗ ΤΟΥ ΗΡΩΝΟΣ), υδραυλικά ρολόγια και μεταξύ άλλων εφεύρε την »ΑΙΟΛΟΥ ΠΥΛΗ», την πρώτη μηχανή που κινούταν με ατμό (ατμομηχανή).
Το έργο του Διόπτρα αναφέρεται στην γεωδαισία και θεωρείται από τα τελειότερα στο είδος του. Εκεί αναφέρεται και η κατασκευή του ομωνύμου οργάνου, του οποίου εξέλιξη είναι και ο σημερινός θεοδόλιχος ένα από τα βασικότερα όργανα των τοπογράφων. Άλλα έργα του είναι: Πνευματικά, Μηχανικά, Περί Αυτοματοποιητικής, Κατοπτρικά, Μετρικά, Διόπτρα, Χειροβαλλίστρας κατασκευή και συμμετρία, Βελοποιικά, Περί Όρων και Γεωπονικά. Αν και υπάρχουν ενδείξεις για απλή χρήση του ατμού από τον Αρχιμήδη και άλλους, η ανακάλυψη της ατμομηχανής ανήκει αποκλειστικά στον Ήρωνα, ο οποίος προέβη σε αυτή την επινόηση έχοντας μελετήσει σε βάθος την θεωρία »περί της υλικής υποστάσεως του αέρα».
Στην ιστορία της μηχανικής η περιστροφική ατμομηχανή που εφηύρε ο Ήρων αναφέρεται σαν Αιολόσφαιρα ή Αιόλου πύλη ή ατμοστήλη. Η συμβολή του Ήρωνα υπήρξε σημαντικότατη, τόση στην διάσωση του έργου άλλων Ελλήνων μηχανικών, όσο και στην βελτίωση υπαρχόντων και ανακάλυψη νέων μηχανισμών. Το έργο του αποτέλεσε σημείο αναφοράς και έδωσε ερεθίσματα σε πολλούς. Παράδειγμα αποτελεί η αιολόσφαιρα στην οποία βασίστηκε η χύτρα ή ατμοαντλία του Παπίνου στα 1861, η ανάπτυξή της οποίας κατά τον 19ο αιώνα έφερε την »βιομηχανική επανάσταση».
Η ΑΙΟΛΟΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΗΡΩΝΑ
Ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, γνωστός κυρίως για την ανάπτυξη του στις τέχνες και τα γράμματα, έχει να επιδείξει και μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα που προκαλούν τον θαυμασμό ακόμα και σήμερα. Πολλά από τα επιτεύγματα αυτά είναι σχεδόν άγνωστα. Ενώ ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι η ατμομηχανή υπάρχει τα τελευταία 250 χρόνια και πρωτοδημιουργήθηκε από τους Βρετανούς εφευρέτες Τζέημς Βάττ και Τόμας Νιούκομεν αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο εφευρέτης της ατμομηχανής, ο πρώτος που πραγματικά την κατασκεύασε είναι, ο αρχαίος Έλληνας μηχανικός και μαθηματικός, ο Ήρωνας ο Αλεξανδρινός.
Ο Ήρωνας γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 1ο αιώνα π.Χ. Έμεινε γνωστός για τις μηχανές που κατασκεύασε, που ήταν τόσο σπουδαίες που πολλοί τις θεωρούσαν σχεδόν μαγικές. Ως τέτοια παραδείγματα θα αναφέρουμε τις αυτόματες πόρτες που λειτουργούσαν με υδραυλικούς μηχανισμούς, το αγιαστήριο, μηχανισμός που έδινε νερό στους πιστούς των ναών όταν αυτοί έβαζαν στην μηχανή ένα κέρμα, το οδόμετρο και το ναυτικό δρομόμετρο, υδραυλικά ρολόγια και άλλα πολλά που θα θέλαμε πολλές σελίδες για να τα καταγράψουμε όλα.
O περιστρoφικός ατμoστρόβιλoς πoυ εφηύρε o Ήρωνας έμεινε γνωστός στην ιστoρία ως Αιολόσφαιρα ή Αιόλoυ πύλη. Mέσω ενός βραστήρα το νερό ατμοποιείται και ο ατμός, μέσω δύo λυγισμένων σε oρθή γωνία σωλήνων, καταλήγει σε μια σφαίρα με ειδικές βαλβίδες. Η σφαίρα αυτή φέρει δύo ακρoφύσια διαμετρικά τoπoθετημένα και λυγισμένα με τέτoιo τρόπo, που η πίεση τoυ ατμoύ, διαφεύγoντας μέσα απ’ αυτά, κάνει τη σφαίρα να κινείται περιστρoφικά.
Η ατμομηχανή του Ήρωνα ήταν γνωστή με τα ονόματα Αιολόσφαιρα ή Αιόλου πύλη, ή ατμοστήλη. Η αιολόσφαιρα ήταν μια κοίλη, δηλαδή άδεια εσωτερικά, σφαίρα. Η σφαίρα αυτή ήταν συνδεδεμένη με σωλήνες με ένα κλειστό λέβητα (καζάνι) γεμάτο με νερό. Μια δυνατή φωτιά ζέσταινε το νερό του λέβητα που γινόταν ατμός και γέμιζε την κοίλη σφαίρα. Ο ατμός έβγαινε από την Αιολόσφαιρα μέσω 2 λεπτών σωλήνων σχήματος Γ που βρίσκονταν ο ένας απέναντι και αντίθετα από τον άλλο. Καθώς ο ατμός έβγαινε με φόρα από τους σωλήνες, η σφαίρα έκανε κυκλική κίνηση περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα.
Ο Ήρωνας, 2100 χρόνια πριν από τις μέρες μας είχε δαμάσει τον ατμό και τον είχε κάνει υπηρέτη του ανθρώπου. Η ανακάλυψη της ατμομηχανής είχε και πολλές πρακτικές εφαρμογές. Για παράδειγμα η δύναμη του ατμού κινούσε αγάλματα με τρόπο που αυτά έκαναν σπονδές, έχυναν δηλαδή νερό ή λάδι προς τιμήν των θεών. Η θέα της κίνησης των αγαλμάτων έκανε τους απλούς ανθρώπους να πιστεύουν πως αυτά ήταν μαγικά και ο δημιουργός τους μάγος. Ο Ήρωνας όμως ήταν ένας πρωτοπόρος επιστήμονας, ένας σπουδαίος μηχανικός που οι ιδέες, οι κατασκευές και τα σχέδια μηχανών που έφτιαξε προκαλούν τον θαυμασμό ακόμα και σήμερα.
Ο Ήρωνας κατέγραψε τις ανακαλύψεις του σε 16 βιβλία (πραγματείες), από τα οποία σώθηκαν ολόκληρα τα 10, μερικώς άλλα 3 και χάθηκαν τα 3. Οι τίτλοι μερικών από τα βιβλία που σώθηκαν είναι οι ακόλουθοι: Πνευματικά, Μηχανικά, Περί αυτοματικής, Κατοπτρικά, Μετρικά, Διόπτρα, Χειροβαλίστρας κατασκευή και συμμετρία και άλλα. Χαρακτηριστικό των βιβλίων αυτών είναι ότι είναι γεμάτα όχι μόνο με περιγραφές αλλά και λεπτομερή σχέδια που βοήθησαν άλλους μηχανικούς πολλούς αιώνες μετά να ξαναδημιουργήσουν τις μηχανές αυτές.
Ο Λεονάρτο ντα Βίντσι 1500 χρόνια μετά τον Ήρωνα μελετούσε τα σχέδια του και εμπνεύστηκε από αυτά. Ακόμα και ο Παπίνος, που το 1681 κατασκεύασε την ατμοαντλία, διάβασε τα βιβλία του αρχαίου Έλληνα σοφού και χρησιμοποίησε τις σημειώσεις του και τις ιδέες του στην κατασκευή του. Μετά από 21 αιώνες δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τον θαυμασμό μας για τον μεγαλοφυή μηχανικό που με τις ανακαλύψεις του λάμπρυνε ακόμα περισσότερο τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό.
ΤΟ ΟΔΟΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΗΡΩΝΑ
Η κατασκευή αποτελείται από ένα σύμπλεγμα οδοντωτών τροχών οι οποίοι, εμπλεκόμενοι με ατέρμονες κοχλίες, μεταφέρουν την κίνηση του τροχού ενός άρματος και την μετατρέπουν σε μονάδες μέτρησης του μήκους. Οι τρεις δίσκοι στο πάνω μέρος του οδόμετρου καταγράφουν σε μονάδες μήκους την διανυθείσα απόσταση.
Είναι μια συσκευή που μετρά την απόσταση που διάνυσε ένα κινούμενο όχημα. Εφευρέθηκε πριν από 22 αιώνες από τον μεγάλο επιστήμονα και εφευρέτη της αρχαιότητας, τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό. Πώς όμως έμοιαζε το δρομόμετρο και πώς λειτουργούσε; Το μυστικό του μηχανήματος αυτού ήταν οι οδοντωτοί τροχοί. Ένας οδοντωτός τροχός, είναι ένας τροχός με προεξοχές γύρω, γύρω σαν δοντάκια, που είναι συνδεδεμένος με άλλο οδοντωτό τροχό και αυτός με άλλο και ο ένας μεταδίδει στον άλλο την κίνηση του. Ο τελευταίος τροχός είναι συνδεδεμένος με ένα δείκτη, η μετακίνηση του οποίου μετρά την απόσταση που διανύθηκε.
Αν ο πρώτος οδοντωτός τροχός είναι συνδεδεμένος με τον τροχό της άμαξας, τότε μαζί με την άμαξα κινούνται διαδοχικά και οι υπόλοιποι οδοντωτοί τροχοί καθώς και ο δείκτης, που ανάλογα με την κίνηση των τροχών μετακινείται και καταγράφει την απόσταση που διάνυσε το όχημα. Ας δούμε ένα πρακτικό παράδειγμα. Έστω ότι ο τροχός της άμαξας μας έχει περίμετρο 2 μέτρα. Κάθε 5 στροφές που κάνει ο τροχός, ο πρώτος οδοντωτός τροχός κάνει μια στροφή. Κάθε δέκα στροφές που κάνει ο πρώτος οδοντωτός τροχός, ο δεύτερος κάνει μια στροφή, ενώ κάθε δέκα στροφές του δεύτερου οδοντωτού, μετακινούν τον δείκτη – αποστασιόμετρο κατά ένα εκατοστό.
Αυτό σημαίνει ότι όταν ο δείκτης μετακινηθεί ένα εκατοστό, η άμαξα διάνυσε 2 x 5 x 10 x 10 = 1000 μέτρα, δηλαδή ένα χιλιόμετρο. Φυσικά, οι αρχαίοι Έλληνες δεν μετρούσαν αποστάσεις με χιλιόμετρα αλλά με στάδια. Ένα στάδιο αντιστοιχούσε με 185 περίπου σημερινά μέτρα. Ο Ήρωνας προσάρμοσε, όπως ήταν φυσικό άλλωστε, το οδόμετρο του στα μέτρα της εποχής εκείνης. Ο Αλεξανδρινός σοφός όμως, δεν περιορίστηκε στο να κάνει ένα οδόμετρο για τις άμαξες και τα άλλα οχήματα της ξηράς, αλλά κατασκεύασε και το ναυτικό δρομόμετρο, για να μπορούν τα πλοία να μετρούν την απόσταση που έπλεαν στην θάλασσα.
Το όργανο αυτό ήταν παρόμοιο με το οδόμετρο, με την διαφορά ότι στο πλοίο δεν είχαμε τροχούς, όπως σε μια άμαξα, αλλά μια φτερωτή, σαν του ανεμόμυλου, που μετέδιδε την κίνηση του πλοίου στους οδοντωτούς τροχούς μέχρι το δείκτη – αποστασιόμετρο. Ο Ήρωνας φρόντισε να καταγράψει την κατασκευή του οδομέτρου, στο έργο του «Διόπτρα». Με βάση τις γραπτές αυτές περιγραφές, ο Ολλανδός ερευνητής Α. Σλέσβικ, ανακατασκεύασε το οδόμετρο το 1987. Ένας άλλος ερευνητής, ο Γουντκράφτ, ανακατασκεύασε με παρόμοιο τρόπο, τόσο το ναυτικό δρομόμετρο, όσο και το οδόμετρο.
Η ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΑΡΧΥΤΑ
Από την πρώτη εμφάνιση του πάνω στη γη ο άνθρωπος θαύμαζε και ζήλευε συγχρόνως την ικανότητα των πουλιών να πετούν λεύτερα στον αέρα. Ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου, των πρώτων αεροπόρων, καθώς και η εικόνα του φτεροπόδαρου θεού Ερμή δείχνει τον ιδιαίτερο πόθο των αρχαίων Ελλήνων να κάνουν φτερά, να πετάξουν, να κατακτήσουν την γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού. Ποια όμως είναι η πρώτη μηχανή που πρωτοπέταξε στον αέρα; Ο Λεονάρτο ντα Βίτσι είχε κάνει σχέδια πτητικών μηχανών και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τις απογειώσει πριν 500 χρόνια.
Οι αδελφοί Μονγκολφιέρ πρωτοπέταξαν το πρώτο αερόστατο το 1783. Εξάλλου το πρώτο, πρωτόγονο αεροπλάνο πέταξε για 100 μέτρα μόλις πριν 100 χρόνια από τους αδελφούς Ράιτ. Οι αναφορές όμως αυτές είναι ανακριβείς εφόσον δεν αναφέρουν την πρώτη επιτυχή πτήση που έγινε πριν 2400 ολόκληρα χρόνια από μηχανή που κατασκευάστηκε στην αρχαία Ελλάδα.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. ζούσε στον Τάραντα της Μεγάλης Ελλάδας ο Αρχύτας. Ήταν μαθηματικός αστρονόμος και φιλόσοφος. Οι συμπατριώτες του τον εκτιμούσαν πολύ γιαυτό και 7 φορές τον είχαν εκλέξει στρατηγό κυβερνήτη του Τάραντα. Ως στρατηγός επέδειξε μεγάλες ικανότητες αφού ουδέποτε ηττήθηκε σε μάχη. Αναφέρεται ότι συνδεόταν φιλικά με τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα, τον οποίο προστάτεψε και φιλοξένησε στον Τάραντα, όταν τον κυνηγούσε ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος. Ακόμα ήταν Πυθαγόρειος φιλόσοφος, ανήκε δηλαδή στην φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πυθαγόρας.
Έγινε επίσης γνωστός σαν πολιτικός αλλά και στρατιωτικός ηγέτης του Τάραντα. Επτά φορές που ήταν στρατηγός του Τάραντα δεν νικήθηκε ποτέ. Ο Αρχύτας ήταν και μεγάλος μαθηματικός, αφού κατάφερε να λύσει ένα από τα μεγαλύτερα μαθηματικά προβλήματα της αρχαιότητας το Δήλιο πρόβλημα. Κατάφερε να βρει γεωμετρική λύση στο πρόβλημα του διπλασιασμού του όγκου ενός κύβου με την χρήση του χάρακα και του διαβήτη μόνο. Η λύση αυτή, που είναι πολύ περίπλοκη για να καταγραφεί σε ένα παιδικό περιοδικό, δείχνει την μαθηματική ιδιοφυΐα του.
Μελέτησε την αρμονία των ήχων και διαπίστωσε ότι οι οξύτεροι ήχοι οφείλονται σε ταχύτερες κινήσεις των χορδών. Βρήκε κάποιο τρόπο υπολογισμού της τετραγωνικής ρίζας, όπως αναφέρει ο Ήρων. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Αρχύτας πρώτος μελέτησε μηχανικά προβλήματα με βάση τα μαθηματικά και χρησιμοποίησε γεωμετρικά διαγράμματα για την λύση τους.
Από ότι ξέρουμε, οι σημερινές πτητικές μηχανές (αεροπλάνα) χρησιμοποιούν την τεχνική βασισμένη στον δεύτερο «θεμελιώδη» νόμο του Νεύτωνα, δηλ. «κάθε δράση προκαλεί μια ίση και με αντίθετη φορά αντίδραση (δύναμη), δηλ. οι κινητήρες ρουφάνε αέρα από μπροστά και αποσυμπιέζουν αυτόν τον αέρα προς τα πίσω, μετατρέποντας δηλ. τον αέρα σε ωστικό προωθητή. Το 405 π.Χ. ο Αρχύτας κατασκεύασε την πρώτη ιπτάμενη μηχανή που κατάφερε να αφήσει το έδαφος, να υψωθεί στον ουρανό και να πετάξει. Την ονόμασε περιστερά ή πετομηχανή.
Η συσκευή αυτή πρέπει να είχε ένα σύστημα αεριοπροώθησης, κάτι σαν μικρό, μη επανδρωμένο αεριωθούμενο αεροπλάνο. Ο πιεσμένος αέρας έβγαινε από το πίσω μέρος του μικρού αεροσκάφους και ήταν η αιτία της πτήσης του. Αναφορές στο περιστέρι αυτό κάνουν ο Φαβωρίνος στο έργο του «Παντοδαπή ιστορία» ο Αύλος Γέλλιος στις «Αττικές Νύχτες» και οι Λατίνοι ιστορικοί Φαβορίνους και Τζέλιους. Κάποιο παράξενο κείμενο που λέγεται ότι είναι γραμμένο από τον Αρχύτα περιγράφει ένα ταξίδι γύρω από την γη μέσα σε μια αεροστεγώς κλεισμένη σφαίρα.
Τι είδους ιπτάμενη σφαίρα που ταξίδευε γύρω από την γη ήταν αυτή, και γιατί άραγε αεροστεγώς κλειστή; Τι ήξερε ο Αρχύτας που δεν έφτασε σε μας; Κείμενα του Αρχύτα λέγεται ότι μελετούσε (αρκετά αργότερα βέβαια) και ο Γαλιλαίος. Η ιπτάμενη μηχανή του ήταν ένα τεχνητό περιστέρι. Το τεχνητό αυτό κατασκεύασμα εσηκώνετο στον αέρα μα την βοήθεια κάποιας ωστικής δύναμης (πιθανώς ελατήριο -όπως δηλ. στα Super Carrier- ή βάρους επί τροχαλίας ).
Όταν πια βρισκόταν στον αέρα για την πτητική του διάρκεια, χρησιμοποιούσε ένα μπαλόνι το οποίο αποσυμπίεζε τον αέρα με δύναμη μέσω μιας οπής στο πίσω μέρος της πτητικής μηχανής (εν ολίγης ότι κάνουν και τα σημερινά αεροσκάφη). Έτσι το πανάλαφρο ομοίωμα περιστεριού που είχε κατασκευάσει μπορούσε να πετάει σχεδόν 200 μέτρα μέχρι να τελειώσει ο συμπιεσμένος αέρας. Βέβαια Το μπαλόνι δεν θα μπορούσε να είναι τόσο μεγάλο για να καταφέρει να διανύσει τόσο μεγάη απόσταση.
Προφανώς δεν πρόλαβε μόνο τον Νεύτωνα, αλλά πρόλαβε και τον Bernulli φτιάχνοντας την οπή με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε εκμεταλλευόμενος το φαινόμενο αυτό να διανύσει τόσο μεγάλη απόσταση. Ο Έλληνας ερευνητής Ευάγγελος Σταμάτης αναφέρει, ότι η περιστερά λειτουργούσε με σύστημα συμπίεσης αέρα. Το μικρό αεροπλάνο πέταξε σε μια απόσταση 200 μέτρων, αρκετά μεγαλύτερη από την απόσταση που πέταξε το αεροπλάνο των αδελφών Ράιτ στην πρώτη τους πτήση. Το σχήμα της πετομηχανής, όπως φαίνεται στα σχέδια, κάνει εντύπωση γιατί είναι ιδιαίτερα αεροδυναμικό.
Αν το συγκρίνουμε με το σχήμα ενός σύγχρονου πολεμικού αεροπλάνου, γίνεται αμέσως φανερό ότι ο κατασκευαστής της μηχανής είχε μελετήσει αρκετά και είχε γνωρίσει τις αρχές της αεροδυναμικής. Το πιο πάνω γεγονός δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, αφού ο Αρχύτας ήταν σπουδαίος μηχανικός και σ’ αυτόν αποδίδονται πολλές μηχανικές ανακαλύψεις. Πιστεύεται ότι ο Ταραντίνος μηχανικός είχε εφεύρει τον κοχλία, την βίδα, την τροχαλία και είχε κάνει τα σχέδια πολλών άλλων κατασκευών.
Η κατασκευή της πετομηχανής ήταν για τον Αρχύτα ένα παιγνίδι και ένα πείραμα μαζί, για μελέτη των αρχών της πτήσης. Το γεγονός ότι σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μηχανές εσωτερικής καύσης (σαν τις μηχανές του αυτοκινήτου για παράδειγμα), πέτυχε την πρώτη στην ιστορία πτήση, καταγράφεται σαν ένας ακόμα άθλος του Ελληνικού πολιτισμού.
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Η θάλασσα κρύβει στα ανήλιαγα βάθη της μεγάλα μυστικά. Αυτό θα σκέφτονταν οι σφουγγαράδες από την Σύμη, που στα 1901 ανακάλυψαν το ναυάγιο στα ανοικτά του μικρού νησιού Αντικύθηρα μεταξύ Πελοπονήσου και Κρήτης. Και αληθινά είχαν ανακαλύψει ένα θησαυρό. Ανάμεσα στα αντικείμενα που ήρθαν στο φως ήταν ένα σύνολο πλακών, γραναζιών και μικρών τροχών, μισοφαγωμένων από την αρμύρα της θάλασσας. Ένα αινιγματικό αντικείμενο που ανάτρεπε όσα πίστευαν οι ιστορικοί για την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην αρχαιότητα.
Αν διαβάσουμε πότε για τα ρολόγια και την ιστορία τους, θα δούμε ότι τα πρώτα μηχανικά ρολόγια, με γρανάζια και οδοντωτούς τροχούς, κατασκευάστηκαν γύρω στα 1000 μ.Χ. Πριν από την χρονολογία αυτή υπήρχαν απλά ρολόγια, με υποτυπώδεις μηχανισμούς, όπως οι κλεψύδρες, τα ηλιακά ρολόγια κ.λ.π. Η ανακάλυψη όμως του υπολογιστή ανάτρεψε την πιο πάνω άποψη. Γιατί οι δύτες δεν είχαν ανακαλύψει ένα απλό ρολόι, αλλά ένα μοναδικό εύρημα που δεν έχει ποτέ βρεθεί ξανά στον κόσμο και του οποίου η αξία, επιστημονική και ιστορική, είναι τεράστια.
Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων, είναι ένας μηχανισμός πoυ, μαζί με άλλα σημαντικά ευρήματα, βρέθηκε στo ναυάγιo των Αντικυθήρων. O μηχανισμός αυτός έφερε συνoλικά 30 διαφoρετικά γρανάζια, κατασκευασμένα στo χέρι, τα oπoία έμπαιναν σε λειτoυργία από έναν άξoνα πoυ βρισκόταν στo πλάι τoυ μηχανισμoύ και έδειχναν τις κινήσεις τoυ ήλιoυ και της σελήνης στo Ζωδιακό κύκλο. Τo όργανo αυτό απoτελεί την πεμπτoυσία της παράδoσης στoυς μηχανισμoύς με γρανάζια πoυ αναπτύχθηκε κατά την ελληνιστική περίoδo.
Για 20 ολόκληρα χρόνια , από το 1955 μέχρι το 1975, Έλληνες και Βρετανοί επιστήμονες εξέταζαν τον υπολογιστή και θαύμαζαν την τελειότητα της κατασκευής του. 30 διαφορετικά γρανάζια, μικρά και μεγάλα, συνδεδεμένα με οδοντωτούς τροχούς συγκροτούσαν ένα μηχανισμό που η λειτουργία του άγγιζε την τελειότητα. Μια χειρολαβή μπορούσε να θέσει σε κίνηση τα γρανάζια, που μέσω των οδοντωτών τους τροχών έκαναν το σύστημα να λειτουργεί με τελειότητα. Οι κατασκευαστές του οργάνου είχαν θέσει σε εφαρμογή ένα εκπληκτικό σχέδιο, που ακόμα και η αντιγραφή του στο χαρτί δείχνει άριστη γνώση της μηχανικής και της γεωμετρίας.
Η ακρίβεια της λειτουργίας του ξεπερνούσε τουλάχιστον 1000 χρόνια την εποχή του. Ο Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις, ειδικός στους ωρολογιακούς μηχανισμούς της αρχαιότητας, αναφέρει ότι ο υπολογιστής αποτελεί τον πιο πολύπλοκο μηχανισμό που δημιουργήθηκε στον κόσμο, τουλάχιστον ως το 1200 μ.Χ. Οι επιστήμονες υπολογίζουν πως ήταν ένα αστρονομικό όργανο μεγάλης ακρίβειας. Με αυτό υπολόγιζαν τις φάσεις της Σελήνης, τις κινήσεις της γης και του ήλιου και έκαναν υπολογισμούς. Δεν αποκλείεται να πρόβλεπαν τις εκλείψεις του ήλιου και της Σελήνης, να μετρούσαν τον χρόνο ανάμεσα στις Ισημερίες και τα Ηλιοστάσια, να μετρούσαν την αέναη ροή του χρόνου.
Ο Πράις σε συνεργασία με το ίδρυμα πυρηνικών ερευνών «Δημόκριτος» χρονολόγησε το εύρημα με την μέθοδο του άνθρακα 14, που έδειξε ότι πρέπει να κατασκευάστηκε μεταξύ του 95 και του 65 π.Χ. Είναι πιθανόν να δημιουργήθηκε στην σχολή του Ποσειδώνιου στην Ρόδο. Ο τελευταίος διατηρούσε σχολή στο νησί αυτό, και είχε την φήμη μεγάλου αστρονόμου, γεωγράφου, φυσικού και φιλόσοφου. Έγραψε 26 έργα που δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων είναι μία από τις πιο σημαντικές μηχανικές εφευρέσεις στην ιστορία.
Πρόκειται για ένα αστρονομικό μηχάνημα ακριβείας, με εκπληκτική μηχανική τελειότητα, τοποθετημένο σε ένα ξύλινο κιβώτιο με διαβαθμισμένες πλάκες στο εξωτερικό του. Εσωτερικά αποτελείτο από 30 αλληλοεμπλεκόμενους οδοντωτούς τροχούς, έκκεντρα τοποθετημένους. Τους τροχούς, που ήταν οργανωμένοι επικυκλοειδώς, έθετε σε κίνηση, με διαφορετική ταχύτητα τον καθένα, ένας περιστρεφόμενος χειροκίνητος άξονας. Δείκτες σύμφωνα με τις επιγραφές έδειχναν την πορεία του Ήλιου την πορεία και τις φάσεις της Σελήνης και των πλανητών στον Ζωδιακό κύκλο.
Ο Άγγλος επιστήμονας Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις που μελέτησε επί 25 χρόνια τον υπολογιστή διαπιστώνει την ύπαρξη ενός πολύπλοκου συστήματος διαφορικού οδοντωτού τροχού, ο οποίος δεχόταν δύο διαφορετικές περιστροφές, και αναλόγως »έβγαζε» αποτέλεσμα. Δηλαδή εκτελούσε μαθηματικές πράξεις με μηχανικό τρόπο. Για την ικανότητα κατασκευής πολύπλοκων μηχανισμών από γρανάζια, έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες, γιατί ουσιαστικά σαφή αναφορά στους οδοντωτούς τροχούς έχουμε για πρώτη φορά από τον Αλεξανδρινό μηχανικό Ήρωνα.
Όμως υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν τον Αρχιμήδη ή και τον Κτησίβιο ως πιθανούς εφευρέτες του οδοντωτού τροχού. Ο Αρχιμήδης είναι γνωστός για τις πολύπλοκες κατασκευές του που αναπαριστούσαν τις κινήσεις των άστρων και των πλανητών στο στερέωμα, έχουμε όμως πληροφορίες μόνο για το τι λειτουργίες εκτελούσαν και όχι για το πως τις εκτελούσαν. Πιθανότατα όμως ο τρόπος λειτουργίας τους να ήταν παρόμοιος με του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Η μεγάλη ακρίβεια στην κοπή των γραναζιών δείχνει τις υψηλές δυνατότητες της μεταλλοτεχνίας του πρώτου π.Χ. αιώνα.
Την περίφημη σφαίρα του Αρχιμήδη έχουν αναφέρει οι Πάππος, Πρόκλος, Σέξτος Εμπείρικος, Φιρμίκιος, Μαρτιανός, Καπέλλα, Οβίδιος και Τερτουλλιανός, όμως την σημαντικότερη μαρτυρία δίνει ο Κικέρων. Στα πρώιμα στάδια της εξέλιξης παρόμοιων μηχανισμών βρίσκουμε τα ηλιακά ρολόγια, αρχικά στατικά και αργότερα μεταφερόμενα. Τα μεταφερόμενα ηλιακά ρολόγια είναι κοντινοί πρόγονοι του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Με τα νεότερα ευρήματα γίνεται φανερό ότι η τεχνολογία αυτή διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο, δεδομένου ότι βρέθηκε παρόμοιος μηχανισμός κατασκευασμένος τον 7ο αιώνα.
Μάλιστα αντίστοιχος μηχανισμός περιγράφεται από τον μεταγενέστερο Άραβα Αλ Μπιρουνί. Ένα μεγάλο ποσοστό των τεχνολογικών κατακτήσεων στον τομέα αυτό αφομοιώθηκε από τους Άραβες. Όπως είναι επίσης γνωστό πλήθος αρχαίων Ελληνικών πραγματειών έχουν διασωθεί μόνο σε Αραβικές μεταφράσεις. Οι Άραβες πειραματίστηκαν με διάφορα σχέδια και κατασκευές για να αποδείξουν την ορθότητα των Ελληνικών κειμένων. Η τεχνολογία των οδοντωτών τροχών εξελίχθηκε στην ωρολογοποιεία που εμφανίστηκε και άνθησε τον 13ο και 14ο αιώνα.
Ιδιαίτερα για το διαφορικό γρανάζι που αποτελεί και το πιο εντυπωσιακό εύρημα στο μηχανισμό, πρέπει να αναφερθεί ότι επανεμφανίστηκε δεκάδες αιώνες αργότερα. Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων είναι ένα εξαίρετο αποτέλεσμα εφαρμογής επιστημών στην πράξη: Μαθηματικών, Γεωμετρίας, Αστρονομίας και Μηχανικής. Η πολυπλοκότητα αλλά και η καταπληκτική ακρίβεια της κατασκευής μας δείχνει ότι είναι ένας μηχανισμός που δεν κατασκευάστηκε στην τύχη, αλλά ήταν προϊόν εξελίξεως και πρέπει να βασίστηκε σε κάποιο παλαιότερο μηχανισμό, ίσως από κάποιο εργαστήριο που κατασκεύαζε παρόμοιους μηχανισμούς.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΗ
Η αρχαία Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία γεννήθηκαν όλες οι επιστήμες. Είναι η κοιτίδα των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Μηχανικής, της Αστρονομίας, της Ιατρικής και όλων γενικά των θεωρητικών και θετικών επιστημών. Ανάμεσα στα ονόματα που ανέδειξαν την επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα είναι αυτό του Αρχιμήδη, του μεγαλοφυούς μαθηματικού, φυσικού και μηχανικού από τις Συρακούσες, που έζησε μεταξύ των ετών 287 – 212 π.Χ.
Ο Αρχιμήδης, ο μεγαλύτερος μαθηματικός του αρχαίου Ελληνικού χώρου και μία από τις μεγαλύτερη μαθηματικές ευφυΐες της Ευρώπης, γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στις Συρακούσες, την μεγάλη Ελληνική αποικία της Σικελίας. Πατέρας του ήταν ο αστρονόμος Φειδίας, που είχε δεσμούς φιλίας με το Βασιλικό γένος των Συρακουσών. Ο Αρχιμήδης ταξίδεψε στην Αίγυπτο και ήρθε σε επαφή με τους διαδόχους του Ευκλείδη, τους Ερατοσθένη και Δοσίθεο, ενώ ήταν φίλος και συμμαθητής του Κόνωνα του Σάμιου.
Το έργο του υπήρξε τεράστιο, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά και η ερευνητική ματιά του κάλυψε πολλούς τομείς : γεωμετρία, κατοπτρική, υδραυλική, μηχανική, αρχιτεκτονική. Συνέδεσε το όνομά του με την γένεση της μηχανικής στην αρχαία Ελλάδα και με την λύση περίφημων μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με τις αμυντικές εφευρέσεις του που χρησιμοποιήθηκαν όταν οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν την πατρίδα του τις Συρακούσες. Το έργο του μεγάλου μαθηματικού, μηχανικού και εφευρέτη Αρχιμήδη του Συρακούσιου (287 – 212 π.X.), είναι τεράστιο.
Εργασίες πάνω στα Μαθηματικά και την Γεωμετρία, εφαρμογή των Μαθηματικών στην Μηχανική και στην Αστρονομία, καθορισμός του κέντρου βάρους και πλήθος εφευρέσεων. Ανάμεσα στα επιτεύγματα του Αρχιμήδη που αναγνωρίζονται ως σήμερα, είναι η εξήγηση του φαινομένου της άνωσης που και σήμερα είναι γνωστή ως αρχή του Αρχιμήδη. Ακόμα ανακάλυψε και έκανε χρήση των μοχλών όλων των τύπων, για την κατασκευή εργαλείων με τεράστια μεταφορική δύναμη . Επιπλέον ανακάλυψε ένα είδος τροχαλίας, την ελικοειδή αντλία, διάφορα αστρονομικά όργανα κ.α.
Όταν οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν τις Συρακούσες, ο Αρχιμήδης διέθεσε τις γνώσεις του για να κατασκευαστούν όπλα με τα οποία υπεράσπισε την πατρίδα του. Τα όπλα αυτά ήταν τόσο φοβερά, που ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό.
Στα όπλα αυτά θα αναφερθούμε πιο κάτω:
Στα όπλα αυτά θα αναφερθούμε πιο κάτω:
- Οι Γιγαντιαίοι Γερανοί
Ήταν μεγάλα μηχανήματα που από το τείχος των Συρακουσών, εκτόξευαν σιδερένιες αρπάγες που γάζωναν τα Ρωμαϊκά καράβια τα έβγαζαν έξω από το νερό και μετά τα άφηναν να συντριβούν πέφτοντας από ψηλά πάνω στα βράχια.
- Καταπέλτες
Ο Αρχιμήδης κατασκεύασε τεράστιους καταπέλτες που βομβάρδιζαν τα Ρωμαϊκά πλοία από μεγάλη απόσταση και τα εμπόδιζαν να πλησιάσουν στην πόλη. Οι καταπέλτες εκτόξευαν βράχους βάρους 10 ταλάντων (360 κιλών), σε απόσταση ενός σταδίου (164 μέτρων). Όποιο καράβι δεχόταν ένα τέτοιο βλήμα βυθιζόταν.
- Εκτοξευτές Βελών
Είχαν την δυνατότητα να εκτοξεύουν γιγαντιαία βέλη μήκους 6 μέτρων και βάρους εκατοντάδων κιλών. Ένα τέτοιο βέλος, με την μεγάλη σιδερένια αιχμή του, μπορούσε κυριολεκτικά να διατρήσει και να θέσει εκτός μάχης ένα καράβι.
- Τα Καυστικά Κάτοπτρα
Αποτελεί το πιο γνωστό από τα όπλα που κατασκεύασε ο Αρχιμήδης. Ο Συρακούσιος σοφός έστησε πάνω στα τείχη της πόλης συστοιχίες 6 – 7 μεγάλων κοίλων κατόπτρων τα οποία εστίαζαν το ηλιακό φως πάνω στα ρωμαϊκά καράβια και τα έκαιαν. Η πυρπόληση των καραβιών με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο τρομοκρατούσε τους Ρωμαίους στρατιώτες. Ο ιστορικός Ανθέμιος (6ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει ότι τα κάτοπτρα είχαν εξαγωνικό σχήμα, ήταν χάλκινα με στιλβωμένες επιφάνειες για να αυξάνεται η ικανότητα τους να αντανακλούν το φως.
Χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος αναφέρει ότι πολλές φορές οι Ρωμαίοι στρατιώτες, τόσο του πεζικού , όσο και τα πλοία, τράπηκαν σε φυγή όταν διέκριναν επί των τειχών τα φοβερά όπλα του Αρχιμήδη. Το 1973, ο ερευνητής Ι. Σακκάς τοποθέτησε στον ναύσταθμο Σαλαμίνας 70 επιχαλκωμένα κοίλα κάτοπτρα. Με αυτά κατόρθωσε να εστιάσει το ηλιακό φως σε μια βάρκα, που βρισκόταν σε απόσταση 70 μέτρων. Η βάρκα πήρε φωτιά . Το πείραμα του πιο πάνω ερευνητή απόδειξε ότι οι μαρτυρίες των αρχαίων ιστορικών για το κατόρθωμα του Αρχιμήδη ήταν αληθινό.
Το πείραμα, καθώς και αναπαράσταση της καύσης ενός πλοίου, βρίσκεται στο δεύτερο σχέδιο. Για 8 ολόκληρους μήνες οι Συρακούσιοι στηριγμένοι στην ιδιοφυΐα του Αρχιμήδη κατόρθωναν να αποκρούουν τις επιθέσεις του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκελου. Μόνο με προδοσία κατόρθωσε ο τελευταίος να μπει μέσα στην πόλη και να την καταλάβει. Αμέσως μετά, έδωσε εντολή να συλλάβουν ζωντανό τον Έλληνα σοφό.
Ασφαλώς θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις του για την κατασκευή όπλων για τον ρωμαϊκό στρατό. Ένας Ρωμαίος στρατιώτης μπήκε στο σπίτι του σοφού Έλληνα, που απορροφημένος με σχέδια και μαθηματικούς υπολογισμούς δεν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και είπε στον στρατιώτη να μην τον ενοχλήσει. Ο αγροίκος στρατιώτης, που σίγουρα δεν είχε καταλάβει ποιον είχε μπροστά του, τράβηξε το σπαθί και σκότωσε τον σοφό Συρακούσιο.
ΤΟ ΑΤΜΟΠΥΡΟΒΟΛΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΗ
Η εικόνα που έχουμε για τον πόλεμο στα αρχαία χρόνια περιέχει πολεμιστές με ακόντια, σπαθιά, ασπίδες, κράνη και άλλα παρόμοια όπλα. Ο Λεονάρτο ντα Βίτσι (1452 – 1519) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σοφούς όλων των εποχών. Ασχολήθηκε με όλες τις επιστήμες και τις τέχνες χωρίς να αφήσει αμελέτητο κανένα κομμάτι της ανθρώπινης γνώσης. Ήταν ζωγράφος, γλύπτης, μηχανικός, αρχιτέκτονας, φυσιογνώστης, ανατόμος, φιλόσοφος, μουσικός, λογοτέχνης. Ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων του το κατέκτησε με την μελέτη έργων των αρχαίων Ελλήνων σοφών, καθώς είχε πρόσβαση σε σπάνια αρχαία χειρόγραφα.
Ανάμεσα στα έγγραφα αυτά υπήρχε και ένα του αρχαίου Έλληνα σοφού Αρχιμήδη, το οποίο περιέγραφε την κατασκευή ενός πυροβόλου όπλου, που έριχνε σιδερένιες μπάλες με τη δύναμη του ατμού. Ο Λεονάρτο ντα Βίτσι με βάση τις σημειώσεις του αρχαίου σοφού, ανακατασκεύασε το πυροβόλο. Την κατασκευή του αυτή την ονόμασε ΑΡΧΙΤΡΟΝΙΤΟ. Ο Ντα Βίτσι που ήταν όχι μόνο σοφός επιστήμονας, αλλά και τίμιος άνθρωπος, δεν έκρυψε ποτέ του ότι το έργο αυτό δεν ήταν δικό του αλλά του Αρχιμήδη. Αυτό φαίνεται και στο όνομα του όπλου, τα τέσσερα πρώτα γράμματα του οποίου, είναι παρμένα από το όνομα του Αρχιμήδη. ( ΑΡΧΙ-ΤΡΟΝΙΤΟ)
Αποτελείτο από ένα μεγάλο ξύλινο σωλήνα, ο οποίος ήταν ενωμένος με μεγαλύτερο μεταλλικό κιβώτιο, που το θέρμαιναν σε πολύ ψηλές θερμοκρασίες, αναμμένα κάρβουνα. Μέσα στο σωλήνα υπήρχε σιδερένια σφαίρα. Η σφαίρα πιεζόταν με ξύλινο δοκάρι που έφτανε μέχρι το στόμιο της κάννης και το έκλεινε. Από πάνω από τον σωλήνα υπήρχε δοχείο με νερό, ανοίγοντας δε ένα διακόπτη, μέρος του χυνόταν στον σωλήνα, που λόγω της μεγάλης θερμοκρασίας του το εξάτμιζε σχεδόν αμέσως. Η πίεση του ατμού έσπαζε το δοκάρι και εκτόξευε τη σφαίρα σε μεγάλη απόσταση.
Με την στιγμιαία εξάτμιση 6 λίτρων νερού, μπορούσε να ρίξει μια σφαίρα βάρους 40 κιλών (ενός ταλάντου) και διαμέτρου 30 εκ. σε απόσταση 1100 μέτρων.(6 στάδια που το μήκος του καθενός ήταν 185 μέτρα). Με βάση υπολογισμούς που έκανε ο επιστήμονας Ιωάννης Σακκάς η μέγιστη ταχύτητα του βλήματος έφτανε τα 150 μέτρα το δευτερόλεπτο (540 χιλιόμετρα την ώρα), που είναι ίση με την ταχύτητα ενός πολεμικού αεροπλάνου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η διάμετρος της κάννης του όπλου ήταν 40 εκατοστά, από τα οποία τα 10 εκ. αντιπροσώπευαν το πάχος των τοιχώματος.
Η ταχυβολία του όπλου ήταν μια βολή το λεπτό. Με βάση υπολογισμούς του ιδίου επιστήμονα, η κλίση της κάννης ως προς το έδαφος θα πρέπει να ήταν 45º. Αν ο Αρχιμήδης, που η εφεύρεση του χρησιμοποιήθηκε από τους Συρακούσιους για απόκρουση της Ρωμαϊκής επίθεσης είχε 4 – 5 τέτοια όπλα, θα μπορούσε να κάνει μια βολή κάθε 10 – 15 δευτερόλεπτα, γεγονός που φανερώνει ικανοποιητική ταχυβολία. Ο Αρχιμήδης είχε προηγηθεί 1500 χρόνια από τους Ευρωπαίους, που κατασκεύασαν το πρώτο κανόνι , με χρήση πυρίτιδας μόλις το 1300 μ.Χ.
Ο ΑΤΕΡΜΩΝ ΚΟΧΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΗ
Είναι δεκάδες τα εφευρήµατα αυτής της διάνοιας που λεγόταν Αρχιµήδης και που το όνοµά του προκαλεί δέος ακόµη και στις µέρες µας. Τροµερό µαθηµατικό και φυσικό µυαλό µε πλήθος επινοήσεων εξαιρετικής χρησιµότητας στη γεωµετρία, την υδραυλική, την οπτική, την αρχιτεκτονική, κ.λπ.
Από τα πιο ξακουστά είναι φυσικά τα κάτοπτρα µε τα οποία κατέκαυσε τα Ρωµαϊκά πλοία που πολιορκούσαν τις Συρακούσες, καθώς και οι τεράστιοι ανυψωτικοί µηχανισµοί – δαγκάνες που «συλλάµβαναν» τις Ρωµαϊκές γαλέρες και τις κατέστρεφαν αφήνοντάς τες να πέσουν από ψηλά στη θάλασσα. Ιδιαίτερα η καύση των πλοίων µε κάτοπτρα µελετήθηκε το 1973 σε πείραµα του Ιωάννη Σακκά στο Κέντρο Εκπαίδευσης Παλάσκα στη Σαλαµίνα, αλλά και πρόσφατα (2006) από το Μ.Ι.Τ. (Ινστιτούτο Τεχνολογίας Μασαχουσέτης).
Ο Ατέρµων Κοχλίας επινοήθηκε από τον µεγάλο Συρακούσιο µαθηµατικό και µηχανικό κατά τη διάρκεια µιας επίσκεψής του στην Αίγυπτο το 250 π.Χ. µετά από πρόσκληση του Πτολεµαίου του Β΄ του Φιλάδελφου. Εκεί ο Αρχιµήδης είδε τους χωρικούς να ταλαι̟ωρούνται στην άρδευση των χωραφιών τους µε µια άλλη Ελληνική εφεύρεση της εποχής του Χαλκού, το Κηλώνιον (στα Αραβικά shaduf, χρησιµοποιείται ακόµα σε ορισµένες ̟εριοχές). Ο Αρχιµήδης θέλησε να εκσυγχρονίσει τη διαδικασία άντλησης ύδατος.
Έτσι επινόησε τον ατέρµων κοχλία. Όπως µας παραδίδουν ο Αγαθαρχίδης, ο ∆ιόδωρος Σικελιώτης, ο Ποσειδώνιος, αλλά και ο Στράβων, το πρωτότυπο αποτελείτο από έναν κυλινδρικό σωλήνα περίπου 5 µέτρων και διαµέτρου περίπου 30 ως 35 εκατοστών. Ήταν χωρισµένος σε ζυγό αριθµό (4 ή 8) τµηµάτων µε έλικες (γι’ αυτό και ο µηχανισµός ήταν γνωστός και µε το όνοµα έλιξ) που ανύψωναν το νερό, και ήταν αρχικά χειροκίνητος (αργότερες βελτιώσεις περιέλαβαν κίνηση από ζώα αλλά και από τον άνεµο).
Η ονομασία «κοχλίας» οφείλεται στο σχέδιο, τη μορφή του οργάνου, που μοιάζει με κέλυφος σαλιγκαριού (κοχλίας). Με την ονομασία κοχλίας μεταφέρθηκε και στη Λατινική γλώσσα ως coclea-cochlia, ενώ συχνά πυκνά ονομαζόταν και «έλιξ» (σπείρα). Το όργανο αυτό το συναντάμε στους Ελληνικούς παπύρους που έχουν διασωθεί, με διαφορετικές ονομασίες, όπως π.χ όργανον, ξυλικόν όργανον, κυκλευτήριον, πήγματα, βάλανοι, κυκλευτής, ενώ οι χειριστές του αποκαλούνται οργανισταί κυκλευταί, κυκλεύοντες το όργανον.
Η φθαρτότητα του υλικού κατασκευής έχει περιορίσει στο ελάχιστο τα αρχαιολογικά ευρήματα του κοχλία. Παρόλα αυτά υπάρχουν στοιχεία τόσο από αναπαραστάσεις όσο και από σύγχρονες χρήσεις του ο οποίος παρέμεινε αμετάβλητος κατά το πέρασμα των αιώνων. Σε μια νωπογραφία της Πομπηίας βλέπουμε την αναπαράσταση ενός Αιγυπτιακού κοχλία που μπορεί να χρονολογείται γύρω στο 80 π.Χ. Αυτή η αναπαράσταση και οι δυο τερακότες της Ελληνιστικής περιόδου (που βρίσκονται η μια στο Βρετανικό Μουσείο και η άλλη στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Καΐρου) μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούταν ο κοχλίας:
Ένας άνθρωπος στηριζόμενος σ’ ένα οριζόντιο δοκάρι που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο κάθετα υποστυλώματα κινούσε με τα πόδια του τον κοχλία, που βρισκόταν σε οριζόντια θέση. Αυτός ο τρόπος χρήσης γινόταν για την μεταφορά νερού από ένα οριζόντιο σημείο σε άλλο, διαφορετικά οποιαδήποτε κλίση του κοχλία δεν επιτρέπει την ποδοκίνητη περιστροφή του οργάνου. Η εκτεταμένη χρήση και εξάπλωση του κοχλία, που χρονολογείται από το 220 π.Χ, οφείλεται κυρίως (όπως προαναφέρθηκε) στο γεγονός ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε στης κτήσεις της σχεδόν όλη τη Μεσόγειο διευκολύνοντας έτσι την ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσεων.
Το ίδιο συνέβη αργότερα με την Αραβική εξάπλωση που έφτασε ως την Ισπανία και χάρη στην οποία βρίσκουμε τον κοχλία σε πολλές Ευρωπαϊκές περιοχές να χρησιμοποιείται ως το τέλος του Μεσαίωνα, αλλά και πολύ αργότερα το 1475, όταν ανακαλύπτουμε αποξηραντικούς ανεμόμυλους με Αρχιμήδειους κοχλίες να χρησιμοποιούνται στους Άγιους Τόπους.
Η ανακάλυψη του ατέρμονος κοχλία, κοινώς υδρόβιδας ή «κοχλίας του Αρχιμήδη», υπήρξε μια απλή αλλά και πολύ σημαντική εφεύρεση που συνέβαλε στην επίλυση πολλών καθημερινών πρακτικών προβλημάτων. Ο ατέρµων κοχλίας χρησιµοποιείται αυτούσιος ακόµη και σήµερα σε πολλές υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόµενες χώρες (κυρίως της βόρειας Αφρικής), ενώ η αρχή λειτουργίας του εφαρµόζεται και σε σύγχρονες εγκαταστάσεις διαχείρισης υδάτινων πόρων ή υγρών λυµάτων.
Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ
Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ
Η Γη είναι μια τεράστια σφαίρα. Περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, ολοκληρώνοντας μια περιστροφή σε ένα χρόνο, και γύρω από τον άξονα της σε 24 ώρες. Το σφαιρικό σχήμα της γης μπορούμε να το δούμε βλέποντας τις φωτογραφίες της που έστειλαν οι δορυφόροι και τα διαστημόπλοια. Μέχρι πριν 400 χρόνια οι άνθρωποι ζώντας μέσα στην αμάθεια πίστευαν ότι η γη ήταν επίπεδη, ότι ο ήλιος και τ’ αστέρια γύριζαν γύρω από την Γη. Χίλια χρόνια ζοφερού Μεσαίωνα και προκαταλήψεων είχαν σβήσει την γνώση που είχε γεννηθεί στην κοιτίδα του πολιτισμού, την Αρχαία Ελλάδα.
Εκεί πριν 2300 χρόνια ο άνθρωπος ανακάλυψε το σχήμα της γης και μέτρησε τις διαστάσεις της. Ο Αρίσταρχος έζησε στη Σάμο, μεταξύ του 320 και του 250π.Χ. Ασχολήθηκε με την αστρονομία σε όλη του τη ζωή. Πρώτος αυτός εξακρίβωσε και δίδαξε ότι η Γη είναι σφαίρα και ότι περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Ο τελευταίος αποτελούσε για τον Σάμιο αστρονόμο το κέντρο του σύμπαντος. Γύρω από τον ήλιο περιστρέφονταν οι 7 γνωστοί πλανήτες μαζί τους και η γη. Η αστρονομική ιδιοφυία του Αρίσταρχου είναι αξιοθαύμαστη αν σκεφτούμε ότι δεν είχε τα επιστημονικά μέσα που έχουν οι σύγχρονοι επιστήμονες.
Οι άνθρωποι τότε δεν κατάλαβαν την θεωρία του και συνέχισαν να πιστεύουν ότι η Γη είναι επίπεδη και ο ήλιος κινείται γύρω από αυτήν. 18 ολόκληρους αιώνες μετά τον Αρίσταρχο, ο Πολωνός αστρονόμος Νικόλαος Κοπέρνικος στο έργο του «Περί της κινήσεως των ουρανίων σωμάτων» ανακαλύπτει ξανά το ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Κοπέρνικος είχε μελετήσει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς από τους οποίους πληροφορήθηκε για τις απόψεις του Αρίσταρχου, τις οποίες αποδέκτηκε και επέκτεινε. Οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι δεν ανακάλυψαν μόνο το γεγονός πως η Γη είναι μια σφαίρα που κινείται γύρω από τον ήλιο.
Η δόξα της μέτρησης των διαστάσεων της γης ανήκει σε αρχαίο Έλληνα επιστήμονα τον Ερατοσθενη. Ο Ερατοσθένης που γεννήθηκε στην Κυρήνη, αποικία της Θήρας στην Β. Αφρική, το 276 π.Χ. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, την φυσική, την γεωγραφία και την αστρονομία και έγραψε σπουδαία βιβλία. Ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος ο Γ” (246 – 222 π.Χ.), ανάθεσε στον Κυρήνιο σοφό την διεύθυνση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης του αρχαίου κόσμου.
Ακόμα αναγνωρίζοντας την πολυμάθεια του, του ανάθεσε την διαπαιδαγώγηση του διαδόχου του Αιγυπτιακού θρόνου. Πολύ γνωστό είναι το κόσκινο του Ερατοσθένη που είναι μέθοδος εύρεσης πρώτων αριθμών. Δυστυχώς σώθηκε μόνο ένα μικρό μέρος των εργασιών του. Έγραψε το έργο «Γεωγραφικά», στο οποίο μέτρησε με καταπληκτική προσέγγιση το μήκος του Μεσημβρινού της Γης, (με μια βέργα και ένα πηγάδι) τον οποίο υπολόγισε σε 39.400 χλμ., αντί για 39.480 χλμ, που υπολογίζεται σήμερα.
Η διαφορά των 80 χλμ. θεωρείται από τη σημερινή επιστήμη μηδαμινή, αφού ο Ερατοσθένης έκανε τους υπολογισμούς του 2.500 περίπου χρόνια πριν, χρησιμοποιώντας για τη μέτρηση έναν απλό στύλο, ενώ η επιστήμη σήμερα έχει στη διάθεσή της τέλεια όργανα και μέσα, όπως γωνιόμετρα, τεχνητούς δορυφόρους, ακτίνες λέιζερ κ.ά. Η ιδέα του ήρθε όταν παρατήρησε ότι στη πόλη που ήταν, στη Συήνη, και κατά τη διάρκεια του θερινού ηλιοστάσιου (22 Ιουνίου), ο ήλιος καθρεφτιζόταν ακριβώς κάθετα στα νερά μιας λίμνης.
Σε έναν πάπυρο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας ο Ερατοσθένης διάβασε κάτι που τράβηξε την προσοχή του. Στη Συήνη (σημερινό Ασσουάν), το μεσημέρι της μέρας του θερινού ηλιοστασίου (21 Ιουνίου, η πιο μεγάλη μέρα του έτους), το ηλιακό φως έπεφτε στο νερό του πηγαδιού χωρίς να σχηματίζει καμιά σκιά. Από την άλλη, στην Αλεξάνδρεια -που είναι κτισμένη στις εκβολές του Νείλου ποταμού 800 χιλιόμετρα βοριότερα του Ασσουάν- οι ακτίνες του ήλιου σχηματίζουν σκιά σε έναν γνώμονα (ένα στέλεχος που στερεώνεται κάθετα σ΄ ένα οριζόντιο επίπεδο).
Εφόσον η Αλεξάνδρεια βρίσκεται βορειότερα της Συήνης και μάλιστα βρίσκεται στον ίδιο περίπου μεσημβρινό μ’ αυτήν, ένας πάσσαλος ή ένας οβελίσκος (στο ρόλο του γνώμονα) θα παρουσιάζει στην περιοχή αυτή μήκος σκιάς το μεσημέρι της μέρας του θερινού ηλιοστασίου. Με άλλα λόγια, η διεύθυνση των ακτίνων του Ήλιου θα σχηματίζει κάποια γωνία με την κατακόρυφο, κάτι που επαλήθευσε ο Ερατοσθένης στην Αλεξάνδρεια. Ένας πάσσαλος όμως στη Συήνη δεν θα δημιουργούσε σκιά.
Τον επόμενο χρόνο την ίδια μέρα παρατήρησε ότι ο ήλιος έδινε στο φάρο της Αλεξάνδρειας, που είχε γνωστό ύψος, σκιά γωνίας 7 μοιρών. Εφόσον ήξερε ότι η απόσταση μεταξύ Συήνης και φάρου ήταν 5000 σταδία (γύρω στα 800 χλμ) και φυσικά οι ακτίνες του ήλιου ήταν πάντα κάθετες, υπολόγισε τη περιφέρεια της γης. Ο Ερατοσθένης μέτρησε το μήκος του Μεσημβρινού της Γης εκτελώντας το ακόλουθο πείραμα:
Την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου (είναι η μέρα με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια. Συμπίπτει με την 21η Ιουνίου κάθε χρόνου), ο Έλληνας σοφός παρατήρησε ότι οι ακτίνες του ήλιου στην Συήνη (σημερινό Ασσουάν) φωτίζουν κατά το μεσημέρι τον πυθμένα των πηγαδιών και άρα πέφτουν κάθετα στη γη. Την ίδια μέρα και ώρα στην Αλεξάνδρεια, που βρίσκεται βόρεια της Συήνης, οι ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τη γη υπό γωνία 7,2 μοιρών. Η γωνία που σχηματίζουν με την κατακόρυφο οι ηλιακές ακτίνες στην Αλεξάνδρεια είναι ίση με την επίκεντρο γωνία που αντιστοιχεί στο τόξο Συήνη – Αλεξάνδρεια.
Η γωνία αυτή αντιστοιχεί, στο 1/50 της πλήρους γωνίας που είναι 360 μοίρες. Η πλήρης γωνία συμπίπτει με τον κύκλο. Η απόσταση Συήνης Αλεξάνδρειας λοιπόν ισοδυναμούσε με το 1/50 του Μεσημβρινού της Γης. Ο Ερατοσθένης ήξερε ότι η απόσταση αυτή ήταν ίση με 5040 στάδια, άρα υπολόγισε το μήκος του Μεσημβρινού της Γης σε 50 x 5040 = 252000 στάδια. Αν υπολογίσουμε όμως ότι το Αλεξανδρινό στάδιο ισοδυναμούσε με 157,5 μέτρα, τότε τα 252.000 στάδια ισοδυναμούν με 39.690 χιλιόμετρα.
Σήμερα με τη χρήση των πιο συγχρόνων τεχνολογικών μέσων οι επιστήμονες υπολόγισαν το μήκος του Μεσημβρινού της Γης σε 40000 χιλιόμετρα. Η μέτρηση λοιπόν του Ερατοσθένη αποτελεί μια εκπληκτική προσέγγιση, αν σκεφτούμε τα μέσα της εποχής εκείνης. Ένα ακόμα κατόρθωμα του αθάνατου Ελληνικού πολιτισμού.
ΟΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οι αρχαίοι Έλληνες μπορούσαν να ανταλλάσουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και σε γρήγορο χρόνο πληροφορίες, τόσο κατά την περίοδο των πολέμων όσο και σε περίοδο ειρήνης. Με το εφευρετικό τους μυαλό είχαν κατορθώσει να σχεδιάσουν ένα σύστημα από μηχανισμούς που τους επέτρεπαν να φτάσει στο τελικό δέκτη οποιοδήποτε μήνυμα ήθελαν, διανύοντας ακόμα και 700 χλμ σε περίπου μία ώρα. Στη σημερινή εποχή είναι πολύ εύκολο να επικοινωνήσουμε στιγμιαία με όλο τον κόσμο.
Τηλέφωνα, τηλέτυπα, διαδίκτυο, τηλεόραση και τόσα άλλα μέσα βοηθούν στη στιγμιαία μετάδοση ειδήσεων και την επικοινωνία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο σε ελάχιστο χρόνο. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν φυσικά τα σημερινά τεχνολογικά μέσα. Όμως είχαν κατορθώσει να μεταδίδουν μηνύματα σε μεγάλες αποστάσεις σε μικρό χρόνο με την χρήση ενός είδους υδραυλικού τηλέγραφου που οι αρχαίοι ονόμαζαν πυρσεία. Οι πυρσοί είναι ένα είδος ξύλου, εμπλουτισμένου με εύφλεκτο υγρό, που ανάβουν και φωτίζουν τον γύρο χώρο.
- Υδραυλικός Τηλέγραφος
O υδραυλικός τηλέγραφος είναι ένα σύστημα επικοινωνίας σε μεγάλες αποστάσεις που εφευρέθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Αρκάδα στρατηγό Αινεία τον Τακτικό. Βρισκόταν εγκατεστημένος σε ψηλούς λόφους, που βρίσκονταν σε απόσταση 20 – 30 χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλο. Στην κορυφή κάθε λόφου υπήρχε ο «τηλεγραφητής», αρκετοί πυρσοί έτοιμοι να ανάψουν, και όμοια κυλινδρικά δοχεία γεμάτα με νερό. Στην επιφάνεια του νερού επέπλεε φελλός ενωμένος με ένα μικρότερο κυλινδρικό ραβδί . Στα τοιχώματα των μικρού κυλινδρικού ραβδιού υπήρχαν μηνύματα όπως «Δεχόμαστε επίθεση», «Στείλτε ενισχύσεις» κλπ.
Ο Αινείας ο Τακτικός συνδύασε τους πυρσούς και τη μηχανική έτσι ώστε η επικοινωνία μεταξύ του αποστολέα και του δέκτη να περιέχει σαφείς πληροφορίες, όπως,για παράδειγμα, «πεζικό με βαρύ οπλισμό» κ.α. Βασική προϋπόθεση για τη σωστή μετάδοση του μηνύματος ήταν οι υδραυλικοί τηλέγραφοι να είναι όμοιοι. Θα έπρεπε επίσης τα κεραμικά αγγεία να έχουν το ίδιο μέγεθος σε πλάτος και βάθος. Τις ίδιες διαστάσεις είχαν και οι φελλοί, στους οποίους στηρίζονταν μεταλλικές ράβδοι, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε ίσα μέρη, τριών δαχτύλων το καθένα.
Εκεί υπήρχε ευκρινής διαχωρισμός και σε κάθε ράβδο αναγράφονταν τα κυριότερα και τα γενικότερα που συνέβαιναν στους πολέμους. Επίσης μια ακόμα βασική προϋπόθεση για να διαβαστεί σωστά το μήνυμα ήταν οι τρύπες των αγγείων να έχουν την ίδια διάμετρο έτσι ώστε να φεύγει η ίδια ποσότητα νερού. Οι υδραυλικοί τηλέγραφοι βρίσκονταν πάντα σε υψόμετρα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη οπτική επαφή. Η απόσταση που είχαν μεταξύ τους δύο ή περισσότεροι τηλέγραφοι δεν ήταν σταθερή, παρ” όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνήθως ξεπερνούσε τα δεκάδες χιλιόμετρα.
Κάθε μήνυμα είχε ύψος 6 εκατοστά. Στην βάση κάθε δοχείου υπήρχε βρύση την οποία ο τηλεγραφητής μπορούσε να ανοιγοκλείνει. Ο χρόνος που χρειαζόταν για να κατεβεί το ύψος του νερού σε ένα μήνυμα ήταν μετρημένος και ίδιος σε όλα τα δοχεία. Όταν ο τηλεγραφητής ήθελε να στείλει μήνυμα, άναβε τον πρώτο πυρσό. Αμέσως ο τηλεγραφητής στο απέναντι βουνό καταλάβαινε ότι επρόκειτο να λάβει μήνυμα και άναβε τον πυρσό του για να δείξει την ετοιμότητα του να δεχτεί το μήνυμα. Όταν ο αποστολέας του μηνύματος άναβε δεύτερο πυρσό, άνοιγαν ταυτόχρονα τις βρύσες των κυλινδρικών δοχείων και στα 2 βουνά.
Όσο άδειαζε ο μεγάλος κύλινδρος τόσο ο φελλός κατέβαινε και ο μικρός κύλινδρος που ήταν συνδεδεμένος με τον μεγάλο έμπαινε μέσα του. Όταν ο αποστολέας άναβε τον τρίτο πυρσό οι 2 βρύσες έκλειναν. Ο τηλεγραφητής του απέναντι φυλακίου, που ήταν ο παραλήπτης του μηνύματος, έβλεπε το μήνυμα που υπήρχε στον μικρό κύλινδρο και δεν είχε μπει στον μεγάλο και το μετέδιδε στο επόμενο φυλάκιο επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία, αυτό στο επόμενο, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Ο υδραυλικός τηλέγραφος ήταν ένα αποτελεσματικό και γρήγορο μέσο για μετάδοση πληροφοριών.
Λέγεται ότι το μήνυμα της πτώσης της Τροίας έφτασε στις Μυκήνες με τον τρόπο αυτό σε ελάχιστο χρόνο, ίσως 1-2 ώρες, ενώ τα καράβια θα ήθελαν εβδομάδες και μήνες για να το μεταφέρουν. Χρησιμοποιήθηκε και στους Περσικούς Πολέμους για την μετάδοση σημαντικών μηνυμάτων. Τις πληροφορίες για τον υδραυλικό τηλέγραφο διέσωσε ο αρχαίος συγγραφέας Πολύβιος. Χάρη σ’ αυτόν γνωρίζουμε την πολύτιμη αυτή πληροφορία που δείχνει το ψηλό επίπεδο του τεχνολογικού πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων.
- Ημεροδρόμοι
Το πρώτο σχέδιο των Ελλήνων για τη μεταφορά πληροφοριών αποτελεί η χρήση των ημεροδρόμων. Ήταν άνθρωποι γνωστοί για τις ικανότητές τους στο τρέξιμο στους οποίους εμπιστεύονταν τη μεταφορά μηνυμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο πιο γνωστός ημεροδρόμος που έμεινε και στην ιστορία ήταν ο Φειδιππίδης, ο οποίος πήγε από την Αθήνα στο Μαραθώνα και μετά πάλι πίσω στην Αθήνα το μήνυμα της νίκης χωρίς καμία στάση και πέθανε από εξάντληση.
Οι ημεροδρόμοι είχαν αποκτήσει το σεβασμό και κοινωνική καταξίωση σε σημείο να τους έχουν αφιερωθεί και ναοί (Τάλβυθος ημεροδρόμος του Αγαμέμνωνα στον οποίο οι Σπαρτιάτες αφιέρωσαν ναό). Ενδέχεται κάποιοι από τους ημεροδρόμους να ήταν έφιπποι ειδικά όταν ήταν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Αυτή ήταν η αρχική μορφή του συστήματος των ημεροδρόμων που στη πορεία αναβαθμίστηκε και βελτιώθηκε με τη δημιουργία σταθμών στους οποίους οι αγγελιαφόροι πλέον άλλαζαν τα άλογά τους και ξεκουράζονταν ή άλλαζε και ο αγγελιαφόρος.
- Τηλεβόας
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που συνέλαβε τη ιδέα της αναπαραγωγής ήχων μέσω του ακουστικού τηλέγραφου ο οποίος μπορούσε να μεταφέρει τους ήχους μέσω του αέρα σε μακρινές αποστάσεις. Αποτελούνταν από ένα τρίποδο ύψους τεσσάρων μέτρων ενωμένο στη κορυφή, από την οποία ξεκινούσε ένα σκοινί που συγκρατούσε ένα στρογγυλό ηχητικό κέρας μεγάλου μεγέθους.
- Φρυκτωρίες
Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης στην αρχαία Ελλάδα με σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα). Ο Αισχύλος στο έργο του Αγαμέμνων περιγράφει την είδηση της πτώσης της Τροίας, η οποία μεταδόθηκε ως τις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες. Ενδιάμεσοι σταθμοί μεταδόσεως υπήρχαν στην Ίδη της Μυσίας, στο Ακρωτήρι της Λήμνου (σημερινή Πλάκα), στον Άθω, στο βουνό Μάκιστο και στις πλαγιές του Αραχναίου. Το σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες μέχρι το 1850 αλλά μπορούσε να μεταφέρει μηνύματα μόνο με ένα κοινό κώδικα.
Το γεωγραφικό στήσιμο, η κατοχή, η διαχείριση και συντήρηση αυτών των επικοινωνιακών δικτύων από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επικράτηση και την επέκτασή του. Το δίκτυο αυτό χρησιμοποιείτο τόσο κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, όσο και κατά την διάρκεια της ειρήνης, όταν τα νέα και οι διαταγές των αρχόντων έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο δυνατό στον προορισμό τους. Κάτι τέτοιο αφορούσε κυρίως τις αυτοκρατορίες, των οποίων οι αχανείς εκτάσεις έκαναν πολύ δύσκολη τη σχετικά γρήγορη ενημέρωση.
Η φωτιά και κατ” επέκταση το φως ήταν βασική προϋπόθεση για να μεταφερθεί το μήνυμα σύντομα και σε μεγάλη απόσταση. Η χρήση φωτεινών σημάτων κυρίως χρησιμοποιήθηκε στο πόλεμο για να μεταφέρουν τις διαταγές των ανωτέρων. Τα οπτικά σήματα μπορούσαν να αναπαράγουν πληροφορίες μεγάλης ποικιλίας. Για παράδειγμα η Μήδεια, υψώνοντας ένα αναμμένο πυρσό ειδοποίησε τους Αργοναύτες να σπεύσουν στη Κολχίδα. Για τη μετάδοση των οπτικών σημάτων με έντονους καπνούς ή στήλες καπνού ήταν απαραίτητη η κατασκευή ειδικών κτισμάτων σε υπερηψωμένα σημεία, τα οποία ονομάζονταν φρυκτωρίες.
Για τα φωτεινά σήματα που ανταλλάσσονταν μέσω των φρυκτών (πυρσών) είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων και οι δύο πλευρές για τη μετάφραση των μηνυμάτων. Όπως εκτιμούν οι μελετητές ο πρώτος που χρησιμοποίησε τηλεπικοινωνιακούς πύργους για τη μετάδοση μηνυμάτων ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος σε δύο κωμοπόλεις της Δυτικής Μεσογείου, την Αβύλη και την Κάπλη, έστησε τις γνωστές Ηράκλειες Στήλες, που έπαιζαν το ρόλο φάρου στα διερχόμενα πλοία. Από τα γνωστότερα παραδείγματα μετάδοσης μηνυμάτων με σήματα φωτιάς ήταν η είδηση της πτώσης της Τροίας στον εκπληκτικό χρόνο ρεκόρ για την εποχή της μιας ημέρας.
Πολλά από τα φωτεινά σήματα ανταλλάσσονταν τη νύχτα στη θάλασσα μεταξύ πλοίων, μεταξύ πλοίων και ξηράς και γενικά τα περισσότερα από αυτά αντιστοιχούσαν σε προσυμφωνημένα μηνύματα. Τα φωτεινά αυτά σήματα οι Έλληνες τα ονόμαζαν «πυρσούς» ή «φρύκτους» και από εδώ γνωρίζουμε και τους «φίλιους φρύκτους» ή τους «πολέμιους φρύκτους». Συγκεκριμένα όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, όταν στο στρατόπεδο έρχονταν φίλοι, οι στρατιώτες ύψωναν απλώς τους αναμμένους πυρσούς (φίλιοι φρύκτοι), ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί, οι πυρσοί ανέμιζαν δεξιά – αριστερά (πολέμιοι φρύκτοι).
Οι πυρσοί αυτοί στη διάρκεια της ημέρας απλώς έβγαζαν πολύ καπνό, που σήμαινε ότι χρησιμοποιούσαν εύφλεκτα υλικά, στα οποία πολλοί ιστορικοί αποδίδουν τις λέξεις / φράσεις φρύκτους ανίσχειν, πυρσεύειν, φρυκτωρεύω (γνωστοποιώ είδηση από μεγάλη απόσταση) και φρυκτωρίες. Οι φρυκτωρίες εκμεταλλευόμενες τα νησιά του Αιγαίου και την ορεινή μορφολογία του Ελλαδικού χώρου, χρησιμοποιούν την φωτιά και έναν κώδικα αναπαράστασης γραμμάτων για την μετάδοση αξιόπιστων μηνυμάτων σε πολλά χιλιόμετρα (έως και 130). Στην ουσία μιλάμε για την προϊστορία του τηλέγραφου.
Αν ήταν νύχτα, οι υπεύθυνοι στρατιώτες στην φρυκτωρία (φρυκτωροί) άναβαν λαμπρές φωτιές για την μετάδοση σημάτων, ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιούσαν πυκνό καπνό. Κατά την πτώση της Τροίας το μήνυμα ταξίδεψε από την Τροία στο Ερμαίο της Λήμνου, από εκεί στον Άθω, στις κορυφές του Μακίστου στην Εύβοια και στη κορυφή του Κιθαιρώνα. Από εκεί το μήνυμα μεταφέρθηκε στη λίμνη Γοργώτη, στο Αγίπλαγκτο (Μέγαρα) και στη συνέχεια η φωτεινή λωρίδα υπερπήδησε το Σαρωνικό κόλπο κι έφτασε στο Αραχναίον κοντά στις Μυκήνες κι από εκεί ημεροδρόμοι το μετέφεραν στο ανάκτορο των Ατρειδών.
Σημαντικός σταθμός οπτικών τηλεπικοινωνιών ήταν το «καιροσκοπείο» στην κορυφή του Άθω (κατά τον Αναξίμανδρο) με ιστορία που ξεκινάει από τη Γιγαντομαχία της μυθολογίας. Φρυκτωρία με ξεχωριστή ιστορία είναι και η βουνοκορφή του Μεσσάπιου της Εύβοιας αλλά και του πύργου του Δρακάνου (4ος π.Χ. αιώνας) στη Ανατολική Ικαρία, της Ανάφης, της Γιούχτας (Κνωσός), του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το Άκτιο, το ακρωτήριο του Σίδερο, κ.ά. Πολλά απ” αυτά τα σημεία είναι και σήμερα φάροι.
Η μελέτη των φρυκτωριών εμφανίζει αρκετό ενδιαφέρον αλλά και δυσκολία, τόσο γιατί πολλοί από αυτούς τους αρχαίους πύργους έχουν καταστραφεί εντελώς, όσο και γιατί για όσους διασώζονται δεν μας είναι εύκολο να τεκμηριώσουμε την χρήση τους. Αλφαβητικός Κώδικας
Όταν οι χρήστες του υδραυλικού τηλέγραφου με την πάροδο του χρόνου διαπίστωσαν δυσκολίες στην ακριβή περιγραφή των πληροφοριών όπως αναφορά σε αριθμητικές δυνάμεις του εχθρού, ήρθε ή ώρα που οι Κλεόξενος και Δημόκλειτος παρουσλιασαν την «Πυρσεία» ή αλλιώς «οπτικό τηλέγραφο». Η λειτουργία του είχε ως εξής: αρχικά διαίρεσαν το αλφάβητο σε πέντε μέρη ανά πέντε γράμματα τα οποία αναγράφονταν σε πινακίδες τις οποίες θα έπρεπε να έχουν μαζί τους όσοι θα συνομιλούσαν.
Πριν εγκαταστήσουν και τα υπόλοιπα εξαρτήματα του τηλέγραφου υπήρχε η συνεννόηση ότι οι πρώτοι -δύο στον αριθμό- πυρσοί που θα σηκώνονταν θα ήταν από εκείνον που ήθελε να αναγγείλει κάτι. Η μεταφορά των πληροφοριών θα ξεκινούσε αν κι από την απέναντι πλευρά σηκώνονταν δύο πυρσοί. Όταν κατέβαιναν όλοι οι πυρσοί, τότε εκείνος που ήθελε να αναφέρει κάτι σήκωνε τους πρώτους πυρσούς από τα αριστερά, δηλώνοντας με αυτό το τρόπο στο δέκτη ποια πινακίδα έπρεπε να εξετάσει. Αν για παράδειγμα σήκωνε τον πρώτο πυρσό , εννοούσε τη πρώτη πινακίδα κ.ο.κ.
Η δεύτερη ομάδα πυρσών χρησιμοποιούνταν για να υποδείξουν τα γράμματα που θα σχημάτιζαν τη λέξη του μηνύματος. Για την καλύτερη καταγραφή των εναλλασσόμενων πυρσών οι χρήστες χρησιμοποιούσαν κατάλληλες διόπτρες. Για την αποφυγή λαθών, εκείνος που θα σήκωνε ή θα κατέβαζε τους πυρσούς, ήταν πίσω από ένα πρόχειρα κατασκευασμένο τοίχο με σύνηθες ύψος τα δέκα μέτρα. Επειδή η συμπλήρωση ενός πλήρους μηνύματος απαιτούσε χρόνο, οι χρήστες αναγκάστηκαν να βρουν τις λέξεις με τα λιγότερα γράμματα, χωρίς όμως να χάνει το πληροφοριακό της περιεχόμενο η πρόταση.
Για να επιτευχθεί σωστά και γρήγορα η μετάδοση του μηνύματος, οι χρήστες της Πυρσείας, οι οποίοι ήταν πολίτες με άριστη γνώση ανάγνωσης, γραμματικής και ορθογραφίας, εκπαιδεύονταν καθημερινά ώστε να συνηθίσουν στον τρόπο γραφής και μετάδοσης των μηνυμάτων. Με την πάροδο του χρόνου κάποιοι βελτίωσαν τον οπτικό τηλέγραφο κάνοντας στην αρχική μορφή κάποιες παρεμβάσεις, αλλάζοντας τα γράμματα των πλακών έτσι ώστε να αποφευχθεί η υποκλοπή του μηνύματος.
- Κωδικό Μοιρογνωμόνιο (4ος αιώνας π.Χ.)
Η μέθοδος που εδώ για λόγους αναφοράς ονομάζεται «κωδικό μοιρογνωμόνιο», αποτελούσε ένα εξαιρετικά απλό σύστημα κρυπτογράφησης σύντομων μηνυμάτων. Σε δίσκο διαμέτρου 8 – 10 εκατοστών, άνοιγαν περιμετρικά 24 οπές (όσες και τα γράμματα του αλφαβήτου) και μία επιπλέον στο κέντρο. Επίσης, επί νοητής διαμέτρου με άκρο μία από τις περιφερειακές οπές, υπήρχε μια ενδιάμεση, σε απόσταση δύο περίπου εκατοστών από το κέντρο. Η οπή αυτή καθόριζε και τη θέση του πρώτου γράμματος του αλφαβήτου «Α», ενώ τα υπόλοιπα θεωρείται ότι αντιστοιχούσαν σειριακά στις υπόλοιπες 23.
Παραλλαγή του συστήματος, μπορούσε να είναι ο καθορισμός άλλου γράμματος σαν εναρκτήριο για την σειριακή ανάγνωση. Αυτό γινόταν μετά από μυστική προσυνεννόηση μεταξύ των επικοινωνιακών μερών. Το μήνυμα αποτυπωνόταν με τη βοήθεια λεπτού κορδονιού, το οποίο δενόταν στο κέντρο και από κει περνούσε διαδοχικά από τις οπές που αντιστοιχούσαν στα γράμματα του μηνύματος. Στην περίπτωση που ένα γράμμα επαναλαμβανόταν, το κορδόνι περνούσε δύο φορές από την ίδια οπή, με περιέλιξη γύρω από την περιφέρεια του δίσκου. Η ανάγνωση του μηνύματος γινόταν από το τέλος προς την αρχή, με το «ξετύλιγμα» του κορδονιού.
- Κερωμένα Δίπτυχα Πινακίδια (4ος αιώνας π.Χ.)
Τα δίπτυχα κερωμένα πινακίδια, αποτελούσαν ίσως μία από τις συμαντικότερες μεθόδους αποστολής μηνυμάτων. Το μήνυμα σκαλιζόταν πάνω σε κερί ή πίσσα που είχε απλωθεί για το λόγο αυτό στην επιφάνεια ξύλινων πλακών, ενωμένων μεταξύ τους με κάποιο είδος άρθρωσης. Για την αποτύπωση των λέξεων, εφόσον επρόκειτο για διαβαθμισμένες πληροφορίες, εφαρμοζόταν κάποια προσυμφωνημένη μέθοδος κωδικογράφησσης και η γραφή γινόταν ανάποδα, ώστε να απαιτείται κάτοπτρο για την ορθή ανάγνωσή τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραλλαγής του συστήματος, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο αυτοεξόριστος στην Περσία Σπαρτιάτης Δημάρατος (4ος αιώνας π.Χ.), έστειλε στη Σπάρτη την πληροφορία ότι ο βασιλιάς Ξέρξης σκόπευε να εκστρατεύσει εναντίον τους. Σκάλισε λοιπόν το μήνυμα στην ξύλινη επιφάνεια των πινακίδων και τις κάλυψε με κερί. Κατόπιν έστειλε τις φαινομενικά άδειες πινακίδες στη Σπάρτη, όπου η γυναίκα του βασιλιά Λεωνίδα Γοργώ, μαντεύοντας το τέχνασμα αποκάλυψε την κρυμμένη πληροφορία.
- Λακεδαιμονική Σκυτάλη (7ος αιώνας π.Χ.)
Η Λακεδαιμονική ή κρυπτεία σκυτάλη, αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο κώδικα κρυπτογράφησης με τη μέθοδοτης μετάθεσης. Το σύστημα στηριζόταν στη χρήση δύο πανομοιότυπων σκυταλών, στις οποίες τυλιγόταν μια λεπτή ταινία από κατεργασμένο δέρμα, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχουν κενά ανάμεσα στις περιελίξεις. Όταν η ταινία ξετυλιγόταν, ήταν αδύνατη η ανάγνωση του μηνύματος, παρά μόνο εάν τυλιγόταν πάλι με τον ίδιο τρόπο. Η μία σκυτάλη κρατιόταν από τους έφορους της Σπάρτης και η άλλη από τον Αρχιστράτηγο που βρισκόταν σε εκστρατεία. Η Κρυπτογραφία, είναι μια επιστήμη, που σκοπό έχει την ασφαλή μετάδοση ενός μηνύματος.
Το μήνυμα, ακόμα και αν πέσει σε λάθος χέρια θα είναι ασφαλισμένο. Αυτός που το βρήκε δεν θα μπορεί να το διαβάσει. Απλούστατα γιατί το μήνυμα θα είναι κωδικοποιημένο. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο, που μόνο ο αποστολέας και ο παραλήπτης μπορούν να το διαβάσουν, επειδή ξέρουν τον κώδικα (τρόπο) κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης. Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν ανακαλύψει ένα έξυπνο σύστημα ασφαλούς κρυπτογράφησης, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν δύο όμοιες σκυτάλες για την αποστολή και τη λήψη των μηνυμάτων.
Η περίμετρος της σκυτάλης είχε το ίδιο μήκος με τις στήλες του μηνύματος. Όταν η ταινία τυλιγόταν, το πρώτο γράμμα της πρώτης στήλης έπεφτε δίπλα από το πρώτο γράμμα της δεύτερης στήλης, αυτό δίπλα από το πρώτο γράμμα της τρίτης στήλης κ.ο.κ. Όταν όλη η ταινία τυλιγόταν γύρω από την σκυτάλη, το αρχικό μήνυμα εμφανιζόταν. Τις 2 όμοιες σκυτάλες όμως είχαν μόνο οι έφοροι και ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος των Σπαρτιατών, άρα μόνο αυτοί μπορούσαν να διαβάσουν το μήνυμα.
- Οπτικός Τηλέγραφος του Πολύβιου
Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Πολύβιος γεννήθηκε το 202 π.Χ. στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου. Σπούδασε στρατηγική και πολιτική, επιστήμες που τον βοήθησαν να γράψει πολλά ιστορικά βιβλία. Εκτός από ιστορικός είχε και το στρατιωτικό αξίωμα του Ίππαρχου. Όταν οι Ρωμαίοι κατάκτησαν την Ελλάδα, ο Πολύβιος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ρώμη. Οι Ρωμαίοι εκτίμησαν την μόρφωση του και έγινε δάσκαλος παιδιών πλουσίων Ρωμαίων. Δέκα χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε, επέστρεψε στην Ελλάδα και ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του κόσμου. Από τα ιστορικά του έργα, που υπολογίζονται σε 40, σώθηκαν ολόκληρα μόνο 5.
Από τα υπόλοιπα σώθηκαν μόνο μικρά μέρη τους. Ο αρχαίος αυτός επιστήμονας δεν έγραψε μόνο Ιστορία, αλλά κατέγραψε και τελειοποίησε μια σπουδαία εφευρέση της εποχής του. Στα βιβλία του περιγράφει μια συσκευή, με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες μετέδιδαν γραπτά μηνύματα σε μεγάλες αποστάσεις με τη βοήθεια του φωτός. Δύο χιλιάδες χρόνια πριν τα σήματα Μορς, στην αρχαία Ελλάδα μετέδιδαν μηνύματα με τον οπτικό τηλέγραφο. Ο Πολύβιος διαιρεί τα 24 γράμματα του αλφαβήτου σε 5 ομάδες. Στις 4 πρώτες έμπαιναν 5 γράμματα και στην τελευταία 4 γράμματα. Έγραψε την κάθε ομάδα σε ξεχωριστή πινακίδα.
Για την αποστολή των μηνυμάτων, χρησιμοποιούσαν εκτός από τις πινακίδες και 10 πυρσούς. Ο τηλέγραφος ήταν εγκατεστημένος πάνω σε λόφο, που είχε οπτική επαφή με άλλο λόφο σε απόσταση μέχρι 30 χιλιόμετρα. Όταν ο πρώτος τηλεγραφητής ήθελε να μεταδώσει ένα μήνυμα, άναβε 2 πυρσούς και τους κρατούσε αναμμένους μέχρι ο απέναντι τηλεγραφητής να ανάψει και αυτός 2 πυρσούς. Όταν έβλεπε τους αναμμένους πυρσούς από το απέναντι φυλάκιο, αυτό εσήμαινε ότι ο απέναντι τηλεγραφητής ήταν έτοιμος να παραλάβει το μήνυμα.
Η μετάδοση του μηνύματος γινόταν ως εξής: Στο τηλεγραφείο υπήρχαν 2 τοίχοι, σε απόσταση μερικών μέτρων μεταξύ τους. Σε κάθε τοίχο υπήρχαν 5 θέσεις στις οποίες μπορούσαν να στερεωθούν οι αναμμένοι πυρσοί. Αν το πρώτο γράμμα που ήθελε να μεταδώσει ο τηλεγραφητής μας ήταν στην δεύτερη πινακίδα, τότε στον αριστερό τοίχο τοποθετούνταν 2 αναμμένοι πυρσοί. Αυτό έστελνε στον παραλήπτη το μήνυμα, ότι το γράμμα που θα έπαιρνε βρισκόταν στη δεύτερη σειρά. Αν το μεταδιδόμενο γράμμα ήταν το τρίτο στη σειρά, στην περίπτωση μας το θ , στο δεξιό τοίχο θα ετοποθετούνταν 3 αναμμένοι πυρσοί.
ΤΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΙΛΩΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ο Φίλωνας ο Βυζάντιος έζησε στην Ελληνιστική Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων, το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλωνας, μαζί με τον Κτησίβιο και τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό, αποτέλεσαν την αξεπέραστη τριάδα των Ελλήνων μηχανικών, που τα έργα τους ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό των συγχρόνων επιστημόνων. Δημιούργησε κινούμενα αγάλματα σε μια εποχή πέραν των 2 χιλιάδων χρόνων πριν από μας. Τα αγάλματα του Φίλωνα δεν ήταν συμπαγή, αλλά στο εσωτερικό τους έκρυβαν διάφορους μηχανισμούς, που τα έκαναν να κινούνται με τη βοήθεια του νερού και του αέρα.
Ο Έλληνας σοφός περιέγραψε τα έργα του στα πολλά βιβλία που έγραψε. Από τα βιβλία αυτά σώθηκαν ως τις μέρες μας μόνο εννιά. Τις αυτόματες μηχανές του τις περιγράφει στο βιβλίο του «Πνευματικά και υδραυλικά». Ο Γάλλος μελετητής Καρά ντε Βο ( Carra de Vaux ), μετέφρασε το 1877 στα Γαλλικά το βιβλίο αυτό, από ένα Αραβικό αντίγραφο του έργου. Ο μελετητής κατόρθωσε να ανακατασκεύασει τις μηχανές με βάση λεπτομερείς περιγραφές και σχέδια που υπήρχαν στο χειρόγραφο βιβλίο. Τα μηχανήματα αυτά κοσμούσαν ανάκτορα (παλάτια) αρχόντων της εποχής και ναούς των θεών στην Αλεξάνδρεια.
Οι ιερείς τα χρησιμοποιούσαν για να εντυπωσιάσουν τους απλούς ανθρώπους και να δυναμώσουν την πίστη τους προς τους θεούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν αγράμματοι, και όταν έβλεπαν αγάλματα να κινούνται, σαν να ήταν ζωντανά ένιωθαν απέραντο θαυμασμό. Σίγουρα οι κάτοχοι τέτοιων συσκευών θα πλήρωναν πολλά λεφτά για να τα αποκτήσουν. Με αυτά στόλιζαν τα παλάτια τους και εντυπωσίαζαν τους ξένους τους. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα θαυμαστά αυτά μηχανήματα, με τον πολύπλοκο σχεδιασμό τους, θα προκαλούσαν το θαυμασμό ακόμα και σήμερα.
- Η Αυτόματη Θεραπαινίς
Πρόκειται για ένα ανθρωποειδές ρομπότ με τη μορφή υπηρέτριας (σε φυσικό μέγεθος) που στο δεξί χέρι της κρατούσε μια οινοχόη. Όταν ο επισκέπτης τοποθετούσε έναν κρατήρα (κύπελλο) στην παλάμη του δεξιού χεριού της εκείνη αυτόματα έριχνε αρχικά κρασί και στη συνέχεια για ανάμιξη νερό στον κρατήρα ανάλογα με την επιθυμία του. Στο εσωτερικό της υπηρέτριας βρίσκονται δύο στεγανά δοχεία (με κρασί και νερό αντίστοιχα). Στον πυθμένα τους υπάρχουν δύο σωληνίσκοι που οδηγούν το περιεχόμενό τους μέσα από το δεξί χέρι της στο χείλος της οινοχόης.
Δύο αεραγωγοί σωληνίσκοι ξεκινούν από το άνω μέρος των δοχείων, διαπερνούν τον πυθμένα τους και καταλήγουν κεκαμμένοι στο στομάχι της. Το αριστερό της χέρι συνδέεται μέσω άρθρωσης με τους ώμους της ενώ μια ελικοειδής ράβδος (ελατήριο) έκκεντρα τοποθετημένη στην προέκτασή του το συγκρατεί ανυψωμένο. Δύο σωλήνες ξεκινούν από το ίδιο σημείο (κλείδα) και κατέρχονται (διαπερνώντας και αποφράζοντας τα κεκαμμένα διάτρητα άκρα των αεραγωγών σωληνίσκων).
Οι σωλήνες της κλείδας διαθέτουν δύο οπές ή σχισμές στις απολήξεις τους, με την οπή που επικοινωνεί με το δοχείο του οίνου να προηγείται αυτής που επικοινωνεί με το νερό. Όταν τοποθετήσουμε τον κρατήρα στην παλάμη της υπηρέτριας, το αριστερό χέρι της κατεβαίνει και οι σωλήνες της κλείδας ανυψώνονται. Η οπή του ενός σωλήνα ευθυγραμμίζεται με τον αεραγωγό σωληνίσκο του δοχείου του οίνου, αέρας εισέρχεται στο δοχείο και οίνος ρέει από το σωληνίσκο της οινοχόης στον κρατήρα.
Όταν μισογεμίσει το κύπελλο με κρασί, το χέρι (λόγω βάρους) κατεβαίνει περισσότερο, η δίοδος του αεραγωγού σωληνίσκου του οίνου φράζει και η ροή σταματά. Παράλληλα ευθυγραμμίζεται η οπή του δεύτερου σωλήνα με τον αεραγωγό σωληνίσκο του δοχείου με το νερό και αρχίζει να ρέει νερό για την αραίωση του οίνου. Όταν γεμίσει το κύπελλο, το χέρι (λόγω βάρους) κατεβαίνει περισσότερο, η δίοδος του αεραγωγού σωληνίσκου του νερού φράζει και η ροή σταματά.
Επίσης αν αφαιρέσουμε οποιαδήποτε στιγμή τον κρατήρα, το αριστερό χέρι ανυψώνεται, οι σωλήνες της κλείδας κατεβαίνουν, αποφράζοντας τους αεραγωγούς σωληνίσκους, δημιουργώντας κενό στα δοχεία και η ροή των υγρών σταματά. Η υπηρέτρια λοιπόν γεμίζει το κύπελλό μας με καθαρό οίνο ή αραιωμένο με νερό στην ποσότητα που επιθυμούμε ανάλογα με τη χρονική στιγμή που θα το τραβήξουμε από την παλάμη της.
- Το Υδραυλικό Αυτόματο του Πανός
Το Υδραυλικό Αυτόματο του Πανός, επινόησης του Φίλωνος του Βυζαντίου που αναπαριστά ένα δράκοντα ή ελάφι που πίνει νερό με βουλιμία και βρυχηθμούς μόνο όταν ο Παν το αποστρέφεται. Με την επάνοδο του Πανός ο δράκοντας ησυχάζει. Το θέμα επαναλαμβάνεται συνεχώς. Το νερό μιας πηγής οδηγείται στο εσωτερικό του στεγανού ενδιάμεσου δοχείου εξαναγκάζοντας τον αέρα να εξέλθει από τον ενσωματωμένο στο δράκοντα ή στο ελάφι σωλήνα δίνοντας την αίσθηση των βρυχηθμών.
Στη συνέχεια όταν η στάθμη του νερού υπερβεί το αξονικό σιφώνιο αδειάζει μέσα από αυτό προς το κατώτερο δοχείο οπότε λόγω της υποπίεσης που δημιουργείται από την κένωση του δοχείου ο ενσωματωμένος στο ελάφι σωλήνας αναρροφά νερό και αέρα δίνοντας την αίσθηση της πόσης. Αν ο Παν στραφεί προς το ελάφι, το νερό της πηγής οδηγείται μέσω της περιστρεφόμενης οριζόντιας σωλήνωσης απευθείας στο κατώτερο δοχείο και το φαινόμενο παύει.
Το Υδραυλικό Αυτόματο των »Φθεγγομένων Ορνέων» και της »Επιστραφείσης Γλαυκός»
Επινόηση του Φίλωνος του Βυζαντίου (που βελτίωσε ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς) και αναπαριστά πουλιά να κελαηδούν διαφορετικές μελωδίες όταν μια κουκουβάγια τα αποστρέφεται, ενώ σταματούν όταν γυρνά προς το μέρος τους. Το θέμα αυτόματα επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Το νερό μιας πηγής οδηγείται στο εσωτερικό του στεγανού ανώτερου δοχείου εξαναγκάζοντας τον εμπεριεχόμενο αέρα να εξέλθει από τις ενσωματωμένες στα πουλιά ανισομήκεις σύριγγες παράγοντας διαφορετικές μελωδίες. Στη συνέχεια, όταν η στάθμη του νερού υπερβεί το αξονικό σιφώνιο του δοχείου, αδειάζει μέσα από αυτό προς το ενδιάμεσο δοχείο οπότε ένας πλωτήρας ανυψώνεται εκτρέποντας ένα ζυγό προς την πλευρά του αντίβαρου.
Έτσι εξαναγκάζει σε περιστροφή τον ενσωματωμένο άξονα στήριξης της κουκουβάγιας ώστε αυτή να στραφεί προς τα πουλιά που πλέον δε φθέγγονται. Όταν η στάθμη υπερβεί το αξονικό σιφώνιο του ενδιάμεσου δοχείου αδειάζει μέσα από αυτό προς το κατώτερο δοχείο οπότε ο πλωτήρας κατεβαίνει εκτρέποντας το ζυγό προς το μέρος του εξαναγκάζοντας σε περιστροφή τον ενσωματωμένο άξονα στήριξης της κουκουβάγιας ώστε αυτή να αποστραφεί τα πουλιά που πλέον αρχίζουν και πάλι να κελαηδούν, κ.ο.κ.
- Η Ευφυής Οινοχόη
Πρόκειται για μια οινοχόη (που επινόησε ο Φίλων ο Βυζάντιος) από την οποία έρρεε αυτόματα νερό, κρασί ή νερωμένο κρασί ανάλογα με τη βούληση του οινοχόου. Αποτελούνταν από ένα κατακόρυφο διάφραγμα που χώριζε την οινοχόη στα διαμερίσματα του νερού και του κρασιού και τους σωληνίσκους εξαγωγής των υγρών που όμως βρίσκονταν ο ένας εντός του άλλου ώστε εξωτερικά της οινοχόης να φαίνονται ως ένας. Η οινοχόη έφερε στεγανό πώμα και ήταν αδύνατη η εκροή των υγρών κατά την ανατροπή της λόγω υποπίεσης που προκαλούνταν από την αδυναμία αναπλήρωσης των υγρών από αέρα.
Δύο αγωγοί ξεκινούσαν από το μέσον της οινοχόης και έφθαναν στο χείλος της ώστε να αποτελούν τη χειρολαβή της. Στο πλάι τους οι δύο αγωγοί έφεραν δύο οπές αερισμού τις οποίες ο οινοχόος κάλυπτε με τα δάκτυλά του. Με την συνδυαστική αποκάλυψη της οπής αερισμού του διαμερίσματος του νερού, του κρασιού ή και των δύο ταυτόχρονα ο οινοχόος επέτρεπε την εισαγωγή αέρα στα αντίστοιχα διαμερίσματα και την εκροή νερού, κρασιού ή νερωμένου κρασιού σύμφωνα με επιθυμία του επισκέπτη.
- Αυτόματος Κρατήρας με Αντίβαρο
Πρόκειται για ένα μηχανισμό που διατηρούσε γεμάτο με οίνο έναν κρατήρα όση ποσότητα κι αν αφαιρούνταν από αυτόν. Αποτελούνταν από ένα στεγανό μεγάλο δοχείο γεμάτο με οίνο και ένα οριζόντιο σωληνίσκο που τροφοδοτούσε έναν κρατήρα. Ο σωληνίσκος αυτός έφερε μια βαλβίδα που ήταν συνδεμένη αρθρωτά μέσω ενός μοχλίσκου με μία κούφια σφαίρα που βρισκόταν εντός ενός παράπλευρου αγγείου.
Οι διάτρητοι πυθμένες του αγγείου και του κρατήρα επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Όταν η στάθμη του οίνου στον κρατήρα ξεπερνούσε το προκαθορισμένο όριο η σφαίρα στο συγκοινωνούν αγγείο ανυψωνόταν και η βαλβίδα έφρασσε το σωληνίσκο εκροής του μεγάλου δοχείου.
ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑ
Συρακούσια, ήταν το μεγαλύτερο πλοίο της αρχαιότητας. Ο τύρανος των Συρακουσών Ιέρωνας, (306 – 215 π.Χ.) ανάθεσε στον ναυπηγό Αρχία την κατασκευή του μεγαλύτερου καραβιού που είχε δει ως τότε ο κόσμος. Το καράβι αυτό θα ήταν ταυτόχρονα ένα πλωτό φρούριο και ένα πλεούμενο παλάτι για τον βασιλιά. Ο Ιέρωνας που ήταν ματαιόδοξος, φιλοδοξούσε να καταπλήξει τον κόσμο με κάτι το ανεπανάληπτο. Για την κατασκευή της Συρακούσιας, ο Αρχίας χρησιμοποίησε τόσο ξύλο, όσο θα χρειαζόταν για την κατασκευή 60 τριήρεων.
Μια τριήρης ήταν ένα πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε μήκος 37 μέτρα , πλάτος 5,2 μέτρα και συνολικό πλήρωμα 210 – 220 άντρες. Από τους άντρες αυτούς 170 ήταν κωπηλάτες και οι υπόλοιποι αποτελούσαν το ένοπλο προσωπικό του πλοίου. Σε κάθε πλευρά του πλοίου υπήρχαν 28 θέσεις κωπηλατών με τρεις κωπηλάτες και 3 κουπιά στην κάθε θέση εξ’ ου και το όνομα του πλοίου. Μια τριήρης ήταν ένα μεγάλο σχετικά καράβι, όμως μπροστά στην Συρακούσια ήταν ένας νάνος. Η Συρακούσια είχε συνολικό μήκος 80 μέτρα . Για τη συναρμολόγηση της χρησιμοποιήθηκαν γιγαντιαία καρφιά βάρους μέχρι και 4,5 κιλά.
Το τεράστιο καράβι είχε όχι ένα, όπως στα υπόλοιπα πλοία, αλλά 3 καταστρώματα. Το πάνω κατάστρωμα ήταν ένα ολόκληρο πλωτό κάστρο. Ήταν εξοπλισμένο με πολεμικές μηχανές, όπως εκτοξευτές λίθων, σιδερένιες αρπάγες, βαλίστρες, πύργους και άλλες πολεμικές μηχανές που είχαν κατασκευαστεί με σχέδια που είχε κάνει ο Αρχιμήδης. Το κατάστρωμα αυτό φρουρούσε η προσωπική φρουρά του βασιλιά, αποτελούμενη από μερικές εκατοντάδες βαριά εξοπλισμένους επίλεκτους άνδρες. Το μεσαίο κατάστρωμα αποτελούσε το πλωτό παλάτι του βασιλιά Ιέρωνα.
Εκτός από τα πολυτελή διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, στο κατάστρωμα αυτό υπήρχε ναός της θεάς Αφροδίτης με αφιερώματα και χρυσά αγάλματα. Υπήρχαν γυμναστήρια με λουτρά, δεξαμενή με ζωντανά ψάρια και βιβλιοθήκη. Για την βελτίωση της αισθητικής του, ορισμένοι χώροι του καταστρώματος αυτού είχαν διαμορφωθεί σε κήπους, στους οποίους υπήρχαν λουλούδια και μικρά αναρριχητικά φυτά. Μέσα στον πλωτό αυτό κήπο υπήρχαν διάδρομοι για να κάνει ο βασιλιάς τον περίπατο του. Ο χώρος είχε διακοσμηθεί με γλυπτά, πολύτιμους λίθους και άλλα εκθέματα που μόνο σε ένα πραγματικό παλάτι θα μπορούσε κάποιος να βρει.
Σίγουρα ο Ιέρωνας, υπερόπτης όπως ήταν θα σκέφτηκε ότι το πλωτό παλάτι του θα ήταν αβύθιστο. Στο τρίτο κατάστημα υπήρχαν, εκτός από τα διαμερίσματα του προσωπικού, φούρνοι για την ετοιμασία φαγητού, ξυλουργεία, στάβλοι για τα άλογα, δεξαμενές νερού, αντλιοστάσιο για μεταφορά νερού στα πάνω καταστρώματα, τεράστια αποθήκη τροφίμων που επαρκούσε για πολλούς μήνες, μύλοι και άλλα βοηθητικά εργαστήρια, που καθιστούσαν το πλοίο αυτό ένα σωστό πλωτό νησί.
Το μεγάλο αυτό καράβι δεν είχε μόνο πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Ένα από αυτά ήταν ότι ήταν τόσο μεγάλο που κανένα λιμάνι της Μεσογείου δεν το χωρούσε να μπει μέσα. Εξάλλου για την συντήρηση του ο Ιέρωνας έπρεπε να δαπανά πάρα πολλά χρήματα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο βασιλιάς των Συρακουσών χάρισε το πλωτό νησί του στον Πτολεμαίο, βασιλιά της Αιγύπτου. Ο τελευταίος άλλαξε το όνομα του καραβιού και το ονόμασε Αλεξάνδρεια. Το ταξίδι στην Αλεξάνδρεια ήταν το μοναδικό που έκανε ο πλωτός γίγαντας. Ο Πτολεμαίος δεν το χρησιμοποίησε ποτέ.
ΤΡΙΗΡΗΣ
ΤΡΙΗΡΗΣ
Η τριήρης ήταν ένα πολύ ισχυρό και γρήγορο πολεμικό καράβι. Ήταν εξαιρετικά ευέλικτο πλοίο, μπορούσε δηλαδή να κάνει ελιγμούς, να πλευρίζει και να πλαγιοκοπεί άλλα πολεμικά πλοία πιο μεγάλα και δυσκίνητα. Οι τρομερές αυτές αρετές του πολεμικού αυτού πλοίου έλαμψαν στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Τα Περσικά και τα Φοινικικά καράβια, μεγάλα και δυσκίνητα, ηττήθηκαν από την μικρότερη αλλά ταχύτερη και ευέλικτη τρίηρη.
Οι πρώτες τριήρεις ναυπηγήθηκαν στην Κόρινθο γύρω στο 630 π.Χ. από τον ναυπηγό Αμεινοκλή. Η Αθήνα, γνωστή ναυτική δύναμη, παρέλαβε την τριήρη από τους Κορινθίους, την τελειοποίησε και την έκανε δική της, μέχρι του σημείου που η ίδια η Αθήνα χαρακτηριζόταν ως η πόλη στην οποία φτιάχνονταν οι όμορφες τριήρεις. Η τριήρης της εποχής των Περσικών πολέμων είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Το μήκος της ήταν 37 μέτρα, το πλάτος της 5 μέτρα και είχε 170 κουπιά, 85 σε κάθε πλευρά της. Τα κουπιά κάθε πλευράς ήταν τοποθετημένα σε 3 σειρές, την μια πάνω από την άλλη. Η πάνω σειρά είχε 31 κουπιά, και οι δύο κατώτερες από 27.
Από το χαρακτηριστικό αυτό, δηλαδή τις τρεις σειρές κουπιών, πήρε το καράβι το όνομα του. Κάθε κουπί χειριζόταν ένας κωπηλάτης. Το συνολικό πλήρωμα της τριήρους, ήταν 210 άνδρες. Το πλοίο διοικούσε αξιωματικός που λεγόταν τριήραρχος, τον οποίο βοηθούσαν 5 ακόμα αξιωματικοί και 4 υπαξιωματικοί. Αυτοί διοικούσαν και έδιναν κατεύθυνση στους 170 κωπηλάτες του πλοίου και το υπόλοιπο στρατιωτικό προσωπικό. Το πλοίο διέθετε 2 κατάρτια, ένα στη μέση και ένα μικρότερο στην πλώρη που διέθεταν πανιά. Είχε δύο τιμόνια, πίσω στην πρύμνη, ένα σε κάθε πλευρά της, που είχαν μορφή πολύ πλατιών κουπιών.
Ο οπλισμός του πλοίου περιλάμβανε ισχυρό μεταλλικό έμβολο στην πλώρη, με το οποίο τρυπούσε και βύθιζε εχθρικά πλοία, όταν κατάφερνε να τα κτυπήσει στο πλευρό τους. Στο κατάστρωμα υπήρχαν επίσης καταπέλτες με τους οποίους έκαναν βολές κατά των εχθρικών πλοίων όταν η απόσταση μεταξύ τους ήταν μικρή. Άλλο σημαντικό όπλο του πλοίου ήταν η ταχύτητα του. Αυτή μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα 22 χιλιόμετρα την ώρα, εκπληκτική για πλοίο της εποχής εκείνης. Την ταχύτητα αυτή μπορούσε να διατηρήσει για λίγο χρόνο, και τη χρησιμοποιούσε σε περίπτωση πολεμικών ελιγμών, η εμβολισμού εχθρικού πλοίου.
Η μεγάλη ταχύτητα της τριήρεως φαίνεται αν τη συγκρίνουμε με την ταχύτητα του Μεσαιωνικού πλοίου, της γαλέρας. Η ταχύτητα της τελευταίας δεν υπερέβαινε τα 11 χιλιόμετρα. Δεκαπέντε αιώνες μετά τους Περσικούς πολέμους, τα πολεμικά πλοία του Μεσαίωνα είχαν μόνο την μισή ταχύτητα ενός πλοίου της Κλασσικής εποχής. Η μεγάλη ταχύτητα της οφειλόταν στο μακρόστενο υδροδυναμικό σχήμα της που μείωνε την αντίσταση του νερού, τον αριθμό των κωπηλατών της και το σημαντικό βύθισμα του σκάφους στην θάλασσα που οδηγούσε στην μεγιστοποίηση της απόδοσης των κουπιών.
Με κανονικό ρυθμό κωπηλασίας μπορούσε να καλύψει 184 ναυτικά μίλια (340 χιλιόμετρα) σε ένα εικοσιτετράωρο, δηλαδή ανέπτυσσε μέση ταχύτητα 14 χιλιόμετρα την ώρα. Η τριήρης έπλεε περήφανα στα γαλανά νερά του Αιγαίου για 1200 χρόνια, από το 600 π.Χ ώς το 600 μ.Χ. που υπάρχουν οι τελευταίες αναφορές γι” αυτήν. Από τότε και μέχρι το 1984 μόνο ο θρύλος της έμενε στην μνήμη αυτών που λάτρευαν τη θάλασσα, μέχρι που ξαναζωντάνεψε το 1984, όταν το πολεμικό ναυτικό της Ελλάδας σε συνεργασία με το Βρετανικό Ναυτικό Μουσείο και το Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικών Παραδόσεων, την ξαναδημιούργησαν.
Για τη σύνδεση των ξύλινων μερών του πλοίου χρησιμοποιήθηκαν 20 χιλιάδες ξύλινες σφήνες από οξιά , ενώ χρησιμοποιήθηκε ξύλο άριστης ποιότητας στην κατασκευή. Στην πρώτη νεότερη τριήρη, που μπορείτε να τη δείτε στην εικόνα Α, δόθηκε το όνομα «Ολυμπιάδα». Η Ολυμπιάδα διάνυσε αρκετές φορές τα γαλάζια νερά του Αιγαίου, για να μπορέσουν οι επιστήμονες να μετρήσουν την ταχύτητα της, την πλευστότητα της, την αντοχή της στις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Τα πειράματα που έγιναν έδειξαν την αξία του αρχαίου αυτού καραβιού, που πάνω του στηρίχθηκε η θαλασσοκράτειρα Αθήνα.
ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
Πολλά είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν από την μελέτη των Μεγαλιθικών – Κυκλώπειων κτισμάτων (όπως π.χ. ο Τάφος του Ατρέα στις Μυκήνες, τα Κυκλώπεια τείχη ή το »Δρακόσπιτο» στην Όχη). Πως έγινε η επεξεργασία τόσο μεγάλων λίθινων όγκων; (π.χ. η πέτρα βάρους 122 τόνων στο υπέρθυρο του τάφου του Ατρέα). Πώς έγινε η μεταφορά τους; (σε μερικές περιπτώσεις τα λατομεία απείχαν μεγάλες αποστάσεις από τον χώρο κατασκευής του μνημείου). Με ποίες τεχνικές γινόταν η ανύψωση τέτοιων λίθων; (που ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο).
Όσο εμβαθύνουμε στην μελέτη των Μεγαλιθικών – Κυκλώπειων κτισμάτων (π.χ. τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, Τίρυνθος κ.α.) παρατηρούμε δυνατότητες, οι οποίες τα μεταγενέστερα χρόνια φαίνεται να μην υπάρχουν ή να μην χρησιμοποιούνται. Εντύπωση προκαλεί π.χ. η ικανότητα των Μυκηναίων να χειρίζονται με άνεση και εξαίρετη τεχνική ογκόλιθους πολύ μεγάλου μεγέθους, κατασκευάζοντας τα περίφημα κυκλώπεια τείχη, ενώ δεν υπάρχει παρεμφερές κτίσμα σε μεταγενέστερες εποχές.
Σε μεταγενέστερες εποχές υπάρχουν εξαίρετα κτίσματα στα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ανεπτυγμένες (ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα) τεχνικές όπως π.χ. στον Παρθενώνα της Ακροπόλεως, αλλά δεν υπάρχουν κτήρια ή κτίσματα »Κυκλώπειας τεχνοτροπίας», δηλαδή κτίσματα στα οποία να γίνεται εκτεταμένη χρήση ογκόλιθων. Είναι εντυπωσιακή η άριστη εφαρμογή των ανόμοιων (και μεγάλου βάρους) ογκόλιθων στο τείχος του ανακτόρου των Μυκηνών, δείγμα της εξαίρετης τεχνικής των Μυκηναίων κατασκευαστών, αλλά και της ικανότητάς τους να χειρίζονται λίθους τόσο μεγάλου μεγέθους.
Στην βάση του ανακουφιστικού τριγώνου είναι τοποθετημένη συμπαγής πέτρα βάρους 122 τόνων. Το βάρος του λίθου μετά την κοπή του από το λατομείο και κατά την διάρκεια της μεταφοράς του, σίγουρα ήταν μεγαλύτερο κατά πολλούς τόνους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, γιατί ο ογκόλιθος αυτός υπέστη επεξεργασία και στον χώρο της οικοδομής, προκειμένου να πάρει την κλίση που απαιτείτο από την μορφή του οικοδομήματος (θόλος).
ΤΟ ΚΥΚΛΩΠΕΙΟ »ΔΡΑΚΟΣΠΙΤΟ» ΤΗΣ ΟΧΗΣ (1000 π.Χ.)
Η ύπαρξη του μυστηριώδους Δρακόσπιτου, το »Σπίτι του Δράκου» όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, αποτελεί ένα απόλυτο αίνιγμα. Βρίσκεται σε μία δυσπρόσιτη περιοχή στο βουνό Όχη, πάνω από την Κάρυστο της Εύβοιας, σε υψόμετρο 1450 μ. Τοποθετημένο σε ένα σημείο της κορυφής, αυτό το κτίσμα προκαλεί με το μέγεθος και τις διαστάσεις του. Είναι κτισμένο με την ντόπια πέτρα που υπάρχει σε αφθονία στην γύρω περιοχή.
Το περίεργο της κατασκευής του, είναι η πολύ προσεγμένη δόμηση των λίθων, η μεγάλη εκφορτική στέγασή του και κυρίως οι όγκοι των βράχων που χρησιμοποιήθηκαν. Η είσοδός του είναι χαρακτηριστική τρίλιθη είσοδος σχήματος Π, από μεγάλες κολώνες. Το υπέρθυρο έχει διαστάσεις 4,2 μ. μήκος 2,3 μ. πλάτος και 0,2 ~ 0,5 μ. πάχος, και ζυγίζει περίπου 10 τόνους. Πώς σηκώθηκε στο ύψος των 2 μέτρων που είναι τοποθετημένος; Τι εξυπηρετούσε ένα τέτοιο ιδιαίτερα προσεγμένο κατασκευαστικά κτίσμα στο υψόμετρο των 1450 μέτρων σε μία ιδιαίτερα δύσβατη περιοχή;
Το »Δρακόσπιτο της Όχης» έχει ενταχθεί από τους λιγοστούς μελετητές του στο γενικότερο σύστημα δρακόσπιτων της περιοχής της Νότιας Εύβοιας, κυρίως γύρω από τα Στύρα, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν την τελειότητα της δικής του κατασκευής. Ανασκαφές δεν έχουν γίνει και η χρονολόγησή του (περίπου 1000 π.Χ.) γίνεται σε συσχετισμό με παρόμοια κτίσματα Κυκλώπειας τεχνοτροπίας (Τίρυνθα και Μυκήνες).
ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟΙ ΚΙΟΝΕΣ ΣΤΑ ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
Η παρουσία κιόνων τόσο μεγάλου μεγέθους στα λατομεία της Εύβοιας προκαλεί πολλά ερωτήματα. Οι συμπαγείς (και όχι σπονδυλωτοί όπως συνηθίζεται) κίονες σε πολλές περιπτώσεις είχαν βάρος 100 τόνων. Το μήκος του κίονα, σπασμένου σήμερα, είναι 4,5 μ. και η διάμετρός του είναι 2,2 μ. ο όγκος του συγκεκριμένου τμήματος υπολογίζεται στα 17 κυβικά μέτρα και το βάρος του στους 46 τόνους. Ο κίονας έπρεπε χωρίς το κιονόκρανο να έφτανε σε μήκος τα 11 μέτρα και το βάρος του πάνω από 100 τόνους.
Τι μέσα υπήρχαν για την μεταφορά αυτών των κιόνων από τα δύσβατα λατομεία στα λιμάνια; Με τι είδους πλοία μεταφέροντο; Είναι ελάχιστα από τα ερωτήματα που προκύπτουν. Η χρονολόγηση (περίπου 4ος π.Χ. αιώνας) προκύπτει όχι από μελέτες και ανασκαφές, αλλά συγκριτικά με το γεγονός ότι από τους Κλασσικούς μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους, διεξάγετε ένα ευρύτατο εμπόριο μαρμάρου από την Εύβοια και γι αυτό δεν είναι ασφαλής αυτή η χρονολόγηση.
ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ
Η ύπαρξη Πυραμίδων στον Ελληνικό χώρο είναι ένα θέμα που πρόσφατα έγινε ευρύτερα γνωστό και υπάρχουν πολλά στοιχεία που είναι σχετικά άγνωστα στο ευρύτερο κοινό.(Όπως το γεγονός ότι η πυραμίδα του Ελληνικού στο Άργος είναι αρχαιότερη από τις Αιγυπτιακές. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει ότι είναι ένα ταφικό μνημείο σε ανάμνηση της πρώτης μάχης στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ασπίδες. Οι Ελληνικές πυραμίδες είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις Αιγυπτιακές (εκτός από μερικές λαξευτές) και δυστυχώς οι περισσότερες είναι σε πολύ κακή κατάσταση, μάρτυρες των όσων έχει περάσει αυτός ο τόπος.
Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για την χρήση τους ή το τι εξυπηρετούσαν σαν κτίσματα αν χρησιμοποιήθηκαν ως μνημεία (ταφικά ή οτιδήποτε άλλο) ή ως παρατηρητήρια – φρυκτώρια (τηλεπικοινωνιακοί πύργοι), όπως πιστεύουν μερικοί ερευνητές. Μόνο για την πυραμίδα του Ελληνικού υπάρχουν αναφορές από τον Παυσανία για την πιθανή χρήση της. Οι Ελληνικές πυραμίδες μέχρι τώρα δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς (εξαίρεση αποτελούν οι πυραμίδες Ελληνικού και Λιγουρίου που μελετήθηκαν και χρονολογήθηκαν μετά από προσωπικό ενδιαφέρον του Δρ Ι. Λυριτζή της Ακαδημίας Αθηνών).
Ελληνικές πυραμίδες υπάρχουν 16 περίπου σε όλο τον Ελληνικό χώρο με αρχαιότερη την πυραμίδα του Ελληνικού η οποία είναι κατά 170 (τουλάχιστον) έτη αρχαιότερη της πυραμίδας του Χέοπος (Μεγάλη Πυραμίδα). Άλλες πυραμίδες στον Ελλαδικό χώρο είναι:
ΛΙΓΟΥΡΙΟΥ ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ
ΔΑΛΑΜΑΝΑΡΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ
ΚΑΜΠΙΑΣ ΝΕΑ ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ
ΣΙΚΥΩΝΑΣ ΑΡΓΟΣ
ΒΙΓΛΑΦΙΩΝ ΛΑΚΩΝΙΑΣ
ΑΜΦΕΙΟΥ ΘΗΒΑΣ
ΚΡΗΤΗΣ ΧΑΝΙΑ
ΤΑΫΓΕΤΟΥ ΣΠΑΡΤΗ – ΒΡΑΧΟΠΥΡΑΜΙΔΑΑπό αυτές μόνο η πυραμίδες Ελληνικού και Χανίων είναι σε καλή κατάσταση ενώ για μερικές από αυτές έχουμε στοιχεία από σχέδια και αναφορές περιηγητών της αρχαιότητος (Ελληνικού) ή του περασμένου αιώνος (Ελληνικού, Λιγουρίου και άλλες). Μερικά από αυτά τα κτίσματα έχουν υποστεί μεγάλη καταστροφή (το υλικό τους χρησιμοποιήθηκε ώς οικοδομικό υλικό για άλλα κτίσματα τα τελευταία χρόνια).
ΑΠΟΞΗΡΑΝΣΗ ΚΩΠΑΪ∆ΑΣ
(3η χιλιετία π.Χ.) Κολοσσιαία, από την άποψη της έκτασης όσο και της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε, ήσαν τα ευρείας κλίμακας αρδευτικά και αποξηραντικά έργα που εκτέλεσαν οι Μινύες του Ορχομενού στην κοιλάδα της Κωπαΐδας. Ήταν τόσο σημαντικά τα έργα αυτά ώστε οι Γερμανοί ερευνητές που τα μελετούν από το 1980 τα χαρακτήρισαν σαν τα «μεγαλύτερα αρδευτικά έργα της αρχαίας Ευρώπης».
Οι Μινύες, ένα μυστηριώδες Ελληνικό φύλο με καταγωγή την αρχαία Κολχίδα, που διέθεταν αυξημένες γνώσεις μηχανικής και τεχνολογίας, επεχείρησαν να αποξηράνουν την πεδιάδα της Κωπαΐδας, η οποία πλημμύριζε από τα νερά των παρακείμενων ποταμών Μέλανα και Κηφισού. Για τον σκοπό αυτό κατασκεύασαν ένα τεράστιο αρδευτικό κανάλι, πλάτους 40 μ. και βάθους έως και 5 μ, που χρησίμευε και ως πλωτός ποταμός, την περίφημη «Διώρυγα των Μινύων». Στην διώρυγα αυτή συγκεντρώνονταν όλα τα ύδατα, τα οποία μέσω αυτής, κατευθύνονταν προς διάφορες φυσικές καταβόθρες, απ’ όπου κατέληγαν στον σημερινό κόλπο της Λάρυμνας (Ευβοϊκός Κόλπος).
Ο ενδιάμεσος αποξηραμένος χώρος πλαισιώθηκε από οικισμούς και το οχυρό του Γλα, που ήλεγχε την περιοχή, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του καλλιεργούνταν. Η διώρυγα των Μινύων είχε μήκος περίπου 43 χιλιόμετρα και ήταν συνδεδεμένη μαζί με μία άλλη περιφερειακή καθώς και διάφορες εγκάρσιες μικρότερης κατασκευής. Συμπληρωματικό έργο μεγάλης αξίας ήταν η τεχνητή καταβόθρα που έσκαψαν οι Μινύες για να ενισχύσουν την απορρόφηση των υδάτων, επειδή οι φυσικές καταβόθρες δεν επαρκούσαν.
Η τεχνητή καταβόθρα, μία υπόγεια επικλινής σήραγγα, σκαμμένη στο βράχο, είχε μήκος 2230 μ. ύψος 1,80 μ. και πλάτος 1,50 μ. Διέθετε 16 κάθετα ανοίγματα (φρεάτια), που ανοίχτηκαν πρώτα και μέσω των οποίων σκάφτηκε η σήραγγα μέσα στον βράχο και στην συνέχεια δι’ αυτών εσυντηρείτο. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τεχνητό έργο που δεν έχει εξερευνηθεί ούτε έχει μελετηθεί σε βάθος. Τα έργα αυτά οι Μινύες τα συντηρούσαν για εκατοντάδες χρόνια έως ότου καταστράφηκαν από σεισμούς στα 1100 π.Χ.
Το 1450 π.Χ. οι Μινύες του Ορχοµενού προχώρησαν στην αποστράγγιση της πεδιάδας της Κωπαΐδας που πληµµύριζε από τα νερά των ποταµών Μέλανα και Κηφισού. Για το σκοπό αυτό διάνοιξαν Κανάλι µήκους 43 χλµ., πλάτους 40 µ., και βάθους 5 µ., τη γνωστή «∆ιώρυγα των Μινύων». Εκεί αποστραγγίζονταν όλα τα ύδατα, τα οποία οδηγούνταν σε φυσικές καταβόθρες και µέσω αυτών στον κόλπο της Λάρυµνας. Σαν να µην έφθανε η πλήρης κατανόηση της λειτουργίας των φυσικών καταβοθρών και µάλιστα η αξιοποίησή τους µε το τεραστίων διαστάσεων έργο, έγινε και ένα
Συµπληρωµατικό τεράστιο έργο, η τεχνητή καταβόθρα µήκους 2,5 χλµ, ύψους 1,8 µ., πλάτους 1,5 µ., µε 16 κάθετα φρεάτια. Οι Μινύες συντηρούσαν όλα αυτά τα έργα για εκατοντάδες χρόνια. Σήµερα δεν έχουν εξερευνηθεί και µελετηθεί πλήρως, είναι άλλωστε παραδοµένα στην τύχη τους και φραγµένα από βοσκούς και τυροκόµους της περιοχής.
ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ – ΧΥΜΕΥΤΙΚΗ 1000 π.Χ.
Το εύρημα αυτό, που έχει τεράστιο επιστημονικό, και ιστορικό ενδιαφέρον δεν προεβλήθη απ’ το Ελληνικό κράτος. Στον λόφο όπου εντοπίζεται η ακρόπολη της αρχαίας Καμίρου στην Ρόδο, πλησίον του ναού της Αθηνάς Καμιράδος, βρίσκεται αρχαιότατη δεξαμενή χωρητικότητας 600 περίπου κυβικών μέτρων. Η δεξαμενή αυτή, το κτίσιμο της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στο 900 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από ένα υλικό σκληρό και αδιάβροχο, η παρουσία του οποίου προέτρεψε προ ετών τον επίτιμο διευθυντή του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Ευστάθιο Ευσταθιάδη να λάβει δείγματα του υλικού αυτού και να προχωρήσει σε χημική ανάλυσή τους.
Όπως τελικά διεπίστωσε, πρόκειται για ένα μείγμα αδρανούς υλικού, το οποίο συνιστά έναν τύπο σκυροδέρματος (τσιμέντου), που ελάχιστα διαφέρει από το εν χρήσει σημερινό (τύπου πόρτλαντ). Η τεχνολογία του σημερινού μπετόν, που χρησιμοποιείται στα οποιαδήποτε έργα, οικοδομές, λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, είναι ακριβώς ίδια με αυτήν του αρχαίου Ελληνικού μπετόν. Μία μικρή ωστόσο αλλά αξιοπρόσεκτη και σημαντική υπέρ του αρχαίου Ελληνικού σκυροδέματος διαφορά είναι, ότι οι αρχαίοι πρόσεξαν να δώσουν στην τσιμεντένια μεμβράνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ όλων των κόκκων της συνθέσεως του μπετόν, λίγο μεγαλύτερο πάχος απ’ ότι βλέπει κανείς στο σημερινό μπετόν.
Υπάρχουν δεξαμενές και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου η διατήρηση όμως της στεγανοποίησης αυτών δεν ήταν τόσο καλή, όσο αυτή της προτύπου κατασκευής της Καμίρου. Οι τεχνικοί είχαν την σοφία, παράλληλα με όλες τις άλλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις τους, να παρατηρήσουν ότι το χώμα της Σαντορίνης, που είχε βγει από το ηφαίστειο, έχει ιδιαίτερες ιδιότητες, που το κάνουν να διαφέρει από όλα τα γνωστά ανά τον Ελλαδικό χώρο εδάφη.
Πειραματίστηκαν επάνω σ’ αυτό, αφού τους κίνησε την περιέργεια, και κατέληξαν όχι μόνο να το χρησιμοποιούν αναμιγνύοντάς το με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, αλλά και να παράγουν μία »λάσπη», η οποία άντεχε περισσότερο στο νερό και μπορούσε να πήξει μέσα σε αυτό, σε αντίθεση με άλλα κοιτάσματα από φυσική άμμο και ασβέστη. Αλλά εν συνεχεία, αφού επεξέτειναν τις μελέτες τους, διεπίστωσαν ότι το λεπτότατο υλικό της »Θηραϊκής Γης», που υφίσταται σε πολύ μικρό ποσοστό, ίσως κάτω του 20%, είναι και το πλέον ουσιώδες.
Γι’ αυτό το λόγο επενόησαν κάποια γνωστή μόνο σ’ αυτούς μέθοδο την οποία εφήρμοσαν σε εκτεταμένη κλίμακα για την παραγωγή των γεωδών χρωστικών υλών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την βαφή και ζωγραφική των αρχαίων Ελληνικών αγγείων. Κατασκεύαζαν έτσι αυτά τα απαράμιλλα έργα τέχνης, η αντοχή των οποίων ακόμα και μέσα στην θάλασσα με την πάροδο όχι μόνο των αιώνων αλλά και των χιλιετιών παραμένει αναλοίωτη.
Σε ότι αφορά την παραγωγή, η διαφορά με το σημερινό τσιμέντο είναι ότι σε όλη την υφήλιο παρασκευάζεται μέσα σε απλές καμίνους, στις οποίες προσθέτουν το μίγμα των πρώτων υλών, το οποίο ψήνεται εκεί, ενώ στην αρχαία Ελλάδα θεωρούμε ότι χρησιμοποιούσαν διπλές καμίνους. Η μία εξ’ αυτών δεν ήταν άλλη από το ηφαίστειο, όπου στα έγκατα της γης ψηνόταν το φυσικό γεώδες υλικό, που κατόπιν χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη, για να παρασκευάσουν το τσιμέντο. Το δεύτερο καμίνι ήταν το τεχνητό, όπου έψηναν τον ασβεστόλιθο και έβγαζαν ασβέστη.
Σε συνδυασμό τώρα της μεθόδου της »υδαταιώρησης» του επεξεργασμένου υλικού του ηφαιστείου, της αναμίξεως δηλαδή της Θηραϊκής Γης με νερό και της αφαιρέσεως του νερού μετά από εικοσιτετράωρη καθίζηση, πετύχαιναν την λήψη του ανωτάτου στρώματος της στάθμης, που αποτελεί και το ένα συστατικό του τσιμέντου. Το δεύτερο συστατικό, όπως είπαμε, ήταν ο ασβέστης που ψηνόταν σε δεύτερο καμίνι. Τα δύο αυτά υλικά σε ορισμένη αναλογία μεταξύ τους και με την προσθήκη νερού δίνουν ένα κράμα, που έχει τις ίδιες χημικές ιδιότητες με το σημερινό τσιμέντο »Portland».
Επομένως η μόνη ουσιαστική διαφορά του αρχαίου τσιμέντου με το σημερινό τσιμέντο είναι, ότι το πρώτο παρήγετο με βάση την εμπνευσμένη τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων τεχνικών. Το 1992 η Αμερικανίδα φυσικοχημικός Μάρθα Μπουντγουαίη έκανε μία ανακοίνωση σε συνέδριο στην Βοστόνη, στην οποία έλεγε ότι το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των αρχαίων μεταλλευτικών δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια. Πρόκειται για ένα είδος τσιμέντου που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες 3000 χρόνια πρίν – τουλάχιστον.
Μάλιστα η Μπουντγουαίη συνέστησε να χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων. Ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε, ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι »Χυμευταί», κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών ή χημικών μηχανικών. Ο καθηγητής Ζαχαρίας υποστήριξε, ότι η Χημεία έπρεπε να γράφεται με (υ) και να αναφέρεται και ως »Χυμευτική».
Οι αρχαίοι έλεγαν, πως, για να γίνει μία χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του »χύματος», που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο »χύμα» και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν »χυμίζειν» ή ακριβέστερα »χυμεύειν». Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν »χυμευταί». Σας αναφέρουμε τον Θεόδωρο τον Σάμιο (6ος π.Χ. αιών), τον Γλαύκο τον Χίο (6ος – 5ος π.Χ.), τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, που ανακάλυψε και την πρώτη πετομηχανή κ.λ.π.
Δεν υπάρχουν στα αρχαία κείμενα οι λέξεις χυμευτική και χυμευτής διότι τα σχετικά βιβλία κάηκαν το 323 στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στην Αίγυπτο την εποχή αυτή οι Ελληνομεμφίτες είχαν αποκτήσει τεράστιο πλούτο, λόγω της ικανότητάς τους να μετατρέπουν διάφορα ευγενή μέταλλα σε χρυσό, τα οποία πούλαγαν σε υψηλές τιμές, και έτσι αποτέλεσαν απειλή για την οικονομία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όχι να φτιάχνουν χρυσό αλλά πρόκειται για επιχρυσώσεις. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν πάρει από τους Έλληνες χυμευτάς, που με τον Μ. Αλέξανδρο έφτασαν εκεί.
Έτσι ο Διοκλητιανός διατάζει, όλα τα βιβλία που περιείχαν τις λέξεις »Χυμεία» και »Χυμευτική» να καούν, όπως και έγινε. Τα έκαψαν και στο Σεράπειο και στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Οι στρατιώτες έμπαιναν ακόμη και σε σπίτια, όπου είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν τέτοια βιβλία. Κάποιοι χυμευτές πέθαναν πριν τον διωγμό, ήταν Αιγύπτιοι με Ελληνική μόρφωση. Έτσι στις Θήβες της Αιγύπτου τον 19ο αιώνα βρέθηκαν δύο μούμιες, που περιείχαν χειρόγραφα Χυμευτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Λέυντεν της Ολλανδίας, που αναφέρουν εκπληκτικά πράγματα.
Παρασκευή χρωμάτων, γυαλιών, τεχητών πολύτιμων λίθων, επιχρυσώσεις, όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, και ονομασίες στοιχείων όπως π.χ. η σημερινή σόδα ήταν το »νίτρον» αρχαίων Ελλήνων. Αυτά διάβασε ο Μπερτελώ και πείσθηκε, πως η σημερινή επιστήμη της Χημείας προέρχεται απ’ τους αρχαίους Έλληνες. Το »λεξικό της Σούδας» – και όχι του »Σουΐδα», όπως το λένε – αναφέρει, ότι σύμφωνα με το διάταγμα του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια, και πιθανώς και σε άλλες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατακάηκαν
“ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΥΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙΟΙΣ ΑΥΤΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΣ ΜΗΚΕΤΙ ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΤΙ ΤΟΙΑΥΤΗΣ ΠΕΡΙΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΗΔΕ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥΣ ΘΑΡΡΟΥΝΤΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΝΤΑΙΡΕΙΝ”
(Τα περί χημείας και χρυσού βιβλία που είχαν γράψει οι αρχαίοι, για να μην πλουτίζουν πια οι Αιγύπτιοι ασχολούμενοι με την τέχνη αυτή και με τα χρήματα να αποκτούν θάρρος, για να επαναστατούν εναντίον των Ρωμαίων). Οι χυμευτές, αυτοί οι πρακτικοί φιλόσοφοι, ήταν κατά κάποιο τρόπο η πειραματική πλευρά και ταυτόχρονα η εφαρμογή της επιστημονικής θεωρίας. Αν δεν υπήρχε ο Μπερτελώ, δεν θα ξέραμε τίποτε για την συμβολή των Ελλήνων στην Χημεία.
Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Μετά τα Περσικά η Αθήνα αναδείχτηκε σε σπουδαία πόλη διαθέτοντας ισχυρό ναυτικό. Θεσπίστηκε η Δηλιακή συμμαχία, και τα χρήματα που πρόσφεραν οι πόλεις φυλάσσονταν στη Δήλο. Αργότερα όμως μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και ο Περικλής χρησιμοποίησε μέρος των χρημάτων αυτών για την ανέγερση του Παρθενώνα. Ο Παρθενώνας χτίστηκε πάνω σε προηγούμενο ναό της Αθηνάς, ο οποίος καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων. Πιστεύεται πως υπήρχε από τα Γεωμετρικά χρόνια (7ος αιώνας π.Χ.) στη θέση που κτίστηκε ο Παρθενώνας ένας ναός πλίνθινος πάνω σε λίθινα θεμέλια.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. κτίστηκε ένας πώρινος ναός (Ur – Parthenon) που διακοσμήθηκε με εναέτια γλυπτά που εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης, (λέοντες και ο Ηρακλής με τον Τρίτωνα). Μετά τη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. άρχισε να κτίζεται ένας μαρμάρινος ναός γύρω από τον πώρινο (Vor-Parthenon), ο οποίος όμως καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Στη θέση του ναού αυτού οικοδομήθηκε ο Παρθενώνας. Άρχισε να κτίζεται το 447 π.Χ. και οι οικοδομικές εργασίες τέλειωσαν μόλις σε εννιά (9) χρόνια (χρόνος ρεκόρ για την εποχή) δηλαδή το 438 π.Χ. Από το 438 π.Χ. ξεκίνησαν τα έργα διακόσμησης και τελείωσαν το 432 π.Χ.
Αρχιτέκτονες του ναού ήταν ο Ικτίνος, ο οποίος έκτισε και το ναό του Απόλλωνα στη Φιγάλεια, και ο Καλλικράτης, αρχιτέκτονας του Ναού της Νίκης και ίσως του Ερεχθείου, ενώ την ευθύνη για τη διακόσμηση και τη γενική επίβλεψη του έργου είχε ο γλύπτης Φειδίας («Επίσκοπος Πάντων», όπως αναφέρει ο Πλούταρχος). Όπως είναι γνωστό οι αρχαίοι Ελληνικοί ναοί κατατάσσονται σε δύο ρυθμούς: τον Ιωνικό και το Δωρικό. Ο Παρθενώνας συνδυάζει και τους δύο ρυθμούς. Εξωτερικά μοιάζει με Δωρικό όμως γύρω από το σηκό υπάρχει ζωφόρος που είναι χαρακτηριστικό του Ιωνικού ρυθμού.
Μέσα σε εννιά μόλις χρόνια (από το 447 π.Χ. ως το 438 π.Χ.) ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του πιο φημισμένου ναού της αρχαιότητας. Ο Παρθενώνας αποτελεί το μεγαλύτερο Δωρικό ναό που η οικοδόμησή του ολοκληρώθηκε. Οι διαστάσεις του στυλοβάτη είναι 30,88 x 69,50. Ακόμη είναι ο μόνος ναός που χτίστηκε εξ ολοκλήρου από μάρμαρο (μέχρι και τα κεραμίδα ήταν μαρμάρινα), εκτός, φυσικά από τα ξύλα που στήριζαν τη σκεπή. Παράλληλα είναι και ο μόνος Δωρικός ναός του οποίου και οι 92 μετόπες έχουν ανάγλυφες παραστάσεις.
Εκτός από τα εντυπωσιακά μεγέθη εκείνο που κάνει τον Παρθενώνα μοναδικό είναι οι λύσεις που δόθηκαν στα διάφορα τεχνικά προβλήματα καθώς και η συμμετρία του. Πιο συγκεκριμένα, ο Φειδίας ήθελε να στεγάσει στο ναό το 12 μέτρων χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Αυτό όμως δημιουργούσε προβλήματα στους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη μιας και ο Παρθενώνας θα χτιζόταν πάνω στον παλιότερο ναό (Vor-Parthenon) του οποίου οι διαστάσεις ήταν 66,94 x 23,53.
Αναγκαστικά λοιπόν ο Παρθενώνας έπρεπε να έχει μεγαλύτερες διαστάσεις, έτσι ώστε ο σηκός (ο χώρος στον οποίο θα τοποθετούσαν το άγαλμα της Αθηνάς) να έχει το κατάλληλο ύψος και αναγκαστικά το ανάλογο πλάτος. Έτσι, οι διαστάσεις του Παρθενώνα ορίστηκαν στα 30,88 το πλάτος, 69,50 το μήκος και 13,72 το ύψος. Φυσικά θα έπρεπε να γίνουν επιχωματώσεις, για να μπορεί να στηριχτεί ο ναός. Οι διαστάσεις 30,88 x 69,50 x 13,72 δε μας λένε τίποτα με μια πρώτη ματιά. Πίσω όμως από αυτά τα νούμερα κρύβονται μεγάλα μυστικά.
Όλος ο Παρθενώνας είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την αναλογία 4:9 που είναι γνωστότερη ως «Χρυσή Τομή». Αυτό σημαίνει πως αν πολλαπλασιάσουμε το ύψος του ναού με το 9 και το γινόμενο που θα προκύψει το διαιρέσουμε με το 4, τότε θα έχουμε βρει το πλάτος του ναού. Πράγματι:
(Ύψος) 13,72 x 9 = 125,28 : 4 = 30,87 (Πλάτος)
Το ίδιο συμβαίνει κι αν πολλαπλασιάσουμε το πλάτος με το 9 και διαιρέσουμε το γινόμενο με το 4, τότε θα έχουμε βρει το μήκος του ναού:
(Πλάτος) 30,87 x 9 = 277,92 : 4 = 69,48 (Μήκος)
«Η ίδια αναλογία εφαρμόστηκε και στη διάμετρο του κάθε κίονα, στη μεταξύ τους απόσταση, στη σχέση ανάμεσα στο ύψος του κίονα και στο ύψος του θριγκού, στις αναλογίες των μεταξονίων, τη λέπτυνση του κίονα, το περίγραμμα του Εχίνου και τον τρόπο σύνδεσης με τον κορμό, τη μορφή και τον αριθμό των τριγλύφων». Ως συνήθως οι Δωρικοί ναοί είχαν 6 κίονες για τις στενές πλευρές και 14 για τις μακρές. Αντίθετα στον Παρθενώνα έχουμε στις στενές πλευρές 8 κίονες ενώ για τις μακρές 17 κίονες. Δημιουργείται έτσι η σχέση:
α : 2α + 1
Ο μεγαλύτερος αριθμός των κιόνων θα δημιουργούσε αισθητικό πρόβλημα, αν διατηρούνταν η συνηθισμένη διάμετρος και η συνηθισμένη απόσταση του ενός από τον άλλο, γι” αυτό και οι κίονες έγιναν λεπτότεροι και τοποθετήθηκαν πυκνότερα. Κάθε κίονας έχει ύψος 10,43 μ. και μέση διάμετρο 1,91 μ. Ο καθένας αποτελείται από 11 κομμάτια (σπονδύλους). Για να αποφευχθούν στις στενές πλευρές τα προβλήματα που δημιουργούνται από την πυκνότητα των κιόνων σε συνδυασμό με το επιστήλιο βρέθηκε η εξής λύση: η απόσταση του πρώτου ακραίου κίονα από το δεύτερο είναι μικρότερη από την απόσταση του δεύτερου με τον τρίτο.
Ο κίονας λεπταίνει προς το επάνω τμήμα, η λέπτυνση όμως αυτή γίνεται μ” ένα ανόμοιο τρόπο. Περίπου στο 1/3 του ύψους του παρουσιάζει μια εξόγκωση η οποία ονομάζεται ένταση. Με την ένταση δίνεται η εντύπωση ενός ζωντανού οργανισμού που «υποφέρει» από το βάρος που σηκώνει. Στον κίονα ύψους 10,43 μ. αντιστοιχεί θριγκός ύψους μόλις 3,30 μ. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι το φορτίο που σηκώνουν οι κίονες είναι πιο ανάλαφρο αποκτώντας το σύνολο την αίσθηση του ύψους και της χάρης σε αντίθεση με τους παλαιότερους ναούς που δίνουν την αίσθηση ότι οι κίονες «υποφέρουν» από το βάρος του θριγκού.
Πάνω από το επιστύλιο συναντάμε τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Συνολικά οι μετόπες και των 4 πλευρών είναι 92 από 32 μετόπες στη βόρεια και τη νότια πλευρά και από 14 στην ανατολική και τη δυτική. Το ύψος τους είναι 1,2 μ. Το βάθος τους φαίνεται πως ήταν χρωματισμένο κόκκινο. Ο Φειδίας εικόνισε τέσσερα θέματα: στην ανατολική μεριά έχουμε τη Γιγαντομαχία, στη δυτική την Αμαζονομαχία στη νότια την Κενταυρομαχία, και στη βόρεια την Ιλίου Πέρσιν, δηλαδή την άλωση της Τροίας. Ο Παρθενώνας είναι ο μοναδικός ναός που έχει παραστάσεις σ” όλες τις μετόπες.
Ο λόγος που δε συναντάμε παραστάσεις στις μετόπες στους άλλους ναούς είναι καθαρά οικονομικός. Μετά τα τρίγλυφα και τις μετόπες έχουμε το γείσο, το αέτωμα με τα εναέτια γλυπτά (αυτά που βρίσκονται μέσα στο αέτωμα). Στο ανατολικό αέτωμα ο Φειδίας παράστησε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, και στο δυτικό την φιλονικία της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για την προστασία της Αθήνας, από την οποία νικήτρια βγήκε η Αθηνά.
Καταλήγουμε στη στέγη η οποία ήταν δίρριχτη. Τα κεραμίδια του Παρθενώνα ήταν κι αυτά από λευκό μάρμαρο κι επειδή ήταν αρκετά λεπτά φίλτραραν το φως του ήλιου και χάριζαν στο εσωτερικό του ναού ένα γλαυκό χρώμα. Στις μακριές πλευρές τα κεραμίδια καταλήγουν σε ακροκέραμα με τη μορφή ανθεμίου. Στις τέσσερις άκρες της στέγης υπάρχουν λεοντοκεφαλές – ψευδοϋδρορόες. Τέλος στην κορυφή των αετωμάτων υπήρχαν τα ακρωτήρια, ενώ στη μέση, στην κορυφή της στέγης υπήρχε ένα τεράστιο ανθέμιο. Κύριο χαρακτηριστικό του Παρθενώνα είναι η έλλειψη ευθειών.
Ο στυλοβάτης δεν είναι μια απολύτως οριζόντια επιφάνεια, αλλά παρουσιάζει καμπύλωση. Στο μέσο των στενών πλευρών είναι ψηλότερος κατά 6 εκ. και στο μέσο των μακρών κατά 11 εκ. Εκτός από το στυλοβάτη καμπυλώσεις έχουμε και στο επιστύλιο, στα τρίγλυφα, στο γείσο και στο αέτωμα. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι κίονες και οι τοίχοι του σηκού θα ήταν κάθετοι διαπιστώνουμε ότι έχουν μια κλίση. Οι κίονες έχουν κλίση προς το εσωτερικό κατά 7 εκ. ενώ οι γωνιαίοι, που κλίνουν και προς τις δυο πλευρές, κλίνουν κατά 10 εκ.
Οι τοίχοι του εσωτερικού είναι κάθετοι, αλλά εξωτερικά κλίνουν προς τα μέσα. Όπως προκύπτει λοιπόν, ο ναός δεν είναι παραλληλεπίπεδος αλλά πυραμοειδής. Αν προεκτείνουμε τους κίονες προς τα πάνω, τότε οι κίονες των στενών πλευρών θα συναντηθούν σε ύψος περίπου 2200 μ. και των μακρών σε ύψος περίπου 4950 μ.
ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΝΕΙΟ ΟΡΥΓΜΑ
ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΝΕΙΟ ΟΡΥΓΜΑ
Η κατασκευή της μεγάλης σήραγγας του Ευπαλίνου στην Σάμο, χωρίς τεχνολογική υποστήριξη, είναι ένα έργο που προκαλεί το θαυμασμό ακόμα και σήμερα. Το Ευπαλίνειο όρυγμα αποτελεί ένα μηχανικό έργο αξεπέραστο στην ιστορία της μηχανικής τεχνολογίας και τεκμήριο του υψηλού επίπεδου τεχνογνωσίας των Ελλήνων μηχανικών και των ολοκληρωμένων γνώσεών τους στην εφαρμογή της Γεωμετρίας, της Τοπογραφίας, της Γεωδαισίας και της Οπτικής στην αρχαία Ελλάδα πολύ πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Το Ευπαλίνειο όρυγμα είναι μια σήραγγα μήκους 1036 μέτρων κοντά στο Πυθαγόρειο της Σάμου, η οποία κατασκευάστηκε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. για να χρησιμεύσει σαν υδραγωγείο. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ανοίχθηκε ταυτόχρονα και από τις δυο πλευρές του βουνού: το όρυγμα αυτό ήταν αμφίστομον όπως το χαρακτήρισε ο Ηρόδοτος, χάρις στον οποίον έγινε γνωστό. Οι δυο σήραγγες συναντήθηκαν περίπου στο μέσον με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, κάτι που ήταν σημαντικό επίτευγμα για τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής. Ένα μέρος του ορύγματος είναι σήμερα επισκέψιμο.
Το 520 π.Χ. ο τύρρανος της Σάμου Πολυκράτης, έφερε στο νησί το Μεγαρέα μηχανικό Ευπαλίνο, με σκοπό να σχεδιάσει και επιβλέψει την κατασκευή υδραυλικών έργων με σκοπό την υδροδότηση της πρωτεύουσας του νησιού (το σηµερινό Πυθαγόρειο). Ο Ευπαλίνος είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της παρεμβολής του βούνου Άμπελος μεταξύ της πηγής και της πόλης Σάμου (σημερινό Πυθαγόρειο). Πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ροή του νερού προς την πόλη; Η πηγή βρισκόταν πολύ πιο χαμηλά από το βουνό, και έτσι η ροή του προς τη πόλη ήταν αδύνατη.
Εκτιμάται ότι ο σκοπός του ορύγματος ήταν όχι μόνο να μεταφερθεί νερό από την πηγή πίσω από το βουνό προς στην πρωτεύουσα της Σάμου (το σημερινό Πυθαγόρειο), αλλά αυτό να γίνει με τρόπο που δεν ήταν ανιχνεύσιμος από επιδρομείς, οι οποίοι θα μπορούσαν εύκολα, αν έβλεπαν τον επιφανειακό αγωγό, να τον καταστρέψουν και να στερήσουν την πόλη από τον βασικότερο πόρο της. Από το όρυγμα λοιπόν το νερό οδηγούνταν μέσα από το τείχος της πόλης.
Ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν δυο παράλληλες σήραγγες, είναι ότι κατά το χρόνο σχεδιασμού και υλοποίησης του έργου η πηγή βρισκόταν σε ορισμένο ύψος (υψηλότερο από το επίπεδο της στοάς), αλλά μετά την κατασκευή της κύριας στοάς, η πηγή άρχισε να αναβλύζει χαμηλότερα, συνεπώς δε μπορούσε πλέον με φυσική ροή να οδηγηθεί στη στοά αυτή. Για το λόγο αυτό έγινε αναγκαία η διάνοιξη μιας βοηθητικής, μικρότερης σήραγγας, σε χαμηλότερο επίπεδο. Η μικρότερη σήραγγα διανοίχτηκε μέσα από την κύρια στοά, με τη βοήθεια κάθετων ορυγμάτων. Το έργο του Ευ̟αλίνου είχε δύο µέρη.
Το εξωτερικό μέρος ξεκινούσε από την πηγή, στην σημερινή τοποθεσία Αγιάδες, και έφτανε μέχρι τις πρόποδες του βουνού Άμπελος. Αποτελείτο από ένα σύστημα αγωγών και ορυγμάτων μήκους 1800 μέτρων και αυτό ήταν το εύκολο μέρος.
Το δεύτερο και δυσκολότερο μέρος ήταν η διάνοιξη της σήραγγας μήκους μεγαλύτερου του ενός χιλιομέτρου μέσα από τα έγκατα του βουνού.Δύο ομάδες εργατών έσκαβαν από τις 2 πλευρές του βουνού με σκοπό να συναντηθούν στην μέση. Τα 2 συνεργεία έπρεπε να προχωρούν σε ευθεία γραμμή χωρίς να παρεκλίνουν . Ένα λάθος μερικών μέτρων θα σήμαινε ότι οι 2 ομάδες δεν θα συναντιούνταν ποτέ και το έργο θα ναυαγούσε. Το λάθος όμως δεν έγινε και μετά από δέκα χρόνια επίπονων εργασιών η σήραγγα επιτέλους ανοίχθηκε και το φως από την μια πλευρά, πέρασε στην άλλη μεριά του βουνού.
Μια μικρή καμπύλωση της πορείας του αγωγού , υπάρχει μόνο σε σημεία που έπρεπε να παρακαμφθεί συμπαγής σκληρός βράχος. Όταν τα 2 συνεργεία συναντήθηκαν στην μέση του βουνού, ο Ευπαλίνος πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του. Αυτό που είχε πετύχει ήταν σχεδόν ακατόρθωτο.
Επιφανειακό σύστηµα αγωγών 1800 µέτρων από την πηγή ως τη σήραγγα.
Υπόγειο σύστηµα αγωγών και φρεατίων εντός του όρους Άµπελος.Η υπόγεια σήραγγα είχε µήκος 1036 µέτρα και διαστάσεις 1,8 x 1,8. ∆ύο συνεργεία εργατών δούλεψαν 10 χρόνια και συναντήθηκαν περίπου στη µέση µε απόκλιση 60 εκατοστών. Στο δάπεδο της ανοίχτηκε τεράστιος αγωγός, ο οποίος με κατεύθυνση από βορρά προς νότο διέσχιζε τα έγκατα του βουνού και μετέφερε νερό στην πόλη μέσα σε κεραμικούς σωλήνες. Ο αγωγός ήταν κατωφερής, είχε δηλαδή μικρή κλίση με το νότιο μέρος να βρίσκεται πιο χαμηλά για να υπάρχει ροή του νερού προς την πόλη. Το νερό που έβγαινε από τη σήραγγα συγκεντρωνόταν σε υπέργειες (ανυψωμένες) δεξαμενές, και μετά διοχετευόταν στα σπίτια.
Το Ευπαλίνειο όρυγμα αποτελεί μνημείο για την ολοκληρωμένη εφαρμογή της Γεωμετρίας, της Τοπογραφίας, της Γεωδαισίας και της Οπτικής στην αρχαία Ελλάδα πολύ πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ. . Το όρυγμα αυτό είναι ένα τεράστιο έργο που κατασκευάστηκε στην Σάμο για την υδροδότηση της αρχαίας πόλης του Πυθαγορείου από μία πηγή η οποία βρισκόταν περίπου 2,5 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη πίσω από το υπάρχον όρος Κάστρο. Το εκπληκτικό στο έργο είναι ότι οι ανασκαφές της σήραγγας άρχισαν ταυτόχρονα από τα δύο στόμια και τα τμήματά της συναντήθηκαν με ελάχιστη απόκλιση.
Η διάτρηση διήρκησε σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πολύ λιγότερο από τα περίπου 10 χρόνια που θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα. Η σήραγγα κατασκευάστηκε εντελώς οριζόντια και μετά στο δάπεδό της ανοίχτηκε κεκλιμένο αυλάκι σε βάθος 8,5μ. μέσα στο οποίο τοποθετήθηκαν πήλινοι σωλήνες για την προσαγωγή του νερού στην πόλη. Το νερό από την πηγή έφτανε, με υπόγειο αγωγό, μήκους 953 μέτρων και μέσης κλίσης 0,6%, στο βόρειο στόμιο της σήραγγας και, αφού την διέσχιζε, πάλι με υπόγειο ισοκλινή αγωγό σε βάθος 5μ. οδηγούνταν στην δεξαμενή της πόλης σε υψόμετρο 44,20μ.
Αποτελεί πραγματικό αίνιγμα για τους σύγχρονους μηχανικούς, με ποιο τρόπο ο Ευπαλίνος κατάφερε να οδηγεί τα συνεργεία επί 10 χρόνια χωρίς να λανθάνουν της ευθείας πορείας τους. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν ούτε πυξίδες , ούτε ραντάρ για να βοηθήσουν στον εντοπισμό της θέσης του άλλου συνεργείου. Ο Μηχανικός από τα Μέγαρα πρέπει να βοηθήθηκε από οπτικές μεθόδους και από την καλή γνώση της γεωμετρίας. Το έργο του υδροδότησε τη Σάμο για πάνω από 1000 χρόνια και ακόμα και σήμερα σώζεται σε άριστη κατάσταση , θυμίζοντας μας τον πολιτισμό που πριν 25 αιώνες έκανε πράξη την τελειότητα.
Το όλο έργο είναι εξαιρετικά δύσκολο τεχνικά ακόµη και για τις µέρες µας. Προϋποθέτει άριστη γνώση εξορυκτικών τεχνικών, τεχνικών εξαερισµού γαλαριών, οργάνωσης πεδίου, κ.λπ. Το όλο σύστηµα βρίσκεται µέσα στο βουνό σε περίπου οριζόντια διαδροµή. Ο ρυθµός εργασίας πρέπει να ήταν 12 µε 15 εκατοστά ηµερησίως για κάθε πλευρά. Συνεργεία όχι παραπάνω των 15 ατόµων δούλευαν µέρα και νύχτα συνεχώς εναλλασσόµενα (2 εργάτες στη λάξευση, 1 στο κανάλι, 2 στα µ̟άζα, κ.λπ.). Ο Ηρόδοτος, η μοναδική πηγή που έχουμε για το Ευπαλίνειο όρυγμα, περιγράφει και την κύρια αλλά και τη βοηθητική σήραγγα.
»Ἐμήκυνα δὲ περὶ Σαμίων μᾶλλον, ὅτι σφι τρία ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα, ὄρεός τε ὑψηλοῦ ἐς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ὀργυιάς, τούτου ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον, ἀμφίστομον. Τὸ μὲν μῆκος τοῦ ὀρύγματος ἑπτὰ στάδιοι εἰσί, τὸ δὲ ὕψος καὶ εὖρος ὀκτὼ ἑκάτερον πόδες. Διὰ παντὸς δὲ αὐτοῦ ἄλλο ὄρυγμα εἰκοσίπηχυ βάθος ὀρώρυκται, τρίπουν δὲ τὸ εὖρος, δι᾽ οὗ τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ τῶν σωλήνων παραγίνεται ἐς τὴν πόλιν ἀγόμενον ἀπὸ μεγάλης πηγῆς. Άρχιτέκτων δὲ τοῦ ὀρύγματος τούτου ἐγένετο Μεγαρεὺς Εὐπαλῖνος Ναυστρόφου».
Σύγκριση μεγεθών που αναφέρει ο Ηρόδοτος:
Όρος με ύψος 150 οργιές. Το όρος αυτό έχει ύψος περίπου 225 μέτρα.
Υπολογιζόμενο μήκος της οργιάς σε μέτρα 1,50 μέτρα.
Μήκος του ορύγματος: 7 στάδια. Το μήκος του είναι 1036 μέτρα.
Το κάθε στάδιο είχε 100 οργιές. Το μέγεθος που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, 7 στάδια, αντιστοιχεί σε 700 οργιές, δηλαδή με βάση το υπολογιζόμενο μήκος οργιάς (1,5 μέτρο), το μήκος του ορύγματος υπολογίζεται σε 1050 μέτρα.
Ύψος και πλάτος 8 πόδια. Το ύψος και πλάτος του είναι περίπου 1,8 μέτρα κατά μέσο όρο.
Η κάθε οργιά είχε 6 πόδια. Με βάση το υπολογιζόμενο μήκος οργιάς (1,5 μέτρο) το κάθε πόδι ήταν 0,25 μέτρα, και το ύψος και πλάτος του ορύγματος υπολογίζεται σε 2 μέτρα.
Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟ∆ΟΥ
Έργο του γλύ̟τη Χάρη του Λίνδιου που άρχισε το 304 π.Χ. και χρειάστηκε 12 χρόνια για να τελειώσει. Καταστράφηκε το 227 π.Χ. από σεισµό. Επρόκειτο για 33 µέτρα χάλκινου σκελετού χιαστί και πακτωµένου σε πέτρινες κολόνες. Όλο το άγαλµα βρισκόταν σε µαρµάρινη βάση ύψους 15 µέτρων. Το άγαλµα ατένιζε το πέλαγος κρατώντας πυρσό. Τα υλικά προήλθαν από µεγαλειώδη πολιορκία της Ρόδου από το ∆ηµήτριο τον Πολιορκητή το 305 π.Χ., όπου συνέβησαν πρωτάκουστα (Φίλων ο Βυζάντιος). Ο ∆ηµήτριος επιτέθηκε µε στόλο 200 πολεµικών και 170 µεταγωγικών που µετέφεραν 40.000 άνδρες.
Ο Κολοσσός της Ρόδου θεωρείται ως ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ένα τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα το οποίο απεικόνιζε τον Θεό Ήλιο. Ανεγέρθηκε από τον Χάρη τον Λίνδιο μαθητή του Λύσιππου τον 3ο αιώνα π.Χ. Είχε το ίδιο περίπου μέγεθος με το Άγαλμα της Ελευθερίας που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, αν και στηριζόταν σε χαμηλότερη βάση. Η όψη του αγάλματος λέγεται ότι διακρινόταν από την είσοδο του λιμένα της Ρόδου.
Ο Χάρης, ο γλύπτης και μηχανικός στον οποίο είχε να ανατεθεί ο σχεδιασμός και η κατασκευή του μνημείου του Ήλιου, ήταν μαθητής του γλύπτη Λύσιππου, που ήταν γνωστός για τις ρεαλιστικές προτομές του Αλέξανδρου. Αν και ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Χάρης είχε δώσει στο πρόσωπο του Κολοσσού τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για την ακριβή όψη του αγάλματος, ενώ οι αντικρουόμενες αρχαιολογικές ενδείξεις δυσχεραίνουν τις απόπειρες αναπαράστασης του Κολοσσού.
Σε πολλά Ελληνικά νομίσματα ο Θεός φέρει συμβατικά ηλιακά σύμβολα, όπως στεφάνι από ηλιαχτίδες γύρω από το κεφάλι του, αλλά σε άλλα νομίσματα αυτές οι ηλιαχτίδες απουσιάζουν. Σύμφωνα με τον θρύλο, τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Θεός Ήλιος έσωσε τον λαό της Ρόδου από μία επίμονη πολιορκία του Μακεδόνα στρατηγού Δημητρίου του Πολιορκητή. Ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον προστάτη τους, οι Ρόδιοι ανήγειραν τον Κολοσσό, ένα γιγαντιαίο μπρούντζινο άγαλμα, που υψωνόταν περίπου 33 μέτρα πάνω από το μαρμάρινο βάθρο του, δηλαδή ήταν δυόμισι φορές υψηλότερο από το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, το έργο του Φειδία.
Οι συνθήκες, όμως, που οδήγησαν στη δημιουργία του Κολοσσού ήταν εξίσου θαυμαστές με το ίδιο το άγαλμα. Το 305 π.Χ., ο Αντίγονος Α΄, που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στην Αυτοκρατορία του νεκρού πλέον Αλέξανδρου, έστειλε τον γιο του Δημήτριο να τιμωρήσει τους Ροδίους, επειδή αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί του κατά του Πτολεμαίου της Αιγύπτου. Οι δύο αντίπαλοι, που κάποτε ήταν στρατηγοί του Αλέξανδρου, διεκδικούσαν τον έλεγχο του εμπορίου στο Αιγαίο πέλαγος, στο οποίο διέπρεπαν οι Ρόδιοι.
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέπλευσε στη Ρόδο με 200 πολεμικά πλοία, στα οποία επέβαιναν 40.000 στρατιώτες. Οι Ρόδιοι είχαν να αντιπαρατάξουν μόνον 6.000 – 7.000 άνδρες. Με έναν πολιορκητικό πύργο ύψους 46 μέτρων κι επενδυμένο με σιδερένια φύλλα, ο Δημήτριος σφυροκοπούσε τα τείχη της πόλης. Αν και προκλήθηκαν ρήγματα στα τείχη, οι Ρόδιοι απώθησαν τους πολιορκητές, αναγκάζοντάς τους να συμβιβαστούν. Με το χαρακτηριστικό επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, οι Ρόδιοι πούλησαν τον πύργο και τον υπόλοιπο πολεμικό εξοπλισμό αντί ενός υπέρογκου ποσού, το οποίο διέθεσαν για να τιμήσουν τον θεό που τους έσωσε.
Το βάθρο του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο. Το ότι τα πόδια του Κολοσσού ήταν ενωμένα, σήμαινε ότι ο Χάρης έπρεπε να δώσει λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μετά την αγκύρωση των πελμάτων του αγάλματος στο βάθρο ύψους 12 μέτρων, ο Χάρης κατασκεύασε έναν τεράστιο σκελετό από πέτρινα υποστυλώματα και σιδερένιες ράβδους, πάνω στον οποίο προσαρμόστηκαν χυτά μπρούντζινα φύλλα. Η γιγαντιαία μορφή, που ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια, καλύφθηκε με μπρούντζινη επένδυση.
Όταν απομακρύνθηκε ο βοηθητικός τεχνητός γήλοφος που περιέβαλλε το άγαλμα, και ο Ήλιος αποκαλύφθηκε στους κατοίκους της Ρόδου, ο Χάρης πρέπει να άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Είχε επίσης πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά του κινδύνου των ισχυρών ανέμων, που θα μαστίγωναν την εύθραυστη κατασκευή. Ο Φίλων ο Βυζάντιος αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν 15 τόνοι από μπρούντζο και 9 τόνοι σιδήρου. Υπολογίζεται, όμως, ότι οι αληθινές ποσότητες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Λαμβάνοντας υπ` όψιν ότι το Άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη έχει το ίδιο περίπου μέγεθος και βάρος 225 τόνους, ο Κολοσσός πρέπει να είχε ανάλογο βάρος.
Τα «µηχανήµατα» που χρησιµο̟οιήθηκαν όµως ήταν συγκλονιστικά: Πλωτοί καταπέλτες µε το µεγαλύτερο να πατάει σε έξι πλοία, «Χελώνες» και «κριοί» για διάτρηση και υπόσκαψη τειχών, «Ελεπόλεις» (πύργοι πολιορκίας) ύψους 30 ως 40 µέτρων µε καταπέλτες, δεξαµενές νερού και λαδιού και φλεγόµενα βέλη, µε αντικραδασµική και αντιπυρική µεταλλική επένδυση. Οι Ρόδιοι αµύνθηκαν µε φλογοβόλα, πυρπολικά πλοιάρια και καταπέλτες, καθώς και ταχεία ανοικοδόµηση δεύτερου και τρίτου τείχους µε ενδιάµεση τάφρο πίσω από την κατεστραµµένη πρώτη γραµµή τους.
Τελικά οι Ρόδιοι νίκησαν και ο ∆ηµήτριος έµεινε στην ιστορία ως ο «Πολιορκητής». Ο χαλκός από τις ελεπόλεις και τα πολιορκητικά έγινε. Το άγαλμα ήταν μια ευφυής «διαφήμιση» της πόλης που το ανήγειρε, απτή απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογίας της. Δυστυχώς, όμως, γύρω στο 226 π.Χ., μόλις 60 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, καθώς τα γόνατά του τσακίστηκαν από ένα σεισμό. Πέφτοντας λέγεται ότι γκρέμισε 30 σπίτια. Χρησμός μαντείου λέει σχετικά με την πιθανή επανατοποθέτησή του «μην κίνει τα κείμενα» και ο Κολοσσός δεν στάθηκε ποτέ πια όρθιος.
Ο Κολοσσός της Ρόδου δεν ήταν μόνο ένα έργο απαράμιλλης τέχνης και αισθητικής. Χτίστηκε ως ευγνωμοσύνη προς τον Θεό Ήλιο, προστάτη του νησιού, και συμβόλιζε την ελευθερία και ανεξαρτησία των Ροδίων. Παρόλο που το έργο καταστράφηκε 60 μόλις χρόνια μετά την κατασκευή του, η φήμη του πέρασε τα όρια της Ελλάδας, και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Το «Άγαλµα της Ελευθερίας» στη Νέα Υόρκη είναι η κοντινότερη «προσέγγιση» εφόσον είναι από το ίδιο υλικό, έχει τις ίδιες διαστάσεις, τον ίδιο τρόπο κατασκευής (ακτινωτός σκελετός, συναρµολόγηση από κάτω προς πάνω), και µάλλον την ίδια στάση.
Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑΣ
Εκπληκτικό κατόρθωμα παραμένει στο πέρασμα του χρόνου, η ανοικοδόμηση του περίφημου πυροφόρου πύργου της Αλεξάνδρειας (που έμεινε γνωστός ως Φάρος της Αλεξάνδρειας), τόσο κατασκευαστικά όσο και τεχνολογικά. Δίκαια κατατάχτηκε ανάμεσα στα επτά θαύματα. Κτίστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο και η κατασκευή του διάρκησε 12 χρόνια. Την ονομασία Φάρος την πήρε από την ομώνυμη νησίδα Φάρος που βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού της πόλης. Το συνολικό του ύψος έφτανε τα 140 μ.και ήταν χτισμένος σε τέσσερα επίπεδα.
Το πρώτο ήταν το ψηλότερο από όλα, ήταν τετράγωνο, διάτρητο από παράθυρα και γύρω-γύρω υπήρχε πλήθος δωματίων όπου στεγάζονταν οι μηχανικοί και οι φύλακες. Στο κέντρο του υπήρχε υδραυλικός μηχανισμός με την βοήθεια του οποίου ανέβαζαν τα διάφορα εφόδια και καύσιμα του πυργίσκου.
Το δεύτερο τμήμα, πάνω στο πρώτο ήταν οκταγωνικό, γεμάτο με ελικοειδής σκάλες και το τρίτο πάνω στο δεύτερο, ήταν κυκλικό, στολισμένο με κίονες.
Στο τελευταίο τμήμα στη κορυφή υπήρχε ο μηχανισμός που αντανακλούσε το φως. Εκεί υπήρχε τόσο η φωτιά όσο και ευαίσθητα όργανα που την αντανακλούσαν πολλά χιλιόμετρα μακριά (300 στάδια).Πολλές αναφορές μιλάνε για έναν παράξενο καθρέπτη από γυαλί ή διαφανή επεξεργασμένη πέτρα που μέσω αυτού μπορούσαν να βλέπουν πλοία στην θάλασσα, που δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι (κάτι σαν τηλεσκόπιο). Υπάρχουν επίσης πολλές αναφορές για έργα τέχνης με αυτοματισμούς όπως ένα άγαλμα που το δάχτυλό του ακολουθούσε την τροχιά του ηλίου στη διάρκεια της ημέρας, ένα άλλο που σήμαινε τις ώρες της ημέρας με ποικίλες και μελωδικές φωνές, ένα άλλο που έδινε το σύνθημα του συναγερμού όταν ερχόταν εχθρικός στόλος, που δεν ήταν ακόμα ορατός.
Ο φάρος δηλ. εκτός από την θαυμαστή του κατασκευή, περιελάμβανε πολλές εφαρμογές αυτομάτων μηχανισμών, υδραυλικών οργάνων, κατόπτρων κλπ , δείγματα των τεχνολογικών ικανοτήτων της εποχής. Οι µελέτες για το περίφηµο αυτό έργο έγιναν από το Μουσείο, την πανεπιστηµιακή σχολή της περίφηµης Βιβλιοθήκης, όπου δίδασκε και ο Ευκλείδης. Την κατασκευή ανέλαβε ο Σώστρατος ο Κνίδιος το 299 π.Χ. επί βασιλείας του Πτολεµαίου του Σωτήρα και τελείωσε 20 χρόνια αργότερα επί Πτολεµαίου Β΄ του Φιλάδελφου
Προηγήθηκαν τεράστια υποστηρικτικά έργα στον ισθµό του νησιού, το «Επταστάδιον» µε ογκόλιθους κόκκινου γρανίτη από το Ασουάν. Έπειτα χτίστηκε πύργος ύψους 56 µέτρων από το ίδιο υλικό και επένδυση µαρµάρου. Πάνω σε αυτό υπήρχε οκτάγωνος ̟ύργος 27 µέτρων και διαµέτρου 18. Πάνω σε αυτό κτίστηκε κυλινδρικός πύργος 7,5 µέτρων. Το αποτέλεσµα ήταν ένας 40ώροφος σηµερινός ουρανοξύστης µε καταστήµατα και εστιατόρια στο 1ο τµήµα για «τουριστικούς» λόγους, αποθηκευτικούς χώρους και κλιµακοστάσια στο 2ο και 3ο. Θόλος µε καύσιµη ύλη υπήρχε στην κορυφή.
Το φως ήταν ορατό από 50 χιλιόµετρα µακριά. Οι σοφοί του Μουσείου είχαν εγκαταστήσει ειδικό ανακλαστήρα που αντανακλούσε το φως τη µέρα και τη φλόγα τη νύχτα. Σε αυτό το σηµείο πρέπει να τεθούν τρία βασικά ερωτήµατα – µυστήρια :
1) Η φλόγα Πιθανολογείται ότι έκαιγαν νάφθα ως αιώνια πυρά
2) Ο ειδικός ανακλαστήρας πελώριοι ειδικοί µπρούτζινοι φακοί ή µετεωρική ύαλος από τη Σαχάρα;
3) Το άγαλµα της κορυφής τι υλικό άντεχε σε συνεχή τόσο υψηλή θερµοκρασίας; Μήπως µετεωρική ύαλος; Ποιο ήταν, ο Ποσειδώνας, ο Ζεύς Σωτήρ; Τι σχέση είχε µε τους θρύλους για καύση των εχθρικών πλοίων από µακριά (ειδικά κάτοπτρα);
Ο Φάρος υπέστη πολλές περιπέτειες µέχρι να καταστραφεί πλήρως το 850 µ.Χ. Ως και το 1994 βρέθηκαν τροµερά ευρήµατα στον υποθαλάσσιο χώρο του λιµανιού της Αλεξάνδρειας, γεγονός που έχει οδηγήσει τις αρχές σε σκέψεις δηµιουργίας επισκέψιµου υποθαλάσσιου αρχαιολογικού πάρκου.
ΑΡΧΑΙΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Ένα εύρημα από τις Αρχάνες Κρήτης ανατρέπει τα όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα για το επίπεδο της Ιατρικής στην αρχαία Ελλάδα. Πρόκειται για ένα Μινωικό κρανίο με επουλωμένα σημάδια εξόστωσης. Το γεγονός ότι τα σημάδια έχουν επουλωθεί αποδεικνύει ότι ο ασθενής επέζησε της εγχειρήσεως . Αυτό το εύρημα ήρθε να επιβεβαιώσει όσους πίστευαν ότι στην αρχαία Ελλάδα η Ιατρική και η χειρουργική επιστήμη ήταν ανεπτυγμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Δυστυχώς ένα μεγάλο φάσμα παραγόντων (όπως οι λαθρανασκαφές, ή έλλειψη έρευνας και επισταμένης μελέτης στα ήδη υπάρχοντα ευρήματα , τα ελάχιστα διασωθέντα σχετικά κείμενα κλπ, ακόμα ο όρκος σιωπής που έδιναν οι ασθενείς που θεραπεύοντο από τα κατά τόπους Ασκληπιεία) έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην μέχρι πρότινος υποτίμηση του επιπέδου της αρχαίας Ιατρικής των προγόνων μας
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Εκτός από τα γνωστά πολεμικά μέσα των προγόνων μας (πολεμικά πλοία, πολεμικές μηχανές, υγρό πυρ κλπ) υπάρχουν αναφορές στην Ελληνική ιστορία, απώτερη και νεώτερη (Προϊστορία) για κάποια άλλα άγνωστα όπλα ή τεχνικές, με καταπληκτικά (ακόμα και για την σημερινή εποχή) αποτελέσματα. Αναφορές της »Θεογονίας», του Ομήρου και του Ηροδότου:Κεραυνοί ανετίνασσαν τις κορυφές του Παρνασσού (κατά την εισβολή των Περσών).
«Οι δε κάτοικοι των Δελφών πληροφορούμενοι ταύτα κατετρόμαξαν και πανικόβλητοι ερωτούσαν το μαντείον δια τα ιερά πράγματα, εάν δηλαδή έπρεπε να τα τοποθετήσουν μέσα εις την γην ή να τα στείλουν εις άλλον τόπον. Ο Θεός όμως δεν τους άφησε να τα μετακινήσουν, ειπών ότι αυτός είναι ικανός να προστατεύει τα ιδικά του πράγματα. Οι κάτοικοι των Δελφών ακούσαντες ταύτα εφρόντιζον δια τον εαυτόν των» (τα παιδιά και οι γυναίκες εστάλησαν στην Αχαΐα και από τους άντρες οι περισσότεροι ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού και άφησαν τα πράγματά τους στο Κωρήκιο Άντρον, άλλοι έφυγαν στην Άμφισσα).
«Ώστε όλοι οι κάτοικοι των Δελφών εγκατέλειψαν την πόλιν εκτός εξήκοντα ανδρών και του ερμηνευτού της θελήσεως του Θεού. Ότε δε οι βάρβαροι επερχόμενοι επλησίασαν τόσον, ώστε να διακρίνουν το ιερόν, τότε ο ερμηνευτής της θελήσεως του Θεού, του οποίου το όνομα ήτο Ακήρατος, βλέπει έμπροσθεν του ναού στημένα τα ιερά όπλα, τα οποία είχον βγεί έξω από το άδυτον του ιερού των Δελφών και τα οποία δεν επετρέπετο κανείς να εγγίσει. Και ούτος μεν επήγαινε, δια να φανερώσει το Θείον εις τους ευρισκομένους κατοίκους των Δελφών.
Ότε δε οι βάρβαροι σπεύδοντες έφθασαν εις την περιοχήν της Προναίας Αθηνάς, συνέβησαν εις αυτούς θεία σημεία ακόμη σπουδαιότερα. Διότι και τούτο βεβαίως είναι θαύμα μεγάλο, όπλα πολεμικά μόνα των εφάνησαν στημένα έξω από τον ναό. Τα μετά ταύτα όμως γενόμενα είναι άξια θαυμασμού περισσότερο απ’ όλα. Ότε οι βάρβαροι επερχόμενοι ήσαν κοντά εις το ιερόν της Προναίας Αθηνάς, τότε από μεν τον ουρανόν έπιπτον επάνω των κεραυνοί, από δε τον Παρνασσόν αποκοπείσαι δύο κορυφαί ήρχοντο εναντίον των και επρόφθασον πολλούς από αυτούς, προσέτι και από το ιερόν της Προναίας ήρχετο βοή και αλαλαγμός». (Ηρόδοτος)
Ανάλογη τύχη με τους Πέρσες είχαν και οι Γαλάτες οι οποίοι επίσης προσπάθησαν να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, το 279 π.Χ. Μόλις λοιπόν συνεπλάκησαν, αμέσως κεραυνοί κατευθύνονταν εναντίων των Γαλατών και πέτρες που αποκόπηκαν από τον Παρνασσό, και άνδρες οπλισμένοι πρόξενοι, τρόμου ορθώθηκαν εναντίον των βαρβάρων. Απ” αυτούς λέγεται ότι άλλοι μεν ήλθαν από τους Υπερβόρειους. Ο Υπέροχος και ο Αμάδοκος και τρίτος, ο Πυρρός του Αχιλλέως. (Παυσανίας)
Το υγρό πυρ επινοήθηκε ή τελειοποιήθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Καλλίνικο (από την Ηλιούπολη της Συρίας). Υπήρξε ένα από τα φοβερότερα όπλα του Μεσαίωνα και επανειλημμένα έσωσε το Βυζάντιο από εχθρικές επιθέσεις. Γενικά η χρήση της φωτιάς για πολεμικούς σκοπούς είναι τόσο παλιά όσο και η πολεμική τέχνη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τρώες κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών με φωτιά «Και οι Τρώες ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαρφί και φλόγα απάνω ευθύς του χύθηκε ρημάχτρα».
Κατά την Βυζαντινή περίοδο εμπρηστικά μείγματα χρησιμοποιούντο ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η σύνθεσή του παρέμεινε μυστική στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάρρευση του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί η διαρροή της σε άλλους λαούς. Διακηρύχθηκε από πολύ νωρίς ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει τον τρόπο προετοιμασίας του υγρού πυρός θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου.
Τα αυστηρά μέτρα που κατά καιρούς ελήφθησαν πέτυχαν ώστε η σύνθεση του υγρού πυρός να παραμείνει μυστική, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το εμπρηστικό μείγμα περιβλήθηκε από μυστήριο, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να αποδίδονται σε αυτό κάποιες υπερφυσικές ιδιότητες και να υπάρχουν βασικά ερωτήματα αναφορικά με τα συστατικά του στοιχεία και τις μεθόδους εκτόξευσής του.
Η πρώτη ιστορική αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος προέρχεται από τον χρονικογράφο Μαλάλα (6ος αιώνας), ο οποίος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α’ (491 – 518 μ.Χ.) προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση του κόμη των Φοιδεράτων Βιταλιανού, κάλεσε από την Αθήνα κάποιο φιλόσοφο ονόματι Πρόκλο, ο οποίος φαίνεται ότι ασχολείτο με την παρασκευή εύφλεκτων υλών.
Ο Πρόκλος κατασκεύασε από »ΘΕΙΟΝ ΑΠΥΡΟΝ» (άκαυτο θειάφι) μία πολύ ψιλή σκόνη την οποία παρέδωσε στον αρχηγό του Βασιλικού Πλωίμου (στόλου) Μαρίνο, λέγοντάς του »όπου και αν τη ρίξεις, είτε σε κτίρια, είτε σε πλοία, η σκόνη με την ανατολή του ηλίου αναφλέγεται και καίει τα πάντα.». Έτσι και έγινε. Αυτή λοιπόν πρέπει να είναι η πρώτη αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος το οποίο υπήρξε ο πρόγονος του Ελληνικού υγρού πυρός.
Υπάρχουν αρκετές αναφορές που μιλάνε για την αυτανάφλεξη του υγρού πυρός μόλις αυτό ερχόταν σε επαφή με το νερό (ιδιότητα που το καθιστούσε πρακτικώς άσβεστο σε επιθέσεις εναντίον πλοίων) ιδιότητα που σύμφωνα με μερικούς ερευνητές πρέπει να οφείλεται στην παρουσία ασβέστη ή φωσφορούχου ασβεστίου. Άλλα συστατικά του σύμφωνα με τους ερευνητές πρέπει να ήταν η νάφθα, σε μορφή αργού ή αποσταγμένου πετρελαίου και στερεά συστατικά όπως νίτρο, θείο, ρητίνη ή και άλλες εύφλεκτες ύλες.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους ερευνητές δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το υγρό πύρ να ήταν και κάποιας μορφής πυρίτιδα (συμπέρασμα που προέρχεται από τις αναφορές για καπνούς και βροντές κατά την διάρκεια εκτόξευσής του). Όπως για την σύνθεση του υγρού πυρός, έτσι και για τα μέσα εκτόξευσής του τα Βυζαντινά κείμενα που αναφέρουν σχετικές πληροφορίες είναι ελάχιστα και ασαφή. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ως βασικό μέσο εκτόξευσή του πυρός αναφέρουν τον σίφωνα, ο οποίος έπρεπε πάντοτε να είναι επενδυμένος στο στόμιό του με χαλκό.
Με βάση λοιπόν τις αναφορές οι νεότεροι ερευνητές δέχθηκαν ότι ο όρος »σιφών» σημαίνει »σωλήνας εκτόξευσης», ενώ υπήρξαν μερικοί που υποστήριξαν ότι ο όρος »σιφών» σημαίνει »καταθλιπτική αντλία», συνδεδεμένη όμως με σωλήνα εκτόξευσης. Η εκτόξευσή του γινόταν σίγουρα με μηχανικό τρόπο. Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές ο »σιφών» ήταν κάποιο καζάνι στο οποίο θερμαινόταν το υγρό πύρ και οι »σιφωνάριοι» (εκπαιδευμένοι χειριστές πυροτεχνουργοί) σημάδευαν με το ακροφύσιο, το οποίο πολλές φορές είχε την μορφή προτομής λέοντα ή άλλου αγρίου ζώου με το στόμα ανοικτό το εχθρικό πλοίο και εκτόξευαν το υγρό πύρ.
Τότε το υγρό πύρ αποκτούσε υψηλή πίεση μέσω καταθλιπτικής αντλίας, σύμφωνα με μία μερίδα ερευνητών ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές το υγρό πύρ αποκτούσε πίεση μέσα στο καζάνι είτε λόγω της θέρμανσης ή βρασμού του, είτε λόγω κάποιας ελεγχόμενης έκρηξη. Εκτός των »σιφώνων» οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το υγρό πύρ μπορούσε επίσης να εκτοξευτεί εναντίον των πλοίων, των πολεμικών μηχανών, των εγκαταστάσεων και των στρατευμάτων του εχθρού και με διάφορους άλλους τρόπους
α) Μέσα σε πήλινες χύτρες (δοχεία) που εξακοντίζονταν με εκηβόλους πολεμικές μηχανές, όπως βαλλίστρες (μεγάλοι καταπέλτες σταθερής βάσης) ή αλακάτια και γεράνια (μικροί καταπέλτες περιστρεφόμενης βάσης)
β) Μέσα σε »χειροσιφώνες», δηλαδή σε μικρές γυάλινες ή πήλινες σφαίρες τις οποίες οι στρατιώτες εξακόντιζαν με τα χέρια τους, αφού πρώτα άναβαν την θρυαλλίδα ή το στουπί που προεξείχε από την μοναδική οπή της σφαίρας (στην περίπτωση του μη αυταναφλεγόμενου υγρού πυρός) καλυπτόμενοι πίσω από σιδερένιες ασπίδες.
γ) Με δόρατα, ακόντια και βέλη στην άκρη των οποίων είχαν τοποθετηθεί φλεγόμενα στουπιά βουτηγμένα στο υγρό πύρ. Το βεληνεκές των μέσων εκτόξευσης του υγρού πυρός και ειδικότερα των »σιφώνων» μας είναι άγνωστο μιας και οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό.
Το υγρό πύρ όμως ήταν ακαταμάχητο και στον ψυχολογικό τομέα. Η επίδρασή του στο ηθικό του εχθρού ήταν καταλυτική. Εκατοντάδες κείμενα εξιστορούν τον τρόμο που προκαλούσε η χρήση του »Ελληνικού πυρός» όπως συνήθως το αποκαλούσαν. Από τον 15ο αιώνα και μετά με την τελειοποίηση της μαύρης πυρίτιδας και την χρησιμοποίηση των πυροβόλων όπλων, το υγρό πύρ και γενικά οι εμπρηστικές ύλες εγκαταλείφθηκαν σταδιακά.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Η Ελληνική Γλώσσα αποτελεί µια πλήρως µαθηµατική γλώσσα βασισµένη σε λογική εξίσωσης. ∆ηλαδή, αν κάποιος διαθέτει κάποιους γνωστούς και ορισµένους παράγοντες µέσα σε µια νοηµατική (ή µαθηµατική) πρόταση, µπορεί µε την λογική δοµή της Ελληνικής Γλώσσας να βρει και να ορίσει και τους αγνώστους, είτε αυτοί είναι λέξεις είτε έννοιες, κ.λπ. Οι υπολογιστές της NASA το 2006 προγραµµατίστηκαν µε γλώσσα προγραµµατισµού µε βάση τα αρχαία Ελληνικά (Discovery and Science).
Οι υπεύθυνοι αξιωµατούχοι της υπηρεσίας δήλωσαν ότι το έπραξαν αυτό ακριβώς για να εκµεταλλευτούν το τεράστιο υπολογιστικό δυναµικό της Ελληνικής Γλώσσας και την ανεξάντλητη ικανότητά της να ορίζει επακριβώς την φύση και το περιεχόµενο νέων εννοιών. Πολλοί ερευνητές αναφέρουν ότι στην Οµηρική εποχή υπήρχαν περί τους 6.000.000 λεκτικούς τύπους.
Ακόµη και αν αυτοί σφάλλουν, ακόµη και αν ο αριθµός των λεκτικών τύπων βρισκόταν απλώς στην τάξη των χιλιάδων, το βέβαιο είναι ότι η αρχαία Ελληνική µε όλες τς εκφάνσεις, διαλέκτους και παραλλαγές της σίγουρα δε µπορεί να συγκριθεί µε τη σηµερινή λεξιπενία και εν γένει αδυναµία του λόγου (γραπτού και προφορικού). ∆εν είναι τυχαίο ότι ρίζες ή και αυτούσιες λέξεις της αρχαίας Ελληνικής υπάρχουν ακόµη και σήµερα σε φυλές της Πολυνησίας, της νότιας Αµερικής, αλλά ακόµα και σε γλώσσες όχι τόσο µακρινές όπως οι «Λατινο»-γενείς.
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
(2) :
(3) :
(4) :
(5) :
(6) :
(7) :
(8) :
(9) :
(10) :
(11) : http://isxys.blogspot.com
0 Σχόλια