Όταν το ελληνικό ζήτημα με την ευρωζώνη λήξει με τον α ή β τρόπο, το επόμενο μεγάλο θέμα που θα απασχολήσει την Ευρωπαϊκή Ενωση, πάλι με την παρεμβολή δημοψηφισματικής διαδικασίας, θα είναι η σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ.
O λόγος, βέβαια, για τη βούληση της αναβαπτισμένης τον περασμένο Μάιο κυβέρνησης Κάμερον να προχωρήσει σε μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ, το αποτέλεσμα της οποίας αναμένεται να θέσει σε δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια του 2017. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, επικαλούμενος από τη μια και αυτός την πρόσφατη λαϊκή εντολή για σκληρή επαναδιαπραγμάτευση, αφήνει, από την άλλη, να εννοηθεί ότι πρόθεσή του δεν είναι να απομακρύνει τη χώρα του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (προχωρώντας στο λεγόμενο Brexit) και πως οι μεταβολές που θα απαιτήσει στη σχέση της με την ΕΕ είναι εκείνες που θα επιτρέψουν στους –ούτως ή άλλως- ευρωσκεπτικιστικές Βρετανούς να ψηφίσουν τελικά την παραμονή τους στην Ένωση (έως πρόσφατα οι σχετικές δημοσκοπήσεις έδειχναν την κοινή γνώμη να είναι 50%-50%).
Μια εισαγωγή στην αναθεώρηση των σχέσεων Βρετανίας-ΕΕ έκανε ο βρετανός πρωθυπουργός στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 24-25/6. Ομως, αν και είχε προγραμματιστεί να γίνει συζήτηση επ’ αυτών, το ελληνικό ζήτημα την επισκίασε και το βρετανικό θέμα μετατέθηκε για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του επομένου Δεκεμβρίου.
Ωστόσο, όπως συνέβη και με τη δική μας περίπτωση, το εύρος και η κρισιμότητα μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, καθώς και η πόλωση και το απρόβλεπτο ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, δεν είναι απίθανο να εκτρέψει τα πράγματα και τους σχεδιασμούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι το σενάριο για Brexit είναι βάσιμο, καθώς μάλιστα αρκετοί από τους εταίρους της Βρετανίας στην ΕΕ ήδη αντιδρούν και δηλώνουν πως δε θα δεχθούν καμιά ουσιώδη αλλαγή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, ακόμη και με έναν τέτοιο κίνδυνο.
Η σύγκριση πάντως της ελληνικής περίπτωσης και της βρετανικής παρουσιάζει αρκετές διαφορές.
Και καταρχήν υπάρχουν τέτοιες ως προς το περιεχόμενο των πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων, μια και, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Βρετανία ψήφισε λιτότητα και συνέχεια, κάτι που είναι το σύνηθες για την παραδοσιακή κομματική πολιτική που κυριαρχεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για αιώνες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η βασική υπόσχεση του Κάμερον ότι θα συνεχίσει την προσπάθεια για να αποκαταστήσει πλήρως την οικονομία της Βρετανίας. Και επ’ αυτού να αναφερθεί ότι στην παρούσα φάση η βρετανική οικονομία είναι πλέον από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη. Π.χ. η ανεργία της είναι στο ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ, ο χρηματοπιστωτικός τομέας του Λονδίνου ανθεί και σε αρκετά μεσοστρώματα υπάρχει ξανά μια αίσθηση ευημερίας. Τα δεδομένα αυτά ήταν καθοριστικά ώστε τα εν λόγω κοινωνικά στρώματα να ψηφίσουν κατά πλειοψηφία Συντηρητικούς, έχοντας ανησυχήσει ότι μπορεί να μπει σε κίνδυνο η βελτίωση από τις εξαγγελίες των Εργατικών για εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Πέραν τούτων, οι αναλυτές στην ίδια τη Βρετανία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ που υπάρχει έντονο ενδιαφέρον, προσπαθούν μετά τις 7 Μαΐου να ερμηνεύσουν τι σημαίνει ο θρίαμβος του Συντηρητικού Κάμερον, για το θέμα της Σκοτίας και τις σχέσεις της Βρετανίας με τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως, βέβαια, την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για το πρώτο όλοι μοιάζουν να συμφωνούν ότι το μέλλον των σχέσεων της Σκοτίας με το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν από τα βασικά που έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη των εν λόγω εκλογών. Κι αυτό παρότι μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο οι Σκώτοι έκαναν δημοψήφισμα για το αν θέλουν ή όχι να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο και να γίνουν ανεξάρτητοι. Και παρά το γεγονός ότι τότε ψήφισαν ΟΧΙ στην ανεξαρτησία, στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές, περιέργως, οι Σκώτοι Εθνικιστές (SNP) είδαν να αυξάνουν και όχι να μειώνονται τα ποσοστά τους. Τελικά, το SNP είπε στους Σκώτους ότι θα μπορούσαν να έχουν πλέον κάτι διαφορετικό από την ανεξαρτησία: να μείνουν στην Ένωση αλλά ταυτόχρονα να στείλουν μεγάλο αριθμό εθνικιστικών βουλευτών στο Λονδίνο για να ψηφίζουν υπέρ των συμφερόντων της Σκοτίας.
Σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της Βρετανίας, δεν είναι μόνο το ενδεχόμενο του Brexit που απασχολεί τους εταίρους της, αλλά και ο εν γένει ρόλος της χώρας στον κόσμο. Σχετικά με το δεύτερο αυτό θέμα, οι σύμμαχοι της Βρετανίας στην Ευρώπη και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ανησυχούν ότι ακόμη και με τον Κάμερον –όπως θα γινόταν και με τον Μίλιμπαν- η Βρετανία θα συνεχίσει να «αποσύρεται» από τον κόσμο– έχοντας προχωρήσει σε περικοπές των αμυντικών και διπλωματικών δαπανών και σε ουσιαστικά μη συμμετοχή στον αεροπορικό πόλεμο των ΗΠΑ κατά των ισλαμιστών του IS στη Συρία και στο Ιράκ.Έτσι, μετά τις τελευταίες εκλογές είναι αρκετοί εκείνοι που λένε ότι η Βρετανία θα πρέπει να κάνει μια σοβαρή συζήτηση αν θέλει να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο μιας, έστω μεσαίου βεληνεκούς, παγκόσμιας δύναμης.
Σχεδόν οι πάντες, όμως, συμφωνούν ότι η δεύτερη θητεία Κάμερον, με τη δέσμευσή του για επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της Βρετανίας με την ΕΕ και τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος θα σημάνει, σε οποιαδήποτε περίπτωση μεγαλύτερη απώλεια της βρετανικής επιρροής στην ΕΕ, εκτός από τα προβλήματα που θα προκαλέσει στην Ένωση μια τέτοια διαδικασία.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στη Βρετανία, είναι ότι και ο Άντι Μπέρναμ, επικρατέστερος για την ηγεσία των ηττημένων Εργατικών, δηλώνει ότι αν εκλεγεί νέος αρχηγός του κόμματος θα ζητήσει κι αυτός τη διεξαγωγή ανάλογου δημοψηφίσματος. Περιγράφοντας τον εαυτό του ως «ένθερμο φιλο-ευρωπαϊστή», ο Μπέρναμ δικαιολογεί αυτή τη στάση του –που αντίκειται στην προηγούμενη θέση των Εργατικών οι οποίοι απέκλειαν ένα τέτοιο δημοψήφισμα- ότι η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της Βρετανίας με την ΕΕ είναι απαραίτητη ώστε να πεισθούν οι Βρετανοί ψηφοφόροι για τα οφέλη της παραμονής τους στο ευρωπαϊκό μπλοκ.
Αυτή βέβαια η αβεβαιότητα γύρω από ένα Brexit ή έστω μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ, που θα είναι ανασταλτικός παράγων για την όποια πρόοδο της Ένωσης τα επόμενα χρόνια, έχει αρχίσει να αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για πολλές κοινοτικές πρωτεύουσες, που θα μεγαλώσει κι άλλο εάν φύγει από το κάδρο το Grexit… Πάντως, οι πολιτικές ελίτ και τα ΜΜΕ στη Βρετανία παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις του ελληνικού ζητήματος, κρίνοντας ότι μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά τη βρετανική κοινή γνώμη στις επιλογές που έχει να κάνει στα επόμενα δύο χρόνια σε σχέση με την Ευρώπη.
Ανάλυση: Πολυδεύκης Παπαδόπουλος
0 Σχόλια