Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ναύπακτο. Τίποτα δε μου έλειπε όταν ήμουν μικρή. Και εγώ και τα αδέλφια μου τα είχαμε όλα. Μόνο ίσως ο πατέρας μου που τον χάσαμε νωρίς, αλλά είχαμε τον τρόπο μας. Το 1957 τελείωσα δασκάλα και το 1960 ήρθα στο ίδρυμα στη Λαμία.
Ήμουν 22,5 χρονών κορίτσι. Είχα μεγαλώσει κοντά στο κατηχητικό και ο πνευματικός μου με καθοδήγησε να έρθω στο ίδρυμα όπου ζητούσαν διευθύντρια. Ξέρω, ακούγεται περίεργο στην εποχή μας, αλλά τότε έτσι ήταν η υπακοή στον πνευματικό μας. Η μάνα μου δεν ήθελε με τίποτα να φύγω.» Τι πας να κάνεις;» μου έλεγε και με ρωτούσε συνέχεια τι μου λείπει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως έπρεπε να το κάνω. Νόμιζε πως θα χαθώ και θα πάω στράφι. Για μια χρονιά είχα υπογράψει στην αρχή, αλλά μετά δεν μπορούσα να αφήσω τα κορίτσια μου. Δεν καταλάβαινε πως για μένα η προσφορά ήταν πιο σημαντική από το να κάνω οικογένεια και τις φιλοδοξίες. Σε μια μικρή κοινωνία που όλοι ξέραν πως τα είχαμε όλα, την έπιαναν και της έλεγαν πού το στέλνεις το κορίτσι.
Είχε πεισμώσει πολύ και δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Δεν μου ξαναμίλησε. Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο και ούτε ποτέ ήρθε να με δει. Ένα χρόνο μετά πέθανε. Την έσκασα. Ήταν άρρωστη και δεν με πήρανε τα αδέλφια μου να μου το πουν. Με πήρε μια δασκάλα μου και πήρα δανεικά να πάω να την προλάβω. Λίγο πριν πεθάνει έφτασα σπίτι μας, της μίλησα και μου έδωσε την ευχή της. Νομίζω με συγχώρεσε. Κατάλαβε.
Πέτρινα χρόνια. Δύσκολα. Μπήκα κοριτσόπουλο εδώ μέσα και έμεινα μια ζωή. Πέρασα την πόρτα και δεν είχε τίποτα. Ένα παλιό σπίτι και 40 ορφανά χωρίς φαΐ. Επαρχία μεταπολεμικής Ελλάδας και μια φτωχή, κλειστή κοινωνία. Κολύμπι στα βαθιά. Τους τρεις πρώτους μήνες κλεινόμουν τις νύχτες σε ένα μπάνιο και έκλαιγα. Έλεγα δεν μπορώ να τα καταφέρω. Ήμουν εντελώς μόνη σε ένα μέρος με αγνώστους και καταστάσεις σκληρές. Ήμουν τόσο μικρή και έπρεπε να διευθύνω κάτι που δεν ήξερα. Υπήρχαν κορίτσια μεγαλύτερα από μένα. Πολλές φορές είπα να φύγω και να γυρίσω πίσω, αλλά πώς θα μπορούσα να αφήσω τα κορίτσια αυτά;
Νομίζω πως κουμάντο από τότε και μετά με έκανε ο Θεός. Αυτός κανόνιζε. Δέκα χρόνια πάλευαν να βάλω σειρά και να το κάνω αξιοπρεπές και βιώσιμο. Μετά κάπως ανασάναμε. Τώρα με τη κρίση και για εμάς όπως και για όλους είναι δύσκολα. Ποτέ όμως δεν άφησα τα κορίτσια να πεινάσουν. Πάντα μας αγκάλιαζαν και είχαμε φαγητό. Μακάρι να μπορούσα να προσφέρω και πιο πολλά στις ψυχές αυτές, αλλά εδώ κάνουμε εθελοντισμό. Δεν είμαστε υπάλληλοι. Αν και νομίζω τελικά πως το δόσιμο είναι πολύ σημαντικότερο όταν γίνεται από καρδιάς και όχι για ανταμοιβή.
H κυρία Βάγια Κόκκαλη από το Πολυδένδρι Δομοκού. Μια από τις σαράντα ορφανές που η Σταυρούλα Πελέκη συνάντησε το 1960 στο ορφανοτροφείο. Μεγάλωσε στο ίδρυμα, έφυγε το 1965 για να εργαστεί στον Άγιο Σάββα και επέστρεψε για να προσφέρει εθελοντικά. Σήμερα είναι 81 ετών, δεν έκανε οικογένεια και λέει πως εδώ είναι το σπίτι της – Φωτογραφία: Kωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
Ποτέ μου δεν μετάνιωσα. Αισθάνομαι ο πιο πλήρης άνθρωπος του κόσμου. Μικρή ήθελα να γίνω νοσοκόμα. Να ταξιδεύω και να βοηθάω τραυματίες στον πόλεμο. Παιδικές φαντασιώσεις. Τελικά κοντά σε αυτό που ονειρευόμουν με έφερε η ζωή. 500 και πάνω κορίτσια περάσαν από εδώ όσο είμαι εγώ και τελικά νιώθω πως τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από την αγάπη που έδωσα και εισέπραξα. Δεν είμαι η μάνα τους. Το ξέρω πολύ καλά. Με φωνάζουν μαμά και δε γυρνάω επίτηδες. Μετά μου λένε » Κυρία γιατί δεν γυρνάτε;»
Τους λέω με ωραίο τρόπο πως δεν είμαι η μητέρα τους και πως καμιά γυναίκα δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό της μάνας που τις γέννησε. Εγώ βέβαια παιδιά δεν έκανα, αλλά νομίζω πως όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου τα αγάπησα σαν δικά μου. Μάνα τους αισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ να κλέβω τον τίτλο από τις πραγματικές μητέρες. Καμιά φορά με μερικά είχα τέτοιο δέσιμο που νομίζω με κάλυψε σαν μάνα. Σαν άνθρωπος και εγώ είχα αδυναμίες, αλλά προσπαθούσα να κρατάω ισορροπίες και να μην τα ξεχωρίζω όσο δύσκολο και αν ήταν. Για μένα, όλες ίδιες.
Σκληρό πράμα η ορφάνια. Είδα πολύ πόνο στα 54 χρόνια που είμαι εδώ. Ψυχούλες βασανισμένες. Πώς να σκεφτώ εγώ πολυτέλειες και προσωπική ζωή; Εδώ είχα καινούρια οικογένεια συνέχεια. Περνούσαν τα χρόνια και δεν καταλάβαινα πώς. Άλλες έφευγαν, νέες ερχόντουσαν. Πώς να βάλω εγώ τον εαυτό μου πάνω από τα κορίτσια που είχαν χάσει τους γονείς τους; Νομίζω πως ακόμη πιο συγκλονιστικό από το θάνατο είναι η εγκατάλειψη. Τα παιδιά που τα παράτησαν και τα απαρνήθηκαν. Οι μάνες εκεί έξω και τα παιδιά εδώ μέσα. Αυτό ήταν πάντα το πιο δύσκολο. Ο πόνος του παιδιού που η μάνα το αρνήθηκε είναι από τα πράγματα που με ανατρίχιαζαν πάντα.
Παλιά τα κορίτσια τα μαθαίναμε μοδιστρική και όσες ήταν καλές μαθήτριες τις σπουδάζαμε. Το σταματήσαμε το μάθημα. Τι να γίνουν τώρα; Μοδίστρες; Κοιτάμε να τις κάνουμε φοιτήτριες και να τις σπουδάζουμε. Έχουμε πολλές φοιτήτριες. Ξέρεις κάτι όμως; Δεν θα με με νοιάξουν πια τόσο τα πτυχία. Να είναι ευτυχισμένες θέλω, να είναι καλοί άνθρωποι και να έχουν όσο πιο όμορφη ζωή γίνεται. Μέχρι να παντρευτούν θα τις έχω πάντα έννοια. Μετά λίγο ηρεμώ. Πάντα όμως κρατάω επαφές.
Έρχονται εδώ και με βλέπουν και εγώ τις παρακολουθώ. Μου φέρνουν τα παιδιά τους. Μερικά τα βαφτίζουν Σταυρούλα. Αν ήμουν αυστηρή; Δεν νομίζω! Μαλακή μου λέγαν πάντα πως ήμουν. Δεν ήταν και εύκολο. Είναι διπλή η ευθύνη να μεγαλώνεις και να φροντίζεις ορφανά παιδιά. Από τη μία τόσα πολλά κορίτσια που θα πρέπει να τα προφυλάξεις και να τα μεγαλώσεις ηθικά και από την άλλη ο κόσμος να αλλάζει και να πρέπει να τα κάνεις δυνατά για να τον αντιμετωπίσουν. Έχω περάσει τόση αγωνία…
Το πιο συγκλονιστικό που έζησα πρόσφατα ήταν το μωρό που βρέθηκε κοντά μας. Ένα πλάσμα έξι μηνών. Πρώτη φορά είχαμε τόσο μικρό παιδί εδώ μέσα. Τεράστια ευτυχία, αλλά και μεγάλη ευθύνη σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Τώρα είναι 23 κορίτσια εδώ μέσα. Δύσκολα είναι, αλλά έχει ο Θεός. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν φύγω. Κάποιος θα βρεθεί ελπίζω. Όταν πεθάνω τους έχω πει δε με νοιάζει. Βάλτε με σε μια κουβέρτα και πετάξτε με. Απλά πριν, πέστε στα γόνατα και πείτε μια προσευχή για τη ψυχή μου.
Oρφανοτροφείο Θηλέων Λαμίας τηλ. 22310 22477 Για προσφορές και στήριξη: 582 – 002101 – 137154 / ΑLPHA BANK
0 Σχόλια