Όλα τα πήρε αυτή η κρίση: συνήθειες, πλασματικές και μη, καταθέσεις, εργασιακή σταθερότητα, πιθανότητα αυξήσεων στις μηνιαίες αποδοχές, προοπτική σύνταξης.
Μαζί με όλα αυτά έφυγαν και λέξεις,φράσεις που περιέγραφαν κατεστημένες αντιλήψεις. Μερικές από αυτές αποτελούσαν, ούτως ή άλλως, λήμματα σε black list που λεξιπλάστες χωρίς φαντασία δημιούργησαν και τα μικροαστικά βιώματα απογείωσαν.
Διαβάζοντας αυτό το κατεβατό θα εκπλαγείς, όπως κι εγώ τώρα που γράφω, με την ασχήμια των λέξεων που περιέγραφαν τη μικρο-μίζερη καθημερινότητά που υπερίσχυσε από τα post '70s και μετά και η οποία ακροβατούσε ανάμεσα στην ικανοποίηση από τα βασικά και την αγωνία κατάκτησης του «Greek Dream»: Μεγάλο σπίτι σε προάστιο, αυτοκίνητα, εξοχικά δύο ή τρία, μεγάλη ζημιά σε λουλούδια στα μπουζούκια, γκόμενες –για παντρεμένους- γκόμενο –για παντρεμένες που έχουν ψυχή-, κοσμήματα, gourmet κουζίνα, διακοπο-δάνειο, καταναλωτικό δάνειο, χρυσή πιστωτική κάρτα.
Αυτό θα μπορούσε να είναι το προ κρίσεως λεξικό του απόλυτου κιτς που κάποτε βίωνε η υπερτροφικά δανειζόμενη Ελλάδα και οι κάτοικοί της:
Όλα τα λεφτά : «Βισσική» ατάκα από ομώνυμο τραγούδι που έγινε και πολιτικό σύνθημα συνοδεύοντας το επίδοξο «Όλα τα κιλά».
Εισοδηματίας: Κοινωνικά ευγενής έκφραση που περιγράφει τον πλούσιο άεργο με περιουσία αγνώστου προελεύσεως και μυστηριώδους «πόθεν έσχες».
Νοικοκυρά: Συνήθως απαντάται στο καθημερινό λεξιλόγιο περιγράφοντας την ιδιότητα γυναίκας, συζύγου μισθωτού ή επιτηδευματία, η οποία ασχολείται αποκλειστικά με τα οικιακά, με μεσημεριανό διάλειμμα για παρακολούθηση hardcore κουτσομπολιού στην TV.
Αποταμίευση: Απαντάται ως έννοια, job description αλλά και διαδικασία. Α)«Το εγχειρίδιο του καλού τραπεζίτη» αναφέρει στην ιστορική αναδρομή του ότι πρόκειται διαδικασία συλλογής χρήματος με σκοπό μελλοντική χρήση. B) Job description: Περιγράφει τον υπάλληλο τραπέζης που εργάζεται στο τμήμα προώθησης προγραμμάτων αποταμίευσης, κλάδος που δυστυχώς χάθηκε μαζί με τις καταθέσεις.
Κομπόδεμα: Λέξη που προήλθε από τσιγκούνηδες πλην οικονομικά εύρωστους ανθρώπους με τάσεις κρυψίνοιας και συλλογής χρημάτων αποκλειστικά για φετιχιστικούς λόγους. Η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το συγκεντρωθέν χρηματικό ποσό.
Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: Δημοφιλής έκφραση μεταξύ των υπαλλήλων του Δημοσίου τομέα και των ΔΕΚΟ για να περιγράψει την ανυπαρξία αντιστοιχίας μεταξύ μισθού-παραγωγικότητας-προσόντων ή ακόμα και μισθού-παρουσίας στο εργασιακό περιβάλλον.
Δουλίτσα να υπάρχει: Η μεγαλύτερη αντανάκλαση κακομοιριάς και μοιρολατρίας σε μία λέξη. Παρουσιάζει την εργασία ως προσωρινή κατάσταση πριν φτάσει κανείς στο επιθυμητό στάτους ρουσφετολογικής πρόσληψης στο Δημόσιο.
Weekend: Post '80s ατάκα που αν και ξένο δάνειο ενσωματώθηκε στην εγχώρια κουλτούρα για να περιγράψει συνήθως την απόδραση από τα αστικά κέντρα σε πολυτελή σαλέ στη φύση.
Οκτάωρο: Λέξη με διττή έννοια: νοσταλγίας για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και απειλής που επανέρχεται για τους εργαζομένους στο Δημόσιο.
Ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας: Η τάση ιδιοκτησίας σε όλο της το μεγαλείο, που μεταμορφωμένη σε μανία μετακατοχικού συνδρόμου προκάλεσε τον πολεοδομικό όλεθρο των Αθηνών και τη μετατροπή της πρωτεύουσας σε τσιμεντούπολη.
Αναδημοσιευση Απο Yupi
0 Σχόλια