Στις 21 Οκτωβρίου κυκλοφόρησε στις γαλλικές κινηματογραφικές αίθουσες η νέα ταινία της ανεξάρτητης κινηματογραφίστριαςCheyenne Marrie Carron (Τσεγιέν Μαρί Καρόν), με τίτλο“Patries” («Πατρίδες»).
Η ταινία αυτή της 39χρονης Carron (φωτο) - η οποία γυρίζει ταινίες από το 2001, χωρίς τα οφέλη της προώθησης και της υποστήριξης που απολαμβάνουν πολλές ταινίες που δεν τιμούν τον γαλλικό κινηματογράφο - είναι εξ αρχής άξια θαυμασμού, διότι τολμά να καταπιαστεί με ένα θέμα «ταμπού» στον σημερινό μονοδιάστατο ‘πολιτικά ορθό’ κινηματογράφο. Πρόκειται για μια ταινία που σηκώνει το πέπλο στην «σκληρή πραγματικότητα» που ποτέ δεν θέλησε μέχρι σήμερα να δει και να σχολιάσει ο γαλλικός κινηματογράφος, ο οποίος βρίσκεται βυθισμένος τα τελευταία χρόνια στην πολιτική ορθότητα και τη μετριότητα.
«Ο Απόστολος» (“L'Apôtre”), η προηγούμενη ταινία της θαρραλέας γαλλίδας δημιουργού, βγήκε στις αίθουσες το 2014 προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις και απειλές για την νεαρή καλλιτέχνιδα. Η ταινία διηγείται την ιστορία ενός νεαρού μουσουλμάνου ο οποίος θέλει να γίνει Χριστιανός Καθολικός. Κάποιες αίθουσες μετά την επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo τον περασμένο Ιανουάριο αφαίρεσαν την ταινία από το πρόγραμμά τους, από τον φόβο των επιθέσεων εκ μέρους ισλαμιστών.
Η νέα της ταινία μεγάλου μήκους, είναι ασπρόμαυρη, χωρίζεται σε δύο μέρη και έχει προϋπολογισμό όσο ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό τριών λεπτών!
Η ταινία «Πατρίδες» αναφέρεται στον ρατσισμό εναντίον των Λευκών και την προσπάθεια ενός νεαρού Γάλλου να γίνει αποδεκτός από τους νεαρούς μετανάστες, αφού αισθάνεται ξένος μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Γάλλος Σεμπαστιέν (AugustineRaguenet) μετακομίζει από την επαρχία με τους γονείς του στα περίχωρα του Παρισιού, όπου η μητέρα του έχει βρει δουλειά. Εκεί αναπτύσσει μια περίπλοκη φιλία με τον Πιερ, έναν Καμερουνέζο (Jackee Toto), ο οποίος αναζητά την ταυτότητά του. Ο Πιερ επιχειρεί να τον ‘μπάσει’ στον κύκλο του, μια ομάδα νέων παιδιών μεταναστών από την Αφρική, αλλά μάταια. Ο Σεμπαστιέν προσπαθεί να γίνει αποδεκτός από τους Αφρικανούς, αλλά υφίσταται την απόρριψη, επειδή είναι “Babtou”, δηλαδή «το πρόσωπό του είναι σαν την κιμωλία».
Για τον νεαρό Γάλλο - που μυήθηκε μικρός από τους γονείς στην θρησκεία του «όλοι μπορούμε να ζήσουμε μαζί» - αποτελεί ένασοκ να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος σε αυτό το προάστιο, επειδή είναι λευκός. Καθώς νιώθει ξένος στην ίδια του την πατρίδα, η λύση είναι είτε να επιστρέψει στην περιφέρεια, είτε έρθει αντιμέτωπος, κυριολεκτικά, με την κατάσταση και να επιχειρήσει να «ενσωματωθεί» μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα των γαλλικών μητροπόλεων και των προαστίων τους, την οποία οι γονείς του δεν καταλαβαίνουν και γρήγορα γίνεται ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου για δύο νταήδες Αφρικανούς που αρνούνται να του σφίξουν το χέρι, λόγω του χρώματος του δέρματός του και τον απειλούν με μαχαίρι.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, ο Πιερ απορρίπτει την φιλία του με τον Σεμπαστιέν και προδίδει την εμπιστοσύνη του. Αναζητά εργασία αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα καθεστώς που τον κρατά εξαρτημένο από τα βοηθήματα. Ταυτόχρονα διέρχεται μια κρίση ταυτότητας. Έχει ήδη συμπληρώσει πέντε χρόνια στην Γαλλία και δεν έχει ξαναγυρίσει στην πατρίδα του.
Αναρωτιέται αν πρέπει φύγει και να φτιάξει μια δική του δουλειά στο Καμερούν για να φτιάξει την ζωή του και να βοηθήσει τον λαό του, στην γη των πατέρων του, ή να μείνει για χάρη της μητέρας του που, όπως και η μητέρα του Σεμπαστιέν έδωσε τα πάντα για να του προσφέρει μια καλύτερη ζωή.
Το συμπέρασμα είναι ότι και οι δυο νέοι αναζητούν την Πατρίδα τους, και πως η ειρηνική συνύπαρξη τόσο για τα παιδιά των μεταναστών όσο και για τα παιδιά των γηγενών, παρά τις ατελείωτες καλά χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις προπαγάνδας της «ενσωμάτωσης» είναι αδύνατη.
Πρόκειται για μια επιτυχημένη ταινία, η τελική σκηνή της οποίας θα εκπλήξει μόνο εκείνους που, που ζουν στην γαλλική περιφέρεια και δεν ξέρουν ή δεν έχουν βιώσει τη ζωή στα προάστια. Η ταινία αποτελεί ένα γερό χαστούκι στην υποκρισία των αριστερών ή αλλιώς ένα «καλωσήρθατε στην πραγματικότητα», όπου η «ειρηνική συνύπαρξη» των παιδιών των μεταναστών με τους νεαρούς Γάλλους είναι απλά αδύνατη. Και για αυτό δεν βέβαια, φταίει ο «ρατσισμός» των γηγενών ή το «άδικο σύστημα», αλλά η ίδια η διαφημιζόμενη και επιβαλλόμενη ‘πολυπολιτισμικότητα’ που φέρνει μόνο δυστυχία, βία και φόβο. Μόνο οι πλούσιοι στις ακριβές συνοικίες ή οι κολλημένοι σε νεκρές και αποτυχημένες ιδεοληψίες αρνούνται να δουν αυτή την πραγματικότητα, έστω και αν σήμερα είναι γενικά αποδεκτή από όλους τους νέους, ανεξάρτητα του τι χρώμα έχει το δέρμα τους ή ποια είναι η ταυτότητά τους.
0 Σχόλια