Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς χρονολογούνται από τον 16ο αι., όταν πολλοί έλληνες λόγιοι κατέφυγαν στην περιοχή της Ιταλίας, που τότε ήταν το πνευματικό κέντρο της Αναγέννησης. Ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε σημαντικός και τα ιταλικά επηρέασαν τα ελληνικά σε πάρα πολλούς τομείς της καθημερινότητας. Ας δούμε τα δάνειά μας, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:
► φαγητό
γαρνιτούρα guarnitura
γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)
γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)
καντίνα cantina
καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)
καρμπονάρα carbonara
κολατσιό colazione
κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)
κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)
λεμόνι limone < περσικό limun
μουρταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum
(= μύρτο)
μουστάρδα mostarda (= σινάπι)
μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)
μπίρα birra < γερμανικό Bier
μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)
μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)
νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga
ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl
πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)
παστέλι pastello < pasta
παστίλια pastiglia
παστίτσιο pasticcio
πέτσα pezza (= τεμάχιο)
πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)
πίτσα pizza
πορτοκάλι portogallo
ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)
σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)
σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
σόδα soda
σούπα zuppa
τρατάρω trattare (= φιλεύω)
φέτα fetta (= τεμάχιο)
φιλέτο filetto < filo (= νήμα)
φράουλα fragola
φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης
φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)
φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)
► σπίτι
ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)
αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)
βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)
βαλίτσα valigia
βαρέλι barella
βεντάλια ventaglio
βεντούζα ventosa
βίλα villa
γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)
κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)
κασόνι cassone < cassa
κομοδίνο comodino
κουκέτα cuccetta
λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok
μεζούρα misura ή mesura
μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon
ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)
πάγκος banco (= θρανίο)
πακέτο pacchetto
παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)
πετσέτα pezzetta
πολυθρόνα poltrona
πόμολο pomolo
πορσελάνη porcellana
σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)
σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)
σπίρτο spirto < spirito
ταράτσα terrazza
τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)
τσουκάλι zucca
φασίνα fascina
► μαστορέματα
γράσο grasso (= λίπος)
καδρόνι quadrone
καρότσα carrozza
λασκάρω lascare
λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)
μπάζα bazza (= όγκος χώματος)
μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)
πέργολα pergola (= κληματαριά)
πινέλο penello < penis (= ουρά)
στόκος stocco
τανάλια tanaglia
τσάπα zappa (= σκαπάνη)
τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)
► σώμα
γκριμάτσα grimazza
κάλος callo < λατινικό callus ή callum
μπούστο busto (= στηθόδεσμος)
φράντζα frangia
► ένδυση
γκαρνταρόμπα guardaroba
γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από
τους Κροάτες ιππείς
κάλτσα calza
καπέλο capello
κολάρο collaro
κορδέλα cordella
κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)
λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro
παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok
παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon
ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba
σκαρπίνι scarpino
σκούφια scuffia
τακούνι taccone
τιράντα tirante (= τραβηγμένος)
φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)
φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)
φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος
πανιού
► ομορφιά
λιμάρω limare (= ακονίζω)
λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
μασέλα mascella
μάσκαρα mascara
μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)
μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)
ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)
περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)
φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)
φινέτσα finezza
φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)
► στη γειτονιά
κάβα cava
μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)
μπόγιας boja (= δήμιος)
πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)
φουγάρο fogara
► σχολείο
ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)
κασετίνα cassettina
μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere
(= κινώ)
μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)
φασαρία fassaria
► χρώματα
γκρίζος grigio
σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)
► ζώα
γάλος gallo
γάτα gatta < λατινικό catta
καρδερίνα cardellino
μπαμπουίνος babbuino
παπαγάλος papagallo
πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin
πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)
σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας
► φυτά
βιολέτα violetta
μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon
► αθλητισμός
μπάλα balla (= δέσμη) < palla
► χρήμα
κοστίζω costare
μαγαζί magazzino < αραβικό machazin
μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)
πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)
► στον δρόμο
βαγόνι vagone < αγγλικό wagon
κολόνα colonna < λατινικό columna
κόρνα corna
μανιβέλα manovella
μανούβρα manovra
μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok
ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, καταθέ-
τω)
παρκάρω parcare (= σταθμεύω)
ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)
τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)
τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)
τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)
► θάλασσα
βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)
γόνδολα gondola
καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)
κότερο cotero < αγγλικό cutter
κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius
λοστρόμος nostromo
μαρίνα marina
μόλος molo
μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)
μπαρκάρω imbarcare
μπατάρω battere (= χτυπώ)
ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)
σαλπάρω salpare
φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)
φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη, δυ-
στυχία, κακοτυχία)
► μουσικά όργανα
άρπα arpa < γερμανικό Harfe
καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)
κλαρινέτο clarinetto
κλαρίνο clarino
κοντραμπάσο contrabbasso
μαντολίνο mandolino
όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)
πιάνο piano (= σιγά)
ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)
τρομπέτα trombetta < tromba
τρομπόνι trombone < tromba
φλάουτο flauto
► διασκέδαση
ακόρντο accordo
αρλεκίνος arlecchino
ατάκα attacca
βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)
βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)
γιρλάντα ghirlanda
εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)
καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)
κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)
κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)
κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)
μαέστρος maestro
μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)
μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)
μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant
μπιλιάρδο bigliardo
μπρίο brio (= ζωηρότητα)
ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)
όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera
(= εργασία, έργο)
παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)
παλιάτσος pagliaccio
πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)
πιανίστας pianista
πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)
ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)
σιγοντάρω secondare
σκάκι scacco (= ζατρίκιο)
στάμπα stampa
στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)
τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)
τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)
τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)
τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)
φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)
φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce
φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)
φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)
► έρωτας
αμόρε amore
καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)
κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτά-
ρω) < corte (= βασιλική αυλή)
κουφέτο confetto
μπομπονιέρα bonboniera
σκέρτσο scherzo
► άνθρωποι
άγαρμπος α- στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)
αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)
βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)
Εγγλέζος Ingleso
καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)
καπάτσος capace
κοπέλα coppella
λέτσος lezzo (= δυσωδία)
μάγκας mango (= σωματέμπορος)
μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)
μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba
(= γενειάδα)
μπόμπιρας bombero
μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)
νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)
πορτιέρης portiere < λατινικό porta
ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)
ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό
romanice < Romanus (= Ρωμαίος)
σβέλτος svelto (= ευκίνητος)
σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus
σκάρτος scarto (= απόρριψη)
σκερτσόζος scherzoso
φορτσάτος forzato
φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)
► άλλες λέξεις
αμολάω amollare (= αφήνω)
αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus
ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυ-
ντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)
βαρελότο barelotto
βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)
βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)
βόμβα bomba
γκρίνια / γρίνια grigna
γουστάρω gustare
γούστο gusto
γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)
διάνα diana
ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)
καζίνο casino < casa (= σπίτι)
καραμπίνα carabina
καρικατούρα caricatura
κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)
κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολο-
κληρώνω ή είμαι ευγενικός)
κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser <
< λατινικό compresso (= συμπιέζω)
κόντρα contra
κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)
κουμαντάρω comandare
κουράγιο coraggio
λάβα lava (= πλημμύρα)
λίστα lista (= σειρά, γραμμή)
μακέτα macchietta
μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)
μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)
μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)
μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)
μαρκάρω marcare
μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)
μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)
μινιατούρα miniatura
μοντάρω montare
μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)
μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)
μπλοκάρω bloccare
μπουκάρω boccare
μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)
μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα,
παράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)
παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)
πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)
πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)
πατατράκ patatrac
πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)
πέρλα perla
ποντάρω pontare
πόστο posto (= θέση, τόπος)
πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)
ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)
ρίσκο risco
σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)
Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)
σινιάλο segnale (= σήμα)
σκέτος schietto
σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)
σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)
σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)
στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)
σφαλιάρα sfagliaro
τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)
τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)
τόμπολα tombola
τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)
τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)
φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης
φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro
φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus
φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)
0 Σχόλια