Δάνειες λέξεις από τα ιταλικά - OneMagazino

Breaking

OneMagazino

www.magazino1.blogspot.gr

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2015

Δάνειες λέξεις από τα ιταλικά

Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς χρονολογούνται από τον 16ο αι., όταν πολλοί έλληνες λόγιοι κατέφυγαν στην περιοχή της Ιταλίας, που τότε ήταν το πνευματικό κέντρο της Α­ναγέννησης. Ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε σημαντικός και τα ιταλικά επηρέασαν τα ελληνικά σε πάρα πολλούς τομείς της καθημερινότητας. Ας δούμε τα δά­νειά μας, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:


► φαγητό
γαρνιτούρα guarnitura
γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)
γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)
καντίνα cantina
καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)
καρμπονάρα carbonara
κολατσιό colazione
κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)
κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)
λεμόνι limone < περσικό limun
μουρταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum
(= μύρτο)
μουστάρδα mostarda (= σινάπι)
μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)
μπίρα birra < γερμανικό Bier
μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)
μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)

νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga
ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl
πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)
παστέλι pastello < pasta
παστίλια pastiglia
παστίτσιο pasticcio
πέτσα pezza (= τεμάχιο)
πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)
πίτσα pizza
πορτοκάλι portogallo
ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)
σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)
σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
σόδα soda
σούπα zuppa
τρατάρω trattare (= φιλεύω)
φέτα fetta (= τεμάχιο)
φιλέτο filetto < filo (= νήμα)
φράουλα fragola
φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης
φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)
φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)

► σπίτι
ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)
αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)
βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)
βαλίτσα valigia
βαρέλι barella
βεντάλια ventaglio
βεντούζα ventosa
βίλα villa
γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)

κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)
κασόνι cassone < cassa
κομοδίνο comodino
κουκέτα cuccetta
λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok
μεζούρα misura ή mesura
μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon
ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)
πάγκος banco (= θρανίο)
πακέτο pacchetto
παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)
πετσέτα pezzetta
πολυθρόνα poltrona
πόμολο pomolo
πορσελάνη porcellana
σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)
σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)
σπίρτο spirto < spirito
ταράτσα terrazza
τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)
τσουκάλι zucca
φασίνα fascina

► μαστορέματα
γράσο grasso (= λίπος)
καδρόνι quadrone
καρότσα carrozza
λασκάρω lascare
λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)
μπάζα bazza (= όγκος χώματος)

μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)
πέργολα pergola (= κληματαριά)
πινέλο penello < penis (= ουρά)
στόκος stocco
τανάλια tanaglia
τσάπα zappa (= σκαπάνη)
τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)

► σώμα
γκριμάτσα grimazza
κάλος callo < λατινικό callus ή callum
μπούστο busto (= στηθόδεσμος)
φράντζα frangia

► ένδυση
γκαρνταρόμπα guardaroba
γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από
τους Κροάτες ιππείς
κάλτσα calza
καπέλο capello
κολάρο collaro
κορδέλα cordella
κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)
λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro
παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok

παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon
ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba
σκαρπίνι scarpino
σκούφια scuffia
τακούνι taccone
τιράντα tirante (= τραβηγμένος)
φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)
φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)
φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος
πανιού

► ομορφιά
λιμάρω limare (= ακονίζω)
λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
μασέλα mascella
μάσκαρα mascara
μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)
μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)
ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)
περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)
φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)
φινέτσα finezza
φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)

► στη γειτονιά
κάβα cava
μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)
μπόγιας boja (= δήμιος)
πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)
φουγάρο fogara

► σχολείο
ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)
κασετίνα cassettina
μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere
(= κινώ)
μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)
φασαρία fassaria

► χρώματα
γκρίζος grigio
σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)

► ζώα
γάλος gallo
γάτα gatta < λατινικό catta
καρδερίνα cardellino
μπαμπουίνος babbuino

παπαγάλος papagallo
πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin
πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)
σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας

► φυτά
βιολέτα violetta
μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon

► αθλητισμός
μπάλα balla (= δέσμη) < palla

► χρήμα
κοστίζω costare
μαγαζί magazzino < αραβικό machazin
μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)
πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)

► στον δρόμο
βαγόνι vagone < αγγλικό wagon
κολόνα colonna < λατινικό columna
κόρνα corna
μανιβέλα manovella
μανούβρα manovra

μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok
ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, καταθέ-
τω)
παρκάρω parcare (= σταθμεύω)
ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)
τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)
τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)
τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)

► θάλασσα
βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)
γόνδολα gondola
καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)
κότερο cotero < αγγλικό cutter
κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius
λοστρόμος nostromo
μαρίνα marina
μόλος molo
μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)
μπαρκάρω imbarcare
μπατάρω battere (= χτυπώ)
ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)
σαλπάρω salpare
φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)
φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη, δυ-
στυχία, κακοτυχία)

► μουσικά όργανα
άρπα arpa < γερμανικό Harfe
καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)
κλαρινέτο clarinetto
κλαρίνο clarino
κοντραμπάσο contrabbasso
μαντολίνο mandolino

όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)
πιάνο piano (= σιγά)
ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)
τρομπέτα trombetta < tromba
τρομπόνι trombone < tromba
φλάουτο flauto

► διασκέδαση
ακόρντο accordo
αρλεκίνος arlecchino
ατάκα attacca
βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)
βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)
γιρλάντα ghirlanda
εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)
καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)
κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)
κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)
κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)
μαέστρος maestro
μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)
μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)
μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant
μπιλιάρδο bigliardo
μπρίο brio (= ζωηρότητα)
ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)
όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera
(= εργασία, έργο)
παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)

παλιάτσος pagliaccio
πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)
πιανίστας pianista
πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)
ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)
σιγοντάρω secondare
σκάκι scacco (= ζατρίκιο)
στάμπα stampa
στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)
τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)
τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)
τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)
τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)
φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)
φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce
φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)
φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)

► έρωτας
αμόρε amore
καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)
κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτά-
ρω) < corte (= βασιλική αυλή)
κουφέτο confetto
μπομπονιέρα bonboniera
σκέρτσο scherzo

► άνθρωποι
άγαρμπος α- στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)
αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)
βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)
Εγγλέζος Ingleso
καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)
καπάτσος capace
κοπέλα coppella
λέτσος lezzo (= δυσωδία)
μάγκας mango (= σωματέμπορος)
μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)
μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba
(= γενειάδα)
μπόμπιρας bombero

μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)
νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)
πορτιέρης portiere < λατινικό porta
ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)
ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό
romanice < Romanus (= Ρωμαίος)
σβέλτος svelto (= ευκίνητος)
σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus
σκάρτος scarto (= απόρριψη)
σκερτσόζος scherzoso
φορτσάτος forzato
φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)

► άλλες λέξεις
αμολάω amollare (= αφήνω)
αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus
ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυ-
ντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)
βαρελότο barelotto
βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)
βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)
βόμβα bomba
γκρίνια / γρίνια grigna
γουστάρω gustare
γούστο gusto
γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)
διάνα diana
ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)
καζίνο casino < casa (= σπίτι)
καραμπίνα carabina
καρικατούρα caricatura
κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)
κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολο-
κληρώνω ή είμαι ευγενικός)
κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser <
< λατινικό compresso (= συμπιέζω)
κόντρα contra
κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)
κουμαντάρω comandare
κουράγιο coraggio
λάβα lava (= πλημμύρα)
λίστα lista (= σειρά, γραμμή)
μακέτα macchietta
μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)
μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)
μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)
μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)
μαρκάρω marcare
μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)
μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)
μινιατούρα miniatura
μοντάρω montare
μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)
μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)
μπλοκάρω bloccare
μπουκάρω boccare
μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)
μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)

ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα,
παράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)
παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)
πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)
πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)
πατατράκ patatrac
πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)
πέρλα perla
ποντάρω pontare
πόστο posto (= θέση, τόπος)
πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)
ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)
ρίσκο risco
σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)
Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)
σινιάλο segnale (= σήμα)
σκέτος schietto
σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)
σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)
σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)
στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)
σφαλιάρα sfagliaro
τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)
τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)
τόμπολα tombola
τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)
τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)
φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης
φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro
φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus
φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

add