Το γάλα βλάπτει την υγεία των παιδιών σας
Όλοι μας σχεδόν είμαστε πεπεισμένοι ότι το γάλα αποτελεί την πιο σημαντική τροφή για την υγεία των παιδιών. Και αν τυχόν στο παιδί μας δεν αρέσει το γάλα και αρνείται να το πιει, ανησυχούμε μην τυχόν και κινδυνεύσει η υγεία του. Είμαστε θύματα της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας των εταιρειών γαλακτοκομικών προϊόντων που θέλοντας να ανεβάσουν τον αριθμό των πωλήσεων των προϊόντων τους, μας έχουν πείσει (τρομοκρατήσει, θα ήταν ίσως η σωστότερη λέξη) ότι για να είναι τα παιδιά μας υγιή, πρέπει να πίνουν καθημερινά γάλα. Η αλήθεια όμως είναι αρκετά διαφορετική.
Ο Dr. H. M. Sinclair, πρόεδρος του Magdalenia College, Oxford University, επιφανής ερευνητής θεμάτων διατροφής, είχε αναγνωρίσει την κατωτερότητα του αγελαδινού γάλακτος και την τάση να υπερτρέφουμε τα παιδιά με γάλα. Ο Dr. Sinclair πιστεύει ότι η υπερβολική κατανάλωση γάλακτος κατά την περίοδο που το παιδί αναπτύσσεται δεν είναι επιθυμητή και μπορεί να προκαλέσει πρώιμη ωρίμανση που μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιες εκφυλιστικές παθήσεις. Με άλλα λόγια υπερτρέφοντας το παιδί κατά την ανάπτυξη με γάλα μειώνουμε αυτή την περίοδο, φέρνουμε το σχήμα του ενήλικα γρηγορότερα και μειώνουμε τη ζωή. Η υπερβολική γρήγορη ανάπτυξη των παιδιών στις ΗΠΑ και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, όπου γίνεται υπερκατανάλωση γάλακτος, μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη εκφυλιστικών παθήσεων όπως καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια και καρκίνο.
Οι γιατροί H. D. Lynch και W.D. Snively, Jr, σε μια συνάντηση του American Medical Association στη Μιννεάπολη, ανέφεραν ότι ποτά όπως το γάλα και οι χυμοί κατεβαίνουν στον λαιμό του μωρού πολύ εύκολα, ενώ τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες, που πρέπει να φαγωθούν ώστε το παιδί να αναπτυχθεί υγιές, δεν είναι γλυκές και πρέπει να μασηθούν. Τα παιδιά εύκολα συνηθίζουν σε αυτές τις τροφές που χρειάζονται λίγη προσπάθεια για να φαγωθούν και κατά συνέπεια προτιμούν τις υγρές, γλυκές τροφές. Έτσι στερούνται μιας καλής διατροφής που αποτελείται από τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες όπως κρέας, πουλερικά, ψάρι και πολλές τροφές που πρέπει να μασηθούν και έτσι αναπτύσσουν φθορά στα δόντια και μολυσματικές ασθένειες.
Οι διατροφολόγοι A. L. Daniels και G. Everson του State University of Iowa ανέφεραν σε μια μελέτη για τη φτωχή διατροφή προσχολικών παιδιών ότι πολλά παιδιά που καταναλώνουν πολύ γάλα συχνά εμφανίζουν αναιμία, δυσκοιλιότητα και έλλειψη βιταμινών (το γάλα δεν περιέχει όλες τις απαραίτητες βιταμίνες). Ο Dr. Alfred Schwarts, επίκουρος καθηγητής Κλινικής Ιατρικής στο πανεπιστήμιο Washington αναφέρει ότι σοβαρή διατροφική αναιμία είναι πιο συχνή ανάμεσα στα παιδιά που πίνουν μεγάλες ποσότητες γάλακτος.
Ο Dr. Eugene Rosamond σε μια συνάντηση παιδιατρικής και ιατρικής κοινότητας είπε ότι η συμβουλή να πίνουν τα παιδιά καθημερινά γάλα είναι μια εξαιρετική εμπορική προπαγάνδα, αλλά κακή ιατρική συμβουλή.
Επίσης είπε ότι περίπου το 7% των άρρωστων παιδιών που πηγαίνουν στον γιατρό είναι άρρωστα επειδή η μητέρα τους τα ανάγκαζε να πίνουν περισσότερο γάλα από ό, τι χρειάζονταν. Ο Dr. Rosamond αναφέρει τα ακόλουθα τυπικά συμπτώματα από την τόσο πολύ κατανάλωση γάλακτος στη διατροφή των παιδιών: αναιμία, δυσκοιλιότητα, ευερεθιστότητα, άρνηση να φάει, μη ξεκούραστος ύπνος και άσχημα όνειρα. Τα παιδιά χρειάζονται καλές στερεές τροφές όπως κρέας, πουλερικά, ψάρια, αυγά, φρέσκα λαχανικά και φρούτα για να είναι υγιή, και όχι γάλα.
Το αγελαδινό γάλα προκαλεί διάρροια στα βρέφη
Το αγελαδινό γάλα μπορεί να σκοτώσει το μωρό σας. Τον Νοέμβριο του 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet ότι τα βρέφη που καταναλώνουν αγελαδινό γάλα έχουν 14 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από επιπλοκή διάρροιας και 4 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από πνευμονία σε σχέση με τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα (1). Ακόμα ένας παράγοντας που έχει συνδεθεί με το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου των βρεφών είναι η δυσανεξία και η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα. Ωστόσο δεν αρκεί το να θηλάζουν τα βρέφη, για να είναι προστατευμένα από τις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις του αγελαδινού γάλακτος. Θα πρέπει να το αποφεύγουν και οι μητέρες του που τα θηλάζουν.
Και αυτό γιατί με τον θηλασμό μεταφέρονται στο παιδί είτε κάποια αντιγόνα του αγελαδινού γάλακτος είτε κάποια αντισώματα που η ίδια η μητέρα έχει προς το αγελαδινό γάλα. Για το εν λόγω θέμα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες, όπως για παράδειγμα αυτή που δημοσιεύθηκε το 1983 στο Pediatrics, η οποία έδειξε ότι στα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα, η εκδήλωση κολικών συνδέεται με την κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος από τη μητέρα τους. Συγκεκριμένα 66 μητέρες που θήλαζαν 66 παιδιά με βρεφικό κολικό τοποθετήθηκαν σε μια δίαιτα ελεύθερη από αγελαδινό γάλα. Ο κολικός εξαφανίστηκε σε 35 βρέφη. Μια δίαιτα ελεύθερη από αγελαδινό γάλα προτείνεται για τις μητέρες ως μια πρώτη δοκιμή θεραπείας βρεφικού κολικού σε βρέφη που θηλάζουν (2).
Το αγελαδινό γάλα είναι η σημαντικότερη αλλεργιογόνος τροφή για τα παιδιά
Και ας περάσουμε στα παιδιά. Σύμφωνα με την American Academy of Allergy, Asthma and Immunology το αγελαδινό γάλα αποτελεί την πρώτη και τη σημαντικότερη αλλεργιογόνο τροφή για τα παιδιά. Και υπολογίζει ότι πάνω από τα μισά παιδιά των ΗΠΑ έχουν κάποια μορφή αλλεργικής αντίδρασης στο γάλα. Στην Ελλάδα;
Μια συχνή εκδήλωση της αλλεργίας στο γάλα είναι η αυξημένη έκκριση βλέννας που μπορεί να οδηγήσει σε βήχα, βρογχίτιδα, άσθμα, πνευμονία και μολύνσεις των αυτιών. Συμπτώματα που περνάνε μόλις διακοπεί ή περιοριστεί η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος. Άλλωστε μια βρετανική μελέτη κατέληξε στο ότι το 93% των παιδιών που είχαν άσθμα και ρινίτιδα και στα οποία διαγνώσθηκε αλλεργία στο αγελαδινό γάλα, παρουσίαζαν ή μη τα συμπτώματα της πάθησής τους ανάλογα με το αν έπιναν γάλα ή όχι. Στο δικό σας παιδί που συχνά παρουσιάζει επεισόδια άσθματος, ρινίτιδας ή ωτίτιδας, ο παιδίατρός σας έχει ζητήσει την εξέτασή του για τροφική αλλεργία στο γάλα;
Ο γιατρός Nathaniel Mead τόνισε ότι «τουλάχιστον 50% όλων των παιδιών στις ΗΠΑ είναι αλλεργικά στο αγελαδινό γάλα και σε πολλά από αυτά η αντίδραση αυτή δεν έχει διαγνωσθεί. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι η κύρια αιτία διατροφικών αλλεργιών οι οποίες συνήθως εμφανίζονται με διάρροια, δυσκοιλιότητα και κούραση. Έχει αναφερθεί ότι πολλές περιπτώσεις άσθματος και κολπικών μολύνσεων ανακουφίστηκαν ή εξαλείφθηκαν μόλις σταμάτησε η κατανάλωση γαλακτοκομικών» (3).
Το 1994 στο περιοδικό Pediatric Allergy and Immunology δημοσιεύθηκε μια μελέτη σχετικά με την αλλεργία και τη μη ανεκτικότητα των βρεφών στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος. Σε αυτή τη μελέτη αναφέρθηκε ότι «περίπου 50-70% παρουσίασαν δερματικά προβλήματα, 50-60% παρουσίασαν γαστρεντερικά προβλήματα και 20-30% παρουσίασαν αναπνευστικά προβλήματα. Σοβαρό ατοπικό έκζεμα ήταν το κύριο σύμπτωμα. Η συνιστώμενη θεραπεία ήταν να αποφεύγουν το αγελαδινό γάλα» (4).
Το αγελαδινό γάλα προκαλεί χρόνια δυσκοιλιότητα στα παιδιά
Οι γιατροί γνωρίζουν ότι το γάλα προκαλεί σε μερικά παιδιά διάρροια λόγω της αλλεργίας που έχουν σε αυτήν την τροφή. Το γάλα όμως μπορεί να προκαλέσει στα παιδιά και χρόνια δυσκοιλιότητα, όπως έδειξε μια μελέτη των Iacono, Montalto, Florena, Tumminello, Soresi, Notarbartolo και Carrocio, οι οποίοι ερεύνησαν τις περιπτώσεις 65 παιδιών που υπέφεραν από χρόνια δυσκοιλιότητα και είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με καθαρτικά χωρίς ανταπόκριση. Αρκεί να σταματούσαν να πίνουν γάλα και μαζί σταματούσε και η δυσκοιλιότητά τους (5). Η αιτία γι’ αυτό είναι ότι το γάλα είναι μια τροφή χωρίς φυτικές ίνες, και περιέχει καζεΐνη, μια πρωτεΐνη που είναι σαν κόλλα και αποτρέπει την κινητικότητα του εντέρου. Το ίδιο ισχύει για όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα πλην του αγνού παραδοσιακού γιαουρτιού.
Το παραδοσιακό γιαούρτι περιέχει προβιοτικά (φιλικούς μικροοργανισμούς που κάνουν καλό στην εντερική χλωρίδα), και άρα η με μέτρο κατανάλωσή του βοηθά στην κινητικότητα του εντέρου. Προτιμήστε κατσικίσιο ή πρόβειο γιαούρτι με όλα του τα λιπαρά, και αποφύγετε το αγελαδινό γιαούρτι, τα επιδόρπια γιαουρτιού με φρούτα και ζάχαρη και τα τυποποιημένα εμπορικά γιαούρτια που είναι από σκόνες γάλακτος και περιέχουν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, προβιοτικά.
Το αγελαδινό γάλα προκαλεί αναιμία στα παιδιά (αλλά και στους ενήλικες)
Ένα συχνό πρόβλημα στα παιδιά είναι η έλλειψη σιδήρου και η αναιμία. Η κατανάλωση γάλακτος έχει συσχετισθεί με την έλλειψη αυτή με δύο τρόπους. Πρώτον, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι τροφές φτωχές σε σίδηρο και γι’ αυτό, αν κάποιος τρέφεται κατά βάση με αυτές, δεν καλύπτει τις ανάγκες του σε σίδηρο. Όταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα καταναλώνονται μαζί με τροφές που είναι πλούσιες με σίδηρο, εμποδίζουν την πρόσληψή τους από τον οργανισμό.
Γι’ αυτό άλλωστε και οι γιατροί, όταν χορηγούν σε έναν ασθενή σκευάσματα σιδήρου, του συνιστούν να τα παίρνει σε μια χρονική απόσταση δύο ή τριών ωρών πριν ή μετά την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων. Το ασβέστιο και ο σίδηρος είναι ανταγωνιστές. Οπότε αν φάτε μια σπανακόπιτα που περιέχει τυρί δεν θα απορροφήσετε τον σίδηρο που περιέχει το σπανάκι (που ήδη είναι χαμηλό σε σίδηρο σε σύγκριση με το μοσχάρι ή το συκώτι).
Ο δεύτερος λόγος που το γάλα έχει συσχετισθεί με την πρόκληση αναιμίας από έλλειψη σιδήρου είναι ότι λόγω αντιδράσεων των κυττάρων του εντέρου στις πρωτεΐνες του γάλακτος προκαλούνται μικρές αιμορραγίες στο επιθήλιο του εντέρου, με αποτέλεσμα την απώλεια αίματος και κατά συνέπεια αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο για την αποκατάστασή του. Ενδεικτικά παραθέτω μια μελέτη μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 1982 στο Journal of Pediatrics. Σύμφωνα με τους ερευνητές που την εκπόνησαν, τα βρέφη που τρέφονται με αγελαδινό γάλα κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου της ζωής τους μπορεί να έχουν μια απώλεια αίματος της τάξης του 30% από την εντερική οδό και μια σημαντική απώλεια σιδήρου κατά την αφόδευση.
Το πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα υγείας μοιάζει να είναι φανερό, αλλά το επιβεβαιώνει και μια έρευνα που δημοσιεύθηκε το 1999 στο Journal of Pediatric Surgery, σύμφωνα με την οποία σε όλες τις περιπτώσεις η αιμορραγία σταμάτησε τελείως ύστερα από μια δίαιτα ελεύθερη από αγελαδινό γάλα. Η απώλεια αίματος είναι μια αντίδραση στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος. Συγκεκριμένα η μελέτη αυτή ανέφερε τα εξής: «Η προκαλούμενη από το αγελαδινό γάλα εντερική αιμορραγία είναι μια καλά αναγνωρισμένη αιτία αιμορραγίας του ορθού (εντέρου) στην εμβρυική ηλικία.
Οι συγγραφείς αναφέρονται σε παιδιά ηλικίας 5 ετών που παρουσίασαν είτε ορατή αιμορραγία του ορθού ή σοβαρή αναιμία που συνδέεται με κρυφή εντερική αιμορραγία λόγω εντεροπάθειας από αγελαδινό γάλα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αιμορραγία επιλύθηκε εντελώς μετά από την εισαγωγή μιας δίαιτας χωρίς αγελαδινό γάλα. Το συμπέρασμα είναι ότι η εντεροπάθεια από αγελαδινό γάλα μπορεί να προκαλεί φανερή αιμορραγία του ορθού ή σοβαρή αναιμία από κρυφή εντερική αιμορραγία ακόμα και σε μεγαλύτερα παιδιά. Μετά από κατάλληλη εξέταση, πάντα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια δοκιμή με αποκλεισμό αγελαδινού γάλακτος» (6).
Το γάλα μπορεί να προκαλέσει νεανικό διαβήτη τύπου 1
Το 1991 στο περιοδικό Annals of Medicine δημοσιεύθηκε μελέτη με τίτλο «Οι πρωτεΐνες του γάλακτος στην αιτιολογία του ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη. Οι ερευνητές της μελέτης έγραψαν: «Η αιτιολογία του ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη είναι πολυπαραγοντική. Η τελική αιτία της ασθένειας, η ειδική καταστροφή των νησιδίων βήτα-κυττάρων, είναι το αποτέλεσμα μιας κυτταρικής/υγρής αυτοάνοσης διαδικασίας που λειτουργεί σε άτομα με συγκεκριμένο γενετικό υπόβαθρο σε απάντηση σε έναν εξωτερικό προκλητικό παράγοντα. Οι πιο πιθανοί περιβαλλοντικοί πυροδοτητές είναι ιικές μολύνσεις και διατροφικοί παράγοντες. Ανάμεσα στην ομάδα των διατροφικών πρωτεϊνών, κυρίως οι πρωτεΐνες του γάλακτος έχουν βρεθεί ότι είναι σημαντικές.
Η εξάλειψη των πρωτεϊνών αγελαδινού γάλακτος από τη διατροφή μείωσε σημαντικά τη συχνότητα του ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη σε διαβητικούς αρουραίους BB, και η εξάλειψη ήταν πιο αποτελεσματική όταν συνέβαινε πριν τον απογαλακτισμό. Σε προσφάτως ανακαλυφθέντες διαβητικούς (αρουραίους και παιδιά) βρέθηκαν αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων σε πρωτεΐνες αγελαδινού γάλακτος σε σύγκριση με μη διαβητικά άτομα που αποτελούσαν ομάδα ελέγχου. Η υπόθεσή μας είναι ότι οι πρωτεΐνες βοδινού γάλακτος (ιδιαίτερα η βοδινή λευκωματίνη) μπορεί να είναι ένας σημαντικός περιβαλλοντικός παράγοντας παρέχοντας ειδικά πεπτίδια που μοιράζονται αντιγονικούς επίτοπους με κυτταρικές πρωτεΐνες του ξενιστή» (7).
Γιατί όμως το γάλα μπορεί να προκαλέσει νεανικό διαβήτη; Ασθενείς με νεανικό διαβήτη παράγουν αντισώματα στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος και υπεύθυνη φαίνεται να είναι κυρίως η bovine serum albumin. Συγκεκριμένα το 1992 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New England Journal of Medicine μελέτη με τίτλο «Ένα πεπτίδιο βοδινής λευκωματίνης ως πιθανός πυροδοτητής του ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη». Οι ερευνητές αυτής της μελέτης έγραψαν: «Το αγελαδινό γάλα έχει ενοχοποιηθεί ως ένας πιθανός πυροδοτητής αυτοάνοσης απάντησης που καταστρέφει τα παγκρεατικά βήτα κύτταρα σε γενετικά ευαίσθητους ξενιστές, προκαλώντας έτσι διαβήτη.
Μελέτες σε ζώα έχουν προτείνει ότι η βοδινή λευκωματίνη ορού (BSA) είναι η πρωτεΐνη του γάλακτος που είναι υπεύθυνη, και ένα πεπτίδιο αλβουμίνης που περιέχει 17 αμινοξέα (ABBOS) μπορεί να είναι το αντιδραστικό επίτοπο. Αντισώματα σε αυτό το πεπτίδιο αντιδρούν με το p69, μια πρωτεϊνική επιφάνεια βήτα κυττάρων που μπορεί να παρουσιάζει το στοχευμένο αντιγόνο για την προκαλούμενη από το γάλα ειδική ανοσία των βήτα κυττάρων. Χρησιμοποιήσαμε ανοσοαναλύσεις και δυτική ανάλυση κηλίδας για να αναλύσουμε τα αντισώματα κατά της BSA στον ορό 142 παιδιών με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη, 79 υγιών παιδιών και 300 ενηλίκων δωρητών αίματος.
Αντισώματα κατά ABBOS μετρήθηκαν σε 44 διαβητικούς ασθενείς τη στιγμή της διάγνωσης, τρεις με τέσσερεις μήνες αργότερα και έναν με δύο χρόνια αργότερα. Όλοι οι διαβητικοί ασθενείς είχαν ανεβασμένες συγκεντρώσεις στον ορό των IgG αντισωμάτων κατά της BSA (αλλά όχι σε αντισώματα σε άλλες πρωτεΐνες γάλακτος)». Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι «οι ασθενείς με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη έχουν ανοσία στη λευκωματίνη του αγελαδινού γάλακτος, με αντισώματα σε ένα πεπτίδιο λευκωματίνης που είναι ικανό να αντιδρά με μια πρωτεϊνική επιφάνεια βήτα κυττάρων. Τέτοια αντισώματα μπορούν να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη δυσλειτουργίας των νησιδίων του παγκρέατος» (8).
Την ίδια χρονιά στο περιοδικό Pediatrics γράφτηκαν τα εξής: «Βασισμένοι στα πρόσφατα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος είναι πιθανόν υπεύθυνη για την παθογένεση του σακχαρώδους διαβήτη, πιστεύουμε ότι η Επιτροπή Διατροφής πρέπει να καθορίσει κατά πόσον το αγελαδινό γάλα είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τα παιδιά και εάν το τυποποιημένο γάλα που προορίζεται για τα νήπια και βασίζεται σε αγελαδινές πρωτεΐνες, είναι κατάλληλο να αντικαταστήσει το μητρικό γάλα ή όχι» (9).
Το 1996 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Diabetes Medicine μελέτη με τίτλο «Η σχέση ανάμεσα στην έκθεση σε αγελαδινό γάλα και στον διαβήτη τύπου 1», όπου γράφτηκαν τα εξής: «Περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι σημαντικοί για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1.
Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πρόωρη έκθεση σε αγελαδινό γάλα και στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1 σε ανθρώπους και ανάμεσα στην πρόωρη έκθεση σε αγελαδινό γάλα και στην ανάπτυξη αυτοάνοσου διαβήτη σε μοντέλα τρωκτικών διαβήτη τύπου 1. Επιπλέον, μερικές ανοσολογικές μελέτες έχουν προτείνει έναν πιθανό μηχανισμό, σύμφωνα με τον οποίο η έκθεση σε πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος μπορούν να συντελέσουν σε άμεση αυτοάνοση κατάσταση των βήτα κυττάρων του παγκρέατος και επακόλουθο διαβήτη τύπου 1».
Ωστόσο οι συγγραφείς της μελέτης είναι επιφυλακτικοί: «Αν και τα δεδομένα είναι σημαντικά, η ύπαρξη εναλλακτικών εξηγήσεων για αυτές τις επιδημιολογικές και βιολογικές παρατηρήσεις προτείνει ότι τα δεδομένα είναι ανεπαρκή για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι παρατηρούμενες συσχετίσεις παρουσιάζουν αιτιώδεις σχέσεις ή για να διαταχθούν αλλαγές στις συστάσεις για τη βρεφική διατροφή. Το ερώτημα του αν η αποφυγή των πρωτεϊνών του αγελαδινού γάλακτος στην εμβρυική ηλικία θα προλάβει τον διαβήτη τύπου 1, μπορεί να εξεταστεί σε διεθνείς τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές διαιτών εμβρύων» (10).
Το 1993 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetes μελέτη με τίτλο «Πρώιμη έκθεση στο αγελαδινό γάλα και σε στερεές τροφές στην εμβρυική ηλικία γενετική προδιάθεση και κίνδυνος για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη», όπου γράφτηκαν τα εξής: «Χρησιμοποιώντας έναν σχεδιασμό μελέτης περίπτωσης-ελέγχου, εξετάσαμε την υπόθεση ότι η πρώιμη έκθεση στο αγελαδινό γάλα και σε στέρεες τροφές αυξάνει τον κίνδυνο για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη. Συγκεντρώθηκε ένα ιστορικό διατροφής κατά την εμβρυική ηλικία από 164 άτομα με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη από το Colorado IDDMRegistry με μέση ημερομηνία γέννησης το 1973 και από 145 άτομα χωρίς διαβήτη που αντιστοιχήθηκαν με τα διαβητικά άτομα ως προς την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα.
Ως πρόωρη έκθεση καθορίστηκε μια έκθεση που συνέβη πριν τον πρώτο μήνα της ηλικίας. Μετά από έλεγχο για εθνικότητα, σειρά γέννησης και οικογενειακό εισόδημα, περισσότερα διαβητικά άτομα εκτέθηκαν πρώιμα σε αγελαδινό γάλα και στερεές τροφές από ό, τι τα άτομα ελέγχου. Για να εξετάσουμε τη σχέση, ενώ λογαριάζουμε τη γενετική ευαισθησία για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη, καθορίσαμε τα άτομα ως υψηλού και χαμηλού κινδύνου με έναν μοριακό δείκτη HLA-DQB1. Πρώιμη έκθεση σε αγελαδινό γάλα δεν συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη σε άτομα χαμηλού κινδύνου.
Σε σχέση με τα άτομα μη χαμηλού κινδύνου, η πρώιμη έκθεση σε αγελαδινό γάλα συσχετίστηκε ισχυρά σε άτομα με υψηλό δείκτη κινδύνου. Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν για πρόωρη έκθεση σε στερεές τροφές. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι η πρώιμη έκθεση σε αγελαδινό γάλα και σε στερεές τροφές μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη. Η συμπερίληψη του κωδικοποιημένου κινδύνου HLA στις αναλύσεις δείχνει τη συνδυαστική επίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων» (11).
Το 1988 στο περιοδικό Diabetologia γράφτηκε μελέτη με τίτλο «Η σημασία πρωτεϊνικών αντισωμάτων του αγελαδινού γάλακτος ως παράγοντας κινδύνου για παιδικό ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη: αλληλεπιδράσεις με διατροφική πρόσληψη αγελαδινού γάλακτος και γονότυπο HLA-DQB1. Παιδικός διαβήτης στην ομάδα μελέτης στη Φινλανδία». Και η μελέτη αυτή ενοχοποιεί το αγελαδινό γάλα για τον νεανικό διαβήτη τύπου 1 (12).
Ανάλογα γράφτηκαν και σε μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1994 στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό: «Πολυπαραγοντικές αναλύσεις που περιλαμβάνουν βρεφικές διατροφικές μεταβλητές, κατανάλωση γάλακτος και τρέχουσα ηλικία την ίδια στιγμή έδειξαν ότι όσο νωρίτερα ήταν η εισαγωγή των γαλακτοκομικών προϊόντων και όσο μεγαλύτερη ήταν η κατανάλωση γάλακτος, τόσο περισσότερο σοβαρά ήταν τα αντισώματα. Υψηλά αντισώματα IgA στη φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος συνδέθηκε με μεγαλύτερο κίνδυνο για ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη» (13).
Το 2004 στο περιοδικό Diabetes, Nutrition and Metabolism δημοσιεύθηκε μελέτη με τίτλο «Αντισώματα στον ορό σε σημαντικές πρωτεΐνες που βρίσκονται στο αγελαδινό γάλα σε Ιρανούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Σε αυτή τη μελέτη γράφτηκε: «Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εκτιμηθεί η ανοσοποιητική ανταπόκριση στα σωματικά υγρά στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος σε Ιρανά παιδιά με διαβήτη τύπου 1. Τα διαβητικά παιδιά είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα στον ορό Igs, IgG και IgM στις πρωτεΐνες που βρίσκονται στο αγελαδινό γάλα από ό,τι τα υγιή άτομα ελέγχου.
Οι υγιείς αμφιθαλείς αδελφοί συγκριτικά τα μη σχετιζόμενα άτομα της ομάδας ελέγχου είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα Igs, IgG και IgM στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος. Τα επίπεδα στον ορό των Igs και IgG στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος έδειξαν μια σημαντικά αρνητική συσχέτιση με τη διάρκεια του μη αποκλειστικού θηλασμού, αλλά θετική συσχέτιση με την καθημερινή πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων. Αυτές οι συσχετίσεις ήταν πιο ισχυρές, όταν υπολογίστηκαν μέσα στην ομάδα του διαβήτη τύπου 1. Σε αυτή την ομάδα, τα επίπεδα στον ορό του IgM στις πρωτεΐνες του γάλακτος έδειξαν επίσης θετική συσχέτιση με την καθημερινή πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων.
Αν και τα επίπεδα στον ορό του IgG στην καζεΐνη ήταν ασήμαντα υψηλότερη στα διαβητικά παιδιά από ό, τι στα υγιή άτομα της ομάδας ελέγχου, υπήρχε σημαντικά αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα στον ορό της IgG στην καζεΐνη και στη διάρκεια του μη αποκλειστικού θηλασμού. Πάλι στην ομάδα διαβήτη τύπου 1, η συσχέτιση ήταν ισχυρότερη. Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα στον ορό των Igs, IgG ή IgM σε άλλες σημαντικές πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος ή στην ωο-αλβουμίνη ανάμεσα στις ομάδες». Ωστόσο η μελέτη συμπέρανε τα εξής: «Αν και βρέθηκαν υψηλά επίπεδα Igs ή IgG σε πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος, ιδιαίτερα στην καζεΐνη, φαίνονται άσχετα με την πρώιμη εισαγωγή του αγελαδινού γάλακτος στη βρεφική διατροφή και στην έναρξη του διαβήτη τύπου 1 στα Ιρανά παιδιά» (14).
Το 2000 στο επιστημονικό περιοδικό The Proceedings of the Nutrition Society δημοσιεύτηκε μια μελέτη για το αγελαδινό γάλα και τον ρόλο του στην πρόκληση του νεανικού διαβήτη. Ας δούμε τι γράφει η μελέτη: «Οι βρεφικές φόρμουλες που είναι βασισμένες σε αγελαδινό γάλα και η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος στην παιδική ηλικία έχει προταθεί ότι προάγει την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1 και άλλες ασθένειες σχετιζόμενες με το ανοσοποιητικό ή νευρολογικές παθήσεις. Επιδημιολογικές μελέτες σε άνδρες έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι η εισαγωγή βρεφικών φόρμουλων βασισμένων στο αγελαδινό γάλα στους πρώτους τρεις μήνες της ζωής συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1.
Επιπλέον, σε ζωικά μοντέλα διαβήτη τύπου 1, οι πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος έχει αποδειχθεί ότι είναι “διαβητογόνες”. Ωστόσο, το θέμα φαίνεται ότι απέχει πολύ από το να επιλυθεί. Διάφορες επιδημιολογικές μελέτες και οι πρώτες δοκιμές δεν έδειξαν σύνδεση ανάμεσα στην πρώιμη έκθεση στο αγελαδινό γάλα και στον διαβήτη τύπου 1. Σε ζωικά μοντέλα, οι πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος είναι μέτρια και ασταθώς “διαβητογόνες”, οι πρωτεΐνες σιταριού και σόγιας στη διατροφή προκαλούν υψηλότερα ποσοστά αυτοάνοσου διαβήτη. Τόσο στους άνδρες όσο και στα τρωκτικά, υπάρχουν αυξανόμενες αποδείξεις ότι το σχετιζόμενο με το έντερο ανοσοποιητικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ασθένειας, προφανώς λόγω των διαταραγμένων μηχανισμών στοματικής ανοχής (oral tolerance).
Η στοματική ανοχή εξαρτάται από την ανοσολογική ομοιόσταση και από τη φυσιολογική ωρίμανση του εντέρου. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζονται από τους αυξητικούς παράγοντες και τις κυτοκίνες του μητρικού γάλακτος, τον φυσιολογικό βακτηριακό εποικισμό, τις μολύνσεις και τη διατροφή. Οι πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος μπορεί να παρέχουν απομιμήσεις επίτοπων (επίτοπο: μέρος ενός μορίου αντιγόνου στο οποίο προσκολλάται ένα αντίσωμα) σχετιζόμενων με την αυτοανοσία, καθώς και την αποσταθεροποίηση των μηχανισμών στοματικής ανοχής από βιολογικά ενεργά πεπτίδια. Η ιδέα των διατροφικών ρυθμίσεων για την αυτοανοσία δεν ισχύει μόνο για τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος αλλά και για άλλες διατροφικές πρωτεΐνες» (15).
Επειδή οι αναγνώστες ίσως δεν γνωρίζουν το σημαίνει ο όρος στοματική ανοχή, για αυτό αναφέρθηκα στο κεφάλαιο περί τροφικών δυσανεξιών του βιβλίου μου «Νικήστε την αρθρίτιδα με φυσικές μεθόδους», όπου μεταξύ άλλων είχα γράψει τα εξής: «Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στις τροφικές δυσανεξίες είναι η καταστροφή της στοματικής ανοχής. Η στοματική ανοχή (oral tolerance στη διεθνή βιβλιογραφία) είναι ένας όρος που αναφέρεται στην εκμάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος να μην αντιδρά με μόρια τροφών που μπαίνουν μέσω του εντέρου στην κυκλοφορία του αίματος του κάθε ατόμου, ακόμα και των υγιών ανθρώπων.
Στους υγιείς ανθρώπους η εκπαίδευση του ανοσοποιητικού συστήματος είναι επιτυχής, με αποτέλεσα τα τροφικά μόρια δεν προσβάλλονται. Ωστόσο για κάποιο λόγο η διαδικασία της στοματικής ανοχής δεν λειτουργεί τόσο καλά όσο στα άτομα με τροφικές ευαισθησίες. Το σώμα μαθαίνει να έχει στοματική ανοχή σε χωριστές περιοχές του τοιχώματος του λεπτού εντέρου που ονομάζονται Παϋέρειες πλάκες (Peyer’s patches)».
Το συμπέρασμα από την προαναφερθείσα μελέτη είναι ότι εκτός από το αγελαδινό γάλα, με τον διαβήτη τύπου 1 σχετίζονται και άλλες τροφές, όπως το σιτάρι και η σόγια. Κατά τη γνώμη μου αυτές οι τροφές θα πρέπει να αποφεύγονται από το διαιτολόγιο του βρέφους κατά τον πρώτο χρόνο, αλλά αυτό αποτελεί προσωπική εκτίμηση, και όχι συμβουλή. Κάθε αλλαγή της διατροφής του βρέφους θα πρέπει να γίνεται με τη συναίνεση του παιδίατρού σας.
Το 1999 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetes μελέτη με τίτλο «Η σίτιση με φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος προκαλεί πρωταρχική ανοσοποίηση στην ινσουλίνη στην ινσουλίνη σε βρέφη σε γενετικό κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1», όπου μεταξύ άλλων γράφτηκαν τα εξής: «Αυτοαντισώματα ινσουλίνης συχνά εμφανίζονται ως το πρώτο σημάδι της αυτοανοσίας των κυττάρων των νησιδίων του Langerhans στο πάγκρεας σε προδιαβητικά παιδιά. Λόγω του ότι το αγελαδινό γάλα περιέχει βοδινή ινσουλίνη, ακολουθήσαμε την ανάπτυξη των αντισωμάτων που δένονται με ινσουλίνη στα παιδιά που τρέφονται με φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος. Βρήκαμε ότι η ποσότητα των IgG αντισωμάτων που δένονταν στη βοδινή ινσουλίνη ήταν υψηλότερη στην ηλικία των 3 μηνών στα βρέφη που εκτέθηκαν σε φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος από ό, τι σε έμβρυα που τρέφονταν αποκλειστικά με μητρικό γάλα στην ίδια ηλικία.
Τα αντισώματα που δένονται με την βοδινή ινσουλίνη αντιδρούν με την ανθρώπινη ινσουλίνη. Η σίτιση με αγελαδινό γάλα είναι μια περιβαλλοντική σκανδάλη για αντίσταση στην ινσουλίνη στα έμβρυα, κάτι που μπορεί να εξηγήσει την περιβαλλοντική σύνδεση ανάμεσα στον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1 και στην πρόωρη έκθεση σε φόρμουλες αγελαδινού γάλακτος. Αυτή η ανοσοποιητική απάντηση στην ινσουλίνη μπορεί αργότερα να μετατραπεί σε αυτοεπιθετική ανοσία κατά των κυττάρων βήτα σε μερικά άτομα, όπως φάνηκε από τα ευρήματά μας σε παιδιά με αυτοαντισώματα σχετικά με διαβήτη» (16). Είναι απορίας άξιον λοιπόν, γιατί οι παιδίατροι συνιστούν στις μητέρες να δίνουν αγελαδινό γάλα στα παιδιά τους μετά τον θηλασμό.
Γιατί το μητρικό γάλα είναι ανώτερο από το αγελαδινό γάλα και τις βρεφικές φόρμουλες
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο θηλασμός είναι πάρα πολύ σημαντικός για την υγεία των βρεφών. Αυτό το παραδέχονται ακόμα και οι παιδίατροι. Παρ’ όλα αυτά οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής βρεφικού γάλακτος έχουν κάνει τεράστιες εκστρατείες για να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Στην Αμερική για παράδειγμα οι εταιρείες αυτές έστελναν γυναίκες πωλητές, ντυμένες νοσοκόμες σε νοσοκομεία ή σε νέες μητέρες με τον τίτλο «νοσοκόμες γάλακτος». Οι εταιρείες προσέφεραν δώρα και επιδόματα σε γιατρούς προκειμένου να ενθαρρύνουν τη διανομή δωρεάν δειγμάτων των προϊόντων τους. Χρησιμοποιούσαν επιθετικές εκστρατείες μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου και διαφημίσεων στους δρόμους, για να πείσουν τις μητέρες ότι υπάρχει η πιθανότητα να μην έχουν αρκετό μητρικό γάλα και ότι το υποκατάστατο προϊόν τους ήταν απαραίτητο.
Οι εταιρείες υποκατάστατος βρεφικού γάλακτος ανήρτησαν επιστημονικά διαγράμματα βάρους, για να πείσουν τις μητέρες ότι δεν διατρέφουν σωστά τα μωρά τους. Με αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκε μια «επιδημία» πλασματικής ανεπάρκειας μητρικού γάλακτος. Μην νομίζετε όμως ότι αυτό συμβαίνει μόνο στην Αμερική. Τον τελευταίο καιρό ακούω όλο και περισσότερες περιπτώσεις στην Ελλάδα, όπου οι παιδίατροι λένε στους γονείς ότι σύμφωνα με τα διαγράμματα βάρους τα βρέφη τους είναι ελλιποβαρή, κάτι που σημαίνει ότι το μητρικό γάλα δεν αρκεί, και έτσι συμβουλεύουν τους γονείς να προσθέτουν υποκατάστατο μητρικού γάλακτος, δηλαδή αγελαδινό γάλα. Αυτό όμως είναι εγκληματικό! Το αγελαδινό γάλα προκαλεί αλλεργίες, κολίτιδες και διάρροιες στα βρέφη που μπορούν να οδηγήσουν έως τον θάνατο.
Τα βρέφη που θηλάζουν είναι πιο υγιή
Το μητρικό γάλα περιέχει αντισώματα που δεν βρίσκονται στο αγελαδινό γάλα και στις βρεφικές φόρμουλες, και αυτά προσφέρουν στο βρέφος προστασία από τις λοιμώξεις. Ο πρώτος τύπος γάλακτος που παράγει η μητέρα – το πρωτόγαλα (colostrum) – είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε αντισώματα, πρωτεΐνες και θρεπτικά συστατικά, που προσφέρουν ενισχυμένη προστασία και θρέψη για τις πρώτες μέρες της ζωής του μωρού. Μια μελέτη γιατρών από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, το πανεπιστήμιο του Rochester και στο American Pediatrics’ Center for Child Health Research βρήκε ότι «τα μωρά που θηλάζουν για τουλάχιστον 6 μήνες μετά τη γέννησή τους είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν πνευμονία, κρυολογήματα και μολύνσεις των αυτιών (ωτίτιδες)».
Άλλες έρευνες έχουν βρει ότι τα μωρά που θηλάζουν υποφέρουν από λιγότερα γαστρικά προβλήματα και είναι λιγότερο επιρρεπή σε αλλεργίες αργότερα στη ζωή (17). Το μητρικό γάλα περιέχει ανοσοσφαιρίνες όλων των τύπων. Η εκκριτική IgA, ένας τύπος ανοσοσφαιρίνης που προστατεύει τη μύτη, τον λαιμό και το γαστρεντερικό σύστημα βρίσκεται σε υψηλά ποσοστά στο μητρικό γάλα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους.
Ένα άλλο συστατικό που περιέχεται στο μητρικό γάλα, αλλά απουσιάζει στα τυποποιημένα είναι η λακτοφερίνη, μια πρωτεΐνη συνδεδεμένη με τον σίδηρο. Η λακτοφερίνη βρίσκεται σε υψηλά ποσοστά στο πρωτόγαλα, αλλά διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου έτους. Έχει άμεση αντιβιοτική δράση στα βακτήρια όπως ο σταφυλόκοκκος και το ελικοβακτηρίδιο. Το μητρικό γάλα περιέχει λυσοσώματα, μια πρωτεΐνη που είναι συστατικό χώνευσης, σε επίπεδο 30 φορές υψηλότερο από ό, τι στα τυποποιημένα. Έχει ισχυρή επίδραση στα βακτήρια που αναπτύσσονται στην πεπτική οδό.
Τόσο το μητρικό όσο και το τυποποιημένο γάλα περιέχουν το αμινοξύ καρνιτίνη, αλλά στο μητρικό γάλα η καρνιτίνη έχει υψηλότερη βιοδιαθεσιμότητα. Τα μωρά που πίνουν μητρικό γάλα έχουν υψηλότερα ποσοστά καρνιτίνης από τα υπόλοιπα. Το συστατικό αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να μετατραπούν τα λιπαρά οξέα σε αποθέματα ενέργειας. Μια σημαντική επίσης διαφορά είναι ότι τα κύρια μακρά λιπαρά οξέα που ανιχνεύονται στο μητρικό γάλα δεν υπάρχουν στα τυποποιημένα γάλατα. Αυτά τα λιπίδια είναι σημαντικά δομικά στοιχεία, ιδιαίτερα στη σύσταση του εγκεφάλου και του αμφιβληστροειδούς.
Τα μωρά που θηλάζουν είναι εξυπνότερα
Πολλές μελέτες που έχουν διεξαχθεί παγκοσμίως έχουν δείξει ότι τα μωρά που τρέφονται με μητρικό γάλα έχουν IQ 6-10 πόντους υψηλότερο από ό, τι τα μωρά που τρέφονται με βρεφικές φόρμουλες (18). Αυτό οφείλεται προφανώς λόγω των υψηλών επιπέδων του λιπαρού οξέος DHA που βρίσκεται στο μητρικό γάλα, το οποίο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες στο μητρικό γάλα είναι πιο εύκολα απορροφήσιμες. Σε μια βραζιλιάνικη μελέτη μόνο 1 στα 176 βρέφη που θήλαζαν είχαν λιγότερο από τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης Ε σε σύγκριση με τα περισσότερο από στην ομάδα που τρεφόταν με φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος (19). Άλλη μελέτη έχει δείξει ότι το μητρικό γάλα είναι υψηλότερο σε βιταμίνη D από ό, τι η φόρμουλα γάλακτος (20).
Υπάρχουν περισσότερα μέταλλα στο μητρικό γάλα. Οι βρεφικές φόρμουλες δεν περιέχουν σελήνιο (ένα συστατικό που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα) ή χρώμιο (ένα συστατικό που βοηθά στην ισορροπία του σακχάρου στο αίμα, δηλαδή στα επίπεδα ενέργειας) και το μαγγάνιο (που χρειάζεται για υγιή οστά) στο μητρικό γάλα είναι 20 φορές πιο απορροφήσιμο από ό, τι στις βρεφικές φόρμουλες γάλακτος. Το ασβέστιο, ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος απορροφούνται επίσης καλύτερα από το μητρικό γάλα.
Το μητρικό γάλα βοηθά να εγκατασταθούν υγιή εντερικά βακτήρια – ένας τύπος ωφέλιμων εντερικών βακτηρίων που ονομάζονται bifido bacteria είναι παρών στο μητρικό γάλα αλλά όχι στη φόρμουλα γάλακτος, και αυτό προστατεύει από τα επιβλαβή βακτήρια που εισβάλλουν στον πεπτικό σωλήνα του μωρού και βοηθά επίσης στην αποτροπή ανάπτυξης κολικού και εκζέματος. Το μητρικό γάλα προάγει την ανάπτυξη του γαλακτοβάκιλου, ένα χρήσιμο βακτήριο που αναχαιτίζει πολλά από τα βακτήρια που προκαλούν ασθένειες και βρίσκονται στα έντερα των παιδιών που πίνουν τυποποιημένο γάλα. Τα παιδιά που τρέφονται με μητρικό γάλα έχουν ποσοστό γαλακτοβάκιλλου 10 φορές μεγαλύτερο από ό, τι τα νήπια που τρέφονται με τυποποιημένα.
Τα βρέφη που θηλάζουν είναι λιγότερο πιθανό να γίνουν παχύσαρκα. Μια μελέτη σε 32.000 παιδιά Σκωτσέζους ηλικίας 3-4 χρονών βρήκε ότι αυτά που τρέφονταν με μητρικό γάλα για 6 με 8 εβδομάδες μετά τη γέννησή τους είχαν 30% λιγότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα από ό, τι τα παιδιά που τρέφονταν με φόρμουλα γάλακτος (21). Όταν τα βρέφη εκτίθενται στα τυποποιημένα γάλατα, αναπτύσσουν αντισώματα σε πρωτεΐνες, όπως η καζεΐνη, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αλλεργίες, όπως φάνηκε από μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1996 στο περιοδικό Allergy and Clinical Immunology.
Το πεπτικό σύστημα του βρέφους δεν είναι αρκετά ώριμο ώστε να ανεχθεί στερεές τροφές πριν τους τέσσερεις μήνες, διότι ο πεπτικός σωλήνας είναι ακόμα πορώδης και μεγάλα μόρια πρωτεϊνών μπορούν να περάσουν μέσα από αυτόν προτού να χωνευθούν πλήρως. Αυτό μπορεί να διεγείρει μια ανοσοποιητική ανταπόκριση, διότι τροφή οπουδήποτε αλλού εκτός από τον πεπτικό σωλήνα αντιμετωπίζεται ως ξένος εισβολέας και αυτό μπορεί να συμβάλλει στην πρόκληση αλλεργίας. Έτσι για να μην έχει το παιδί σας αλλεργίες, φροντίστε να το θηλάζετε αποκλειστικά τουλάχιστον για 4 μήνες. Η φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος είναι πιο αλλεργική από ό, τι το ανθρώπινο γάλα, διότι τα μόρια των πρωτεϊνών του είναι πολύ μεγαλύτερα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το γάλα της μητέρας δεν επαρκεί, για να καλύψει τις ανάγκες του νεογέννητου. Πόσο θρεπτικό μπορεί να είναι το μητρικό γάλα, αν η μητέρα δεν τρέφεται σωστά και δεν λαμβάνει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά; Το γάλα μιας μητέρας είναι μόνο τόσο καλό όσο καλή είναι η μητέρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μητρικό γάλα θα πρέπει να αντικατασταθεί ή να συμπληρωθεί με κάποιο υποκατάστατο.
Η μητέρα θα πρέπει να συνεχίσει την ισορροπημένη και καλή διατροφή που ακολουθούσε κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης καθώς και θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει το ειδικό πολυβιταμινούχο συμπλήρωμα που έπαιρνε όσο ήταν έγκυος. Όταν ήταν έγκυος, το έμβρυο λάμβανε τα θρεπτικά συστατικά που χρειαζόταν από την κοιλιά της μητέρας του. Μετά τη γέννησή του, το βρέφος θα λαμβάνει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται για την ανάπτυξή του από το γάλα της μητέρας του. Αυτό σημαίνει ότι η διατροφή της μητέρας θα πρέπει να είναι άψογη, γιατί τα θρεπτικά συστατικά της τροφής της περνάνε από το μητρικό γάλα στο μωρό που θηλάζει.
Οι γυναίκες που δεν θηλάζουν τι θα δίνουν στο μωρό τους;
Μερικές γυναίκες δεν μπορούν να θηλάσουν. Σε αυτή την περίπτωση με τι θα τραφεί το μωρό τους; Αν και έχουμε προοδεύσει από την εποχή που το αγελαδινό γάλα βραζόταν, αραιωνόταν και προστίθετο ζάχαρη σε αυτό, δεν έχουμε παρασκευάσει ακόμα μια φόρμουλα γάλακτος που να είναι ίδια με το ανθρώπινο γάλα. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι για να δίνουμε στα μωρά αγελαδινό γάλα τον τελευταίο αιώνα δεν είναι ξεκάθαροι, καθώς το γάλα της γαϊδάρας μοιάζει με το ανθρώπινο γάλα πολύ περισσότερο και είναι πιο υγιεινό. Οι αγελάδες ήταν ωστόσο πιο διαθέσιμες και παρήγαγαν περισσότερο γάλα, και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που προτιμήθηκε το αγελαδινό γάλα.
Σήμερα μπορείτε να αγοράσετε φόρμουλες γάλακτος από αγελάδα, κατσίκα και σόγια και κάθε μια φόρμουλα έχει τροποποιηθεί ώστε να ταιριάζει με την ανώριμη πέψη του βρέφους. Παρά το ότι το αγελαδινό γάλα είναι ακόμα αυτό που χρησιμοποιείται ευρέως, πολλά βρέφη είναι αλλεργικά σε αυτό. Το κατσικίσιο γάλα είναι λιγότερο αλλεργιογόνο, διότι χωνεύεται πιο εύκολα. Αν και είναι παρόμοιο σε διατροφικό περιεχόμενο με το αγελαδινό γάλα, υπάρχουν κάποιες καλές φόρμουλες κατσικίσιου γάλακτος που είναι ενισχυμένες με επιπλέον βιταμίνες και μέταλλα και έχουν καλύτερο περιεχόμενο λιπαρών οξέων από ό, τι το αγελαδινό γάλα.
Το δεύτερο εναλλακτικό στο αγελαδινό γάλα είναι το γάλα σόγιας, αλλά αυτό συστήνεται μόνο για τα μωρά που είναι αλλεργικά και στο αγελαδινό και στο κατσικίσιο γάλα (αν και η σόγια είναι από μόνη της ένα συχνό αλλεργιογόνο). Λόγω του ότι η φόρμουλα σόγιας δεν περιέχει γαλακτοκομικά, δεν περιέχει λακτόζη (σάκχαρο του γάλακτος), και έτσι συχνά προστίθεται σιρόπι γλυκόζης, και αυτό μπορεί να καταστρέψει την ανάπτυξη των δοντιών. Οι φόρμουλες σόγιας περιέχουν επίσης φυσικά συστατικά που ομοιάζουν με ορμόνες, τα λεγόμενα φυτοοιστρογόνα, και υπάρχει ανησυχία ότι αυτά μπορούν να επηρεάσουν την ορμονική ισορροπία του μωρού. Επίσης κάποιες μελέτες συνδέουν το γάλα σόγιας με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αλλεργίας στα φιστίκια.
Ερευνητές στο πανεπιστήμιο του Bristol παρακολούθησαν 14.000 μωρά από τη γέννησή τους και βρήκαν ότι σχεδόν το ένα τέταρτο από αυτά που πήγαιναν να αναπτύξουν αυτή την αλλεργία είχαν καταναλώσει φόρμουλα σόγιας στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους. Καλό θα ήταν να αποφεύγεται το γάλα σόγιας στα βρέφη. Τα οιστρογόνα στη σόγια μπορεί να βλάψουν τη σεξουαλική ανάπτυξη και την αναπαραγωγική υγεία του βρέφους σας. Περίπου 20% των βρεφών στις ΗΠΑ τρέφονται με φόρμουλες σόγιας. Το να τρέφετε τα μωρά σας με φόρμουλες σόγιας, είναι σαν να δίνετε σε έναν άνθρωπο 4 με 5 αντισυλληπτικά την ημέρα. Τα βρέφη που τρέφονται με φόρμουλες σόγιας έχουν 20.000 φορές την ποσότητα των οιστρογόνων στην κυκλοφορία τους σε σύγκριση με τα βρέφη που τρέφονται με άλλες φόρμουλες.
Το γάλα αμυγδάλου είναι καλό υποκατάστατο του αγελαδινού γάλακτος, αλλά δεν θα πρέπει να καταναλώνεται στο πρώτο έτος της ηλικίας της ζωής του παιδιού. Πολλά έτοιμα γάλατα αμυγδάλου, ακόμα και τα βιολογικά, περιέχουν γλυκαντικές ουσίες και άλλα συντηρητικά, γι’ αυτό δεν είναι καλή ιδέα να παίρνετε συσκευασμένο γάλα αμυγδάλου. Καλύτερα είναι να το παρασκευάζετε μόνοι σας, όπως κάνουν τόσοι ανατολικοί λαοί που δεν πίνουν γάλα αγελάδας, κατσίκας ή προβάτου. Το καλύτερο λοιπόν υποκατάστατο του αγελαδινού γάλακτος για τα βρέφη είναι το γάλα γαϊδάρας, διότι προσομοιάζει με το μητρικό γάλα.
Ποια είναι η σωστή ηλικία αποθηλασμού;
Οι γιατροί χωρίς να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις φυσικής ανθρωπολογίας και ζωολογίας θεωρούν αυθαίρετα ότι το μωρό πρέπει να σταματήσει να τρέφεται με μητρικό γάλα ανάμεσα στον 6ο και 9ο μήνα. Παραθέτω μια μελέτη της ανθρωπολόγου Katherine Dettwyller, διδάκτορα ανθρωπολογίας στο τμήμα ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου του Τέξας, η οποία διαλύει τους ιατρικούς μύθους σχετικά με το πότε το παιδί θα πρέπει να πάψει να θηλάζει. Η μελέτη ονομάζεται «Ο φυσικός χρόνος αποθηλασμού» και περιέχεται σε ειδικό βιβλίο της σχετικά με τον θηλασμό. Ας δούμε τι γράφει η εν λόγω επιστήμονας:
«Στην έρευνά μου μελέτησα πρωτεύοντα θηλαστικά, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες της ζωής τους όπως τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το βάρος γέννησης του μωρού, τον ρυθμό ανάπτυξής του, την ηλικία ανατολής των πρώτων δοντιών, την ηλικία της σεξουαλικής ωρίμανσης, κλπ. Μετά μελέτησα το πώς αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται με την ηλικία του αποθηλασμού σ’ αυτά τα θηλαστικά. Τα ζώα αυτά είναι οι πιο κοντινοί μας συγγενείς στο ζωικό βασίλειο, ειδικά οι γορίλλες και οι χιμπαντζήδες, οι οποίοι έχουν περισσότερα από 98% κοινά γονίδια με τον άνθρωπο.
Κατέληξα σε διάφορα συμπεράσματα όσον αφορά το πότε θα αποθήλαζε «φυσικά» ο άνθρωπος, εάν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι κανόνες που επιβάλει η κουλτούρα. Το ενδιαφέρον μου ξεκίνησε από την μελέτη της βιβλιογραφίας για τον χρόνο αποθηλασμού, η οποία έδειξε ότι οι διάφορες κουλτούρες έχουν πολύ διαφορετική αντίληψη για το πότε πρέπει να αποθηλάζουν τα παιδιά, από πολύ νωρίς στις ΗΠΑ έως πολύ αργά σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Ακούμε συχνά ότι παγκοσμίως ο μέσος χρόνος αποθηλασμού είναι τα 4,2 χρόνια, αλλά αυτό το νούμερο δεν είναι ούτε σωστό, ούτε έχει κανένα νόημα. Η μελέτη 64 «κλασικών» ερευνών οι οποίες έγιναν πριν το 1940, έδειξαν μέσο χρόνο αποθηλασμού τα 2,8 χρόνια, αλλά σε κάποιες κοινωνίες ο θηλασμός κρατούσε πολύ λιγότερο και σε κάποιες άλλες πολύ περισσότερο. Με στατιστικούς όρους δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για μέσο χρόνο αποθηλασμού παγκοσμίως, αφού τα περισσότερα παιδιά δεν θηλάζουν καθόλου, ή οι μητέρες εγκαταλείπουν το θηλασμό τις πρώτες μέρες ή τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Ωστόσο είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ακόμα κοινωνίες όπου τα παιδιά θηλάζουν ως τα 4 ή τα 5 χρόνια τους κι ακόμα και στις ΗΠΑ κάποια παιδιά θηλάζουν τόσο ή και περισσότερο. Στις κοινωνίες στις οποίες τα παιδιά επιτρέπεται να θηλάζουν για όσο καιρό θέλουν, συνήθως αποθηλάζουν χωρίς φασαρίες και ψυχολογικά τραύματα κάπου ανάμεσα στα 3 και στα 4 χρόνια τους. Το ενδιαφέρον μου επίσης ξεκίνησε από την συνειδητοποίηση ότι για κάποια άλλα θηλαστικά υπάρχει «φυσική ηλικία αποθηλασμού», η οποία είναι περίπου οι 8 εβδομάδες για τους σκύλους, οι 8-12 μήνες για τα άλογα, κλπ. Προφανώς, τα ζώα αυτά δεν έχουν κοινωνικούς περιορισμούς για το ποια είναι η κατάλληλη ηλικία αποθηλασμού.
Κάποια από τα αποτελέσματα των ερευνών είναι τα ακόλουθα:
1. Σε μια ομάδα 21 πρωτευόντων θηλαστικών που μελετήθηκαν από την Holly Smith (κυρίως μαϊμούδες και πίθηκοι), προέκυψε ότι τα μωρά τους αποθήλαζαν την χρονική στιγμή κατά την οποία ανέτειλαν οι πρώτοι τους μόνιμοι τραπεζίτες. Στους ανθρώπους αυτό σημαίνει γύρω στα 5,5-6 χρόνια.
2. Είναι σύνηθες να ακούμε τους παιδίατρους να ισχυρίζονται ότι σε πολλά είδη ζώων η διάρκεια της κύησης ισοδυναμεί με την διάρκεια του θηλασμού, θέτοντας την ηλικία αποθηλασμού στους 9 μήνες για τον άνθρωπο. Ωστόσο, η σχέση αυτή φαίνεται να εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου – όσο πιο μεγάλο το ζώο, τόσο πιο μεγάλο διάστημα θηλάζει. Για τους χιμπαντζήδες και τους γορίλλες, τα δύο πιο κοντινά στον άνθρωπο πρωτεύοντα θηλαστικά, η σχέση αυτή είναι 6 προς 1. Δηλαδή, θηλάζουν τα μικρά τους έξι φορές περισσότερο από την διάρκεια της κύησης. Στον άνθρωπο αυτό σημαίνει 4,5 χρόνια (έξη φορές οι 9 μήνες της εγκυμοσύνης).
3. Είναι επίσης σύνηθες οι παιδίατροι να ισχυρίζονται ότι τα περισσότερα θηλαστικά αποθηλάζουν όταν έχουν τριπλασιάσει το βάρος γέννησης, θέτοντας την ηλικία αποθηλασμού στον 1 χρόνο για τον άνθρωπο. Και πάλι ωστόσο, αυτό επηρεάζεται από το μέγεθος, με τα μεγαλύτερα θηλαστικά να θηλάζουν τα μικρά τους μέχρι να τετραπλασιάσουν το βάρος γέννησης. Στον άνθρωπο, ο τετραπλασιασμός του βάρους γέννησης συμβαίνει ανάμεσα στα 2,5 έως 3,5 χρόνια συνήθως.
4. Μια άλλη μελέτη σε πρωτεύοντα θηλαστικά έδειξε ότι αποθήλαζαν τα μικρά τους όταν είχαν φτάσει το 1/3 το βάρος ενός ενήλικα. Αυτό στον άνθρωπο συμβαίνει περίπου στα 5-7 χρόνια.
5. Μια σύγκριση της ηλικίας αποθηλασμού και της ηλικίας σεξουαλικής ωριμότητας στα πρωτεύοντα θηλαστικά, έδειξε τον χρόνο αποθηλασμού στα 6-7 χρόνια για τον άνθρωπο (περίπου στα μισά της ηλικίας της σεξουαλικής ωρίμανσης).
6. Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του παιδιού ωριμάζει πλήρως γύρω στα 6 χρόνια της ζωής του και είναι επαρκώς τεκμηριωμένο το γεγονός ότι το μητρικό γάλα βοηθάει στην ωρίμανση του ανοσοποιητικού και το υποβοηθά με τα αντισώματα της μητέρας για όσο καιρό αυτή παράγει γάλα (μέχρι τα δύο χρόνια. Δεν έχει γίνει καμία μελέτη για την σύσταση του μητρικού γάλακτος μετά τα δύο έτη).
Άρα, η μικρότερη ηλικία φυσικού αποθηλασμού στον άνθρωπο φαίνεται να είναι τα 2,5 χρόνια και η μεγαλύτερη τα 7.
Όσον αφορά τα οφέλη του μακροχρόνιου θηλασμού, έχουν γίνει πολλές συγκριτικές μελέτες ανάμεσα σε μωρά που θηλάζουν και σε μωρά που τρέφονται με υποκατάστατο, όσον αφορά την συχνότητα κάποιων ασθενειών αλλά και τον δείκτη ευφυΐας. Σε κάθε περίπτωση, τα θηλάζοντα βρέφη είχαν μικρότερο κίνδυνο ασθενειών και υψηλότερο IQ απ’ ότι τα βρέφη που έπαιρναν υποκατάστατο. Στις μελέτες οι οποίες ξεχώριζαν τα θηλάζοντα βρέφη ανάλογα με το πόσο καιρό θήλασαν, τα βρέφη που θήλασαν περισσότερο καιρό είχαν ακόμα χαμηλότερο κίνδυνο για κάποιες ασθένειες και ακόμα υψηλότερο δείκτη ευφυΐας.
Με άλλα λόγια, αν οι κατηγορίες ήταν 0-6 μήνες θηλασμού, 6-12, 12-18, 18-24+, τα μωρά που θήλασαν από 18 έως 24+ μήνες είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα, αυτά που θήλασαν 12 έως 18 μήνες είχαν τα αμέσως επόμενα καλύτερα αποτελέσματα, τα μωρά που θήλασαν 0-6 μήνες είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα, αλλά και πάλι πολύ καλύτερα απ’ ότι τα μωρά που έπιναν υποκατάστατο.
Η έρευνα έδειξε τα παραπάνω αποτελέσματα για τις ασθένειες του γαστρεντερικού, του ανώτερου αναπνευστικού, την σκλήρυνση κατά πλάκας, τον διαβήτη, τις παθήσεις της καρδιάς, κλπ, κλπ. Παρόμοια, τα μωρά που θήλασαν περισσότερο είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα στα τεστ ευφυΐας. Ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι καμία από αυτές τις μελέτες δεν μελέτησε παιδιά που θήλασαν περισσότερο από δύο χρόνια. Προφανώς, τα οφέλη συνεχίζουν και αργότερα, καθώς το σώμα μας δεν γνωρίζει ότι το μωρό μας είχε γενέθλια και δεν αρχίζει ξαφνικά να παράγει γάλα που δεν έχει κανένα όφελος.
Ωστόσο, κανείς ως τώρα δεν έχει αποδείξει ότι τα οφέλη του θηλασμού είτε συνεχίζονται είτε σταματούν μετά τα δύο χρόνια, γιατί δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες μελέτες. Είναι ξεκάθαρο φυσικά ότι μετά τα δύο χρόνια το γάλα είναι μειωμένο και σίγουρα οι πρώτοι έξη μήνες θηλασμού είναι πολύ πιο σημαντικοί όσον αφορά τη διατροφή και την ανοσολογική ανάπτυξη του μωρού, απ’ ότι οι έξη μήνες από τα 3,5 ως τα 4 χρόνια. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσετε να θηλάζετε εάν ακόμα θέλει το μωρό σας κι εσάς δεν σας πειράζει.
Είναι ξεκάθαρο επίσης ότι τα μωρά στις δυτικές κοινωνίες δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν όλες αυτές τις ασθένειες και το μολυσμένο νερό που αντιμετωπίζουν τα μωρά στις χώρες του τρίτου κόσμου. Έχουμε υποκατάστατα τα οποία γενικά μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι είναι καθαρά και ασφαλή. Μπορούμε να εμβολιάσουμε τα παιδιά μας και να τους δώσουμε αντιβιοτικά όταν είναι απαραίτητο. Όμως το γεγονός ότι «μπορούμε» να κάνουμε όλα αυτά τα πράγματα, δεν σημαίνει ότι ο θηλασμός δεν είναι σημαντικός. Τα μωρά που θηλάζουν έχουν περισσότερα πλεονεκτήματα από τα μωρά που πίνουν υποκατάστατο, ακόμα και στο ασφαλές περιβάλλον που μεγαλώνουν, με την καλύτερη ιατρική περίθαλψη.
Μια άλλη διάσταση του θηλασμού ενός μεγαλύτερου παιδιού είναι ότι, μέσω της σχέσης που δημιουργεί ο θηλασμός, μπορούν να διατηρήσουν την συναισθηματική τους εξάρτηση από ένα άλλο πρόσωπο, αντί να ψάχνουν υποκατάστατα σε άλλα αντικείμενα όπως αρκουδάκια ή κουβερτούλες. Πιστεύω ότι αυτό θέτει τις βάσεις για μια ζωή περισσότερο ανθρωποκεντρική και λιγότερο υλιστική και νομίζω ότι αυτό είναι καλό πράγμα. Επίσης, δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή ενός νηπίου, το οποίο είναι σε φάση μεγάλων αλλαγών, κάποιες από τις οποίες μπορούν να φέρουν μεγάλη αναστάτωση στον ψυχισμό του, χωρίς αυτή την στενή προσωπική επαφή που επιφέρει ο θηλασμός» (22).
Η διατροφή του βρέφους χωρίς αγελαδινό γάλα ή τυποποιημένες φόρμουλες γάλακτος μετά τον 4ο μήνα της ηλικίας του
Το πεπτικό σύστημα του βρέφους δεν είναι αρκετά ώριμο ώστε να ανεχθεί στερεές τροφές πριν τους τέσσερις μήνες, διότι ο πεπτικός σωλήνας είναι ακόμα πορώδης και μεγάλα μόρια πρωτεϊνών μπορούν να περάσουν μέσα από αυτόν προτού να χωνευθούν πλήρως. Αυτό μπορεί να διεγείρει μια ανοσοποιητική ανταπόκριση, διότι τροφή οπουδήποτε αλλού εκτός από τον πεπτικό σωλήνα αντιμετωπίζεται ως ξένος εισβολέας και αυτό μπορεί να συμβάλλει στην πρόκληση αλλεργίας. Έτσι για να μην έχει το παιδί σας αλλεργίες, φροντίστε να το θηλάζετε αποκλειστικά τουλάχιστον για τέσσερεις μήνες. Η φόρμουλα αγελαδινού γάλακτος είναι πιο αλλεργική από ό, τι το ανθρώπινο γάλα, διότι τα μόρια των πρωτεϊνών του είναι πολύ μεγαλύτερα.
Στην αρχή του απογαλακτισμού, δώστε στο μωρό σας τροφή που είναι πολύ εύκολη να χωνευθεί – μαγειρεμένα, πολτοποιημένα λαχανικά και φρούτα είναι καλά για αρχή. Όσο πιο μετά εισάγετε άλλες τροφές τόσο λιγότερη είναι η πιθανότητα πρόκλησης αλλεργικών αντιδράσεων.
Οι πρώτες τροφές του μωρού
Από τον 4ο-6ο μήνα
Λαχανικά, εκτός από ντομάτες, πατάτες, πιπεριές και μελιτζάνες
Φρούτα (εκτός από κίτρα)
Όσπρια
Καστανό ρύζι, κινόα, κεχρί και φαγόπυρο
Ψάρι
Από τον 9ο μήνα
Κρέας και πουλερικά
Καλαμπόκι
Βρώμη, κριθάρι, σίκαλη (αν και είναι προτιμότερο να αποφευχθούν τροφές που περιέχουν γλουτένη και να εισαχθούν αργότερα)
Γιαούρτ
Ντομάτες, πατάτες, πιπεριές και μελιτζάνες
Αυγά
Από τον 12ο μήνα
Κίτρα (όπως πορτοκάλι)
Σιτάρι (αν και είναι προτιμότερο να αποφευχθούν τροφές που περιέχουν γλουτένη και να εισαχθούν αργότερα)
Γαλακτοκομικά προϊόντα
Ξηροί καρποί και σπόροι (αλλά όχι φιστίκια).
Για να ξεκινήσετε, εισάγετε μόνο μια τροφή κάθε μέρα, και παρατηρήστε κάθε πιθανή αντίδραση. Αυτό θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε από έκζεμα, υπερβολική υπνηλία, καταρροή, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, υπερβολική δίψα, υπερδραστηριότητα ή ασθματική αναπνοή. Αν παρατηρήσετε κάτι ύποπτο, σταματήστε να δίνετε αυτή την τροφή και μετά εισάγετε μια άλλη, όταν η αντίδραση έχει σταματήσει. Μπορείτε να διπλοτσεκάρετε τις παρατηρήσεις σας λίγους μήνες αργότερα, όταν το πεπτικό σύστημα έχει ωριμάσει. Όταν έχετε καθιερώσει δίαιτα με μείγμα τροφών που δεν προκαλούν κάποια αντίδραση, είναι σημαντικό η δίαιτα του παιδιού σας να έχει ποικιλία, ιδιαίτερα με κοινές αλλεργιογόνες τροφές, όπως το σιτάρι, τα γαλακτοκομικά και τα κίτρα.
Όταν αρχίζετε τον απογαλακτισμό, το μωρό σας θα λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των πρωτεϊνών, των λιπών και των υδατανθράκων που χρειάζεται από το μητρικό σας γάλα. Έτσι οι πρώτες τροφές του βρέφους σας πρέπει να είναι τροφές πλούσιες σε βιταμίνες και μέταλλα, και αυτές οι τροφές είναι τα λαχανικά και τα φρούτα. Να τρώει λαχανικά υψηλά σε σίδηρο, όπως το μπρόκολο και το σπανάκι. Αν ένα φρούτο ή λαχανικό μπορεί να φαγωθεί ωμό, τότε αφήστε το ωμό, όπως για παράδειγμα η μπανάνα, το αβοκάντο και το ώριμο αχλάδι. Διαφορετικά, ατμοβράστε τα ή βράστε σε φιλτραρισμένο νερό μέχρι να μαλακώσουν και μετά κάντε τα πουρέ με λίγο από το μαγειρεμένο νερό.
Πουρές λαχανικών: καρότο, μπρόκολο, γλυκοπατάτα, σπανάκι, κουνουπίδι, βολβός παντζαριού, αβοκάντο, πράσο, σέλινο και μάραθο.
Φρούτα: Μήλο, αχλάδι, βερίκοκα, ακτινίδιο, αποξηραμένα φρούτα (πάντα βραστά, ποτέ ωμά, όπως αποξηραμένα βερίκοκα, σύκα, δαμάσκηνα, και να είναι βιολογικά, είναι καλή πηγή σιδήρου).
Όταν φτάσετε στη φάση των συνδυασμών, μπορείτε να συνδυάσετε π.χ. καρότο, σπανάκι και κουνουπίδι, ή πράσο και γλυκοπατάτες ή αβοκάντο και μπανάνα ή μήλο και βερίκοκο. Έπειτα μπορείτε να αρχίσετε να προσθέτετε καστανό ρύζι, κεχρί, κινόα, φαγόπυρο ή πουρέ φακής – και δοκιμάστε πάλι αυτές τις τροφές μόνες τους, και όταν το μωρό σας δεν έχει κάποια αντίδραση, αναμείξτε τα με λαχανικά ή φρούτα. Για παράδειγμα, δοκιμάστε χυλό κεχριού και μπανάνας για πρωινό και καστανό ρύζι με καρότα και πράσα για γεύμα. Στο τέλος μπορείτε να προσθέσετε ψάρι και μετά από ένα διάστημα κρέας.
Μαγειρέψτε τα καλά και κάντε τα πουρέ, και όταν δείτε ότι το μωρό σας δεν αντιδρά σε αυτές τις τροφές, αναμείξτε τες με δημητριακά ή λαχανικά, και έτσι θα έχετε δημιουργήσει ένα ισορροπημένο γεύμα, για παράδειγμα ψάρι με γλυκοπατάτες και μπρόκολο. Το μωρό σας μπορεί να ζήσει και χωρίς αγελαδινό γάλα. Και θα είναι πολύ πιο υγιές και με λιγότερες αλλεργίες. Αποφύγετε να δώσετε στο μωρό σας γάλα σόγιας. Γάλα αμυγδάλου ή σουσαμιού μπορείτε να δώσετε στο παιδί σας μετά τον πρώτο χρόνο της ηλικίας του.
Καλό είναι να μουσκεύετε τα δημητριακά. Μπορείτε να δίνετε χυλό δημητριακών, εμποτισμένο 24 ώρες. Το μούλιασμα σε όξινο μέσο εξουδετερώνει τα φυτικά οξέα των δημητριακών (που συμβάλλουν σε δυσαπορρόφηση των μετάλλων από το έντερο) και αρχίζει τη διάσπαση των υδατανθράκων, επιτρέποντας έτσι στα παιδιά να επιτυγχάνουν την καλύτερη δυνατή θρέψη από τα δημητριακά. Μπορείτε να ρίξετε μέσα ως όξινο μέσο βουτυρόγαλο, γιαούρτι ή άλλο ζυμωμένο γαλακτοκομικό ή χυμό λεμονιού και ξύδι. Αυτό μπορείτε να το κάνετε και με τα όσπρια και να αρχίσετε σιγά σιγά και δημητριακά με γλουτένη, και αρχικά βρώμη ή κριθάρι, ώστε να συνηθίσει το παιδί και σε αυτού του είδους τα δημητριακά (αν και αυτό με τα δημητριακά γλουτένης μπορείτε να το κάνετε από το 2ο έτος της ηλικίας).
Προβιοτικά για ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος του παιδιού
Γύρω στα 2 κιλά του βάρους ενός ενήλικου σώματος προέρχεται από βακτήρια που ζουν στον πεπτικό σωλήνα. Αυτά τα βακτήρια είναι συνολικά γύρω στα 100 τρισεκατομμύρια – αυτό είναι περισσότερα από τον ολικό αριθμό των κυττάρων του σώματός σας. Αν και το μωρό σας γεννιέται με αποστειρωμένο έντερο, τα εντερικά βακτήρια αρχίζουν να κάνουν αποικίες αμέσως. Αν και δεν είναι όλα φιλικά, όσο το μωρό σας έχει αρκετά από τα υγιεινά βακτήρια, τότε τα κακά βακτήρια διατηρούνται σε έλεγχο και είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν προβλήματα. Τα θετικά βακτήρια κάνουν τα εξής:
1. Παράγουν βιταμίνες, όπως Β1, Β2, Β3, Β5, Β6, Β12, βιοτίνη, Α και Κ.
2. Καταπολεμούν τις μολύνσεις και έχουν φανεί ότι μειώνουν κατά το ήμισυ τον χρόνο ανάρρωσης από διάρροια, αποτρέπουν την υπερανάπτυξη της σαλμονέλας και του E. coli (τα βακτήρια που είναι υπεύθυνα για πολλές περιπτώσεις διατροφικής δηλητηρίασης), το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και του κάντιντα.
3. Ενισχύουν την ανοσία αυξάνοντας τον αριθμό των ανοσοκυττάρων.
4. Προάγουν άλλα καλά βακτήρια ενώ μειώνουν τα κακά βακτήρια. Η λήψη γαλακτοβάκιλου (Lactobacillus acidophilus) για παράδειγμα έχει φανεί ότι προάγουν το ωφέλιμο Bifidobacteria και εμποδίζουν τα μικρόβια που προκαλούν ασθένειες.
5. Είναι αντιαλλεργικά και έχουν φανεί ότι μειώνουν τις πιθανότητες για ανάπτυξη τροφικών αλλεργιών και μειώνουν τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις κατά τη διάρκεια αλλεργικών αντιδράσεων μειώνοντας την ανταπόκριση του εντέρου στις αλλεργιογόνες τροφές.
Τροφές που προάγουν τα υγιή βακτήρια
Γιαούρτι, τυρί cottage, κεφίρ
Ξινολάχανο και τουρσί λαχανικών
Σάλτσα σόγιας
Μια δίαιτα υψηλή σε φρούτα και λαχανικά, που είναι υψηλά σε φυτικές ίνες, ενθαρρύνουν τα υγιή βακτήρια. Αγοράστε ένα καλό προβιοτικό συμπλήρωμα κατάλληλο για βρέφη σε σταγόνες ή σκόνη.
DHA: Μια ουσία απαραίτητη για τον εγκέφαλο του μωρού σας
Το αγελαδινό γάλα έχει πολύ χαμηλό περιεχόμενο λινολεϊκού οξέος (LA), αλλά πιο ευνοϊκή αναλογία λινολεϊκού οξέος/άλφα-λινολενικού οξέος, κάτι που πιθανώς είναι ο λόγος γιατί τα επίπεδα του DHA (δοκοσαχεξαενοϊκού οξέος) φαίνονται να είναι ευνοϊκότερα στα βρέφη που πίνουν αγελαδινό γάλα σε σύγκριση με τα βρέφη που πίνουν βρεφική φόρμουλα στην οποία δεν έχει προστεθεί DHA. Έτσι διάφορες εταιρείες βρεφικών τροφών περνούν το εξής μήνυμα στους γονείς: «αντικαταστήστε το αγελαδινό γάλα με βρεφικές φόρμουλες, αλλά μη δίνετε στα παιδιά σας οποιεσδήποτε βρεφικές φόρμουλες, αλλά φόρμουλες σαν και τις δικές μας που είναι εμπλουτισμένες με DHA»! Αυτό που αυτές οι εταιρείες δεν λένε είναι ότι το βρέφος μπορεί να λάβει το DHA από το μητρικό γάλα και από τη διατροφή του.
Το DHA είναι ένας από τους δύο τύπους λιπαρών οξέων που περιέχονται στο ιχθυέλαιο. Το άλλο λιπαρό οξύ του ιχθυελαίου είναι το EPA. Συγκεκριμένα τα δύο λιπαρά οξέα DHA και AA (αραχιδονικό οξύ) είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος του μωρού. Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Development Medicine and Child Neurology, τα μωρά που λάμβαναν φόρμουλα στην οποία είχαν προστεθεί αυτά τα δύο λιπαρά οξέα, αργότερα σκόραραν κατά μέσο όρο 7 πόντους υψηλότερα στον δείκτη νοητικής ανάπτυξης. Επίσης μια καλή παροχή ωμέγα-3 λιπαρών οξέων ζωικής προέλευσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσει την «εγκεφαλική δύναμη» του μωρού.
Το DHA είναι ιδιαίτερα πλούσιο στο μουρουνέλαιο. Σε μια μελέτη σε 300 γυναίκες στις οποίες δόθηκαν είτε μουρουνέλαιο είτε καλαμποκέλαιο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τρεις μήνες μετά τη γέννηση, η νοημοσύνη των παιδιών τους εξετάστηκε όταν έφτασαν στην ηλικία των 4 χρονών. Τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες της ομάδας του μουρουνέλαιου σκόραραν υψηλότερα στα τεστ, που μετρούσαν τα προβλήματα επίλυσης προβλημάτων και τις ικανότητες επεξεργασίας πληροφοριών (23). Μια έλλειψη ωμέγα 3 λιπαρών οξέων μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες μαθησιακές ανικανότητες (24).
δημοπουλοςΑυτός είναι ο λόγος που οι έγκυες γυναίκες πρέπει να τρώνε ψάρια και συμπληρώματα ιχθυελαίου ή συμπληρώματα DHA για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου. Αλλά πώς θα λάβει το νεογνό μετά τη γέννησή του επαρκείς ποσότητες DHA; Από το γάλα της μητέρας. Η μητέρα και μετά τη γέννηση του παιδιού θα πρέπει να καταναλώνει τροφές υψηλές σε DHA. Το DHA θα περάσει στο μητρικό γάλα και έτσι θα το καταναλώσει το βρέφος. Οι μητέρες μπορούν επίσης να δίνουν μουρουνέλαιο στο μωρό τους. Μπορούν να δίνουν στο μωρό ένα τέταρτο του κουταλιού του γλυκού μουρουνέλαιο κάθε μέρα μέχρι τον 6ο μήνα και έπειτα μισή κουταλιά του γλυκού από τον 6ο μέχρι τον 12ο μήνα.
Αυτό μπορούν οι μητέρες να το προσθέσουν στο φαγητό του μωρού ή να τρίψουν με μουρουνέλαιο την κοιλίτσα του μωρού, διότι θα απορροφηθεί άμεσα στην κυκλοφορία του αίματος μέσα από το δέρμα. Αυτό θα προσφέρει επιπλέον βιταμίνη D, απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη των οστών. Είναι σημαντικό όμως να διαλέξετε μουρουνέλαιο καλής ποιότητας από αξιόπιστη εταιρεία, ώστε να μην περιέχει βαρέα μέταλλα. Επίσης από τον 4ο μήνα μπορεί να προστεθούν στη διατροφή του βρέφους λιπαρά ψάρια, όπως σολομός, σαρδέλα και γαύρος, που είναι πλούσια σε ωμέγα 3 λιπαρά οξέα. Άρα θεωρώ την άποψη της Nestle ότι πρέπει οι γυναίκες να πίνουν τις βρεφικές της φόρμουλες περισσότερο εμπορική εκστρατεία παρά επιστημονική θέση.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Μάριου Δημόπουλου «Γάλα: Πόσο αθώο είναι;» – Εκδ. Κάδμος
1. Jakobsson I., Lindberg T., Cow’s milk proteins cause infantile colic in breast-fed infants: a double-bind crossover study, Pediatrics, 71(2), 268-271, 1983
2. Mead N., Natural Health, July 1994
3. Host A., Cow’s milk protein allergy and intolerance in infancy. Some clinical, epidemiological and immunological aspects, Pediatric Allergy Research, 5, 6:5-36, 1994ad N., Natural Health, July 1994
4. Iacono J., et al., Intolerance of cow’s milk and chronic constipation in children, New England Journal of Medicine, 339(16), 1100-4, 1998
5. Willetts I.E., et al., Cow’s milk enteropathy: Surgical pitfalls, Journal of Pediatric Surgery, 34, 10:1486-1488, 1999
6. Martin J.M., et al., Milk proteins in the etiology of insulin-dependent diabetes mellitus (IDDM), Ann Med, 23(4):447-52, 1991
7. Karjalainen J., et al., A bovine albumin peptide as a possible trigger of insulin-dependent diabetes mellitus, N Engl J Med, 327(5):302-7, 1992
8. Pediatrics, 89, July 1992
9. Gerstein H.C., VanderMeulen J., The relationship between cow’s milk exposure and type 1 diabetes, Diabet Med, 13(1):23-9, 1996
10. Kostraba J.N., et al., Early exposure to cow’s milk and solid foods in infancy, genetic predisposition, and the risk of IDDM, Diabetes, 42(2):288-95, 1993
11. Saukkonen T., et al., Significance of cow’s milk protein antibodies as risk factor for childhood IDDM: interactions with dietary cow’s milk intake and HLA-DQB1 genotype. Childhood diabetes in Finland Study Group, Diabetologia, 41(1):72-8, 1998
12. Virtanen S.M., et al., Diet, cow’s milk protein antibodies and the risk of IDDM in Finnish children. Childhood diabetes in Finland study group, Diabetologia, 37(4):381-7, 1994
13. Nevestani T.R., Serum antibodies to the major proteins found in cow’s milk of Iranian patients with Type 1 diabetes mellitus, Diabetes Nutr Metab, 17(2):76-83, 2004
14. Wasmuth H.E., Kolb H., Cow’s milk and immune-mediated diabetes, Proc Nutr Soc, 59(4):573-9, 2000
15. Vaarala O., et al., Cow’s milk formula feeding induces primary immunization to insulin in infants at genetic risk for type 1 diabetes, Diabetes, 48(7):1389-94, 1999
16. American Dietetic Association, Promotion of breastfeeding, Journal of American Dietetic Association, 97, 662-6, 1997
17. Martin M., Is DHA the secret of breast milk’s success?, WorldNetDaily.com, 2002
18. Martinez F., American Journal of Clinical Nutrition, 41, 3, 969, 1985
19. Kunz C., International Journal for Vitamin and Nutrient Research, 54, 141, 1984
20. Armstrong J., et al., Breastfeeding and lowering the risk of childhood obesity, Lancet, 359, 9322:2003-4, 2002
21. Braly J., Hoggan R., Dangerous Grains, p. 24, 2002
22. Dettwyller K., Breastfeeding: Biocultural Perspectives, 1997
23. Pediatrics Online, vol. 111, e. 39-44, 2003
24. Erasmus U., Fats that heal, fats that kill, p. 380, 1993
0 Σχόλια