Τα περισσότερα ζευγάρια, όταν πλησιάζει η στιγμή που η νέα μαμά πρέπει να επιστρέψει στη δουλειά μετά την άδεια λοχείας, καλούνται να πάρουν μία πολύ σημαντική απόφαση: Ποιος θα κρατά το παιδί μέχρι να πάει στο σχολείο; Στην Ελλάδα, την ανάγκη φύλαξης του μωρού καλύπτουν κατά προτεραιότητα οι γιαγιάδες και οι παππούδες, τόσο για οικονομικούς όσο και για «παραδοσιακούς» λόγους. Είναι, όμως, πάντα αυτή η καλύτερη λύση; Και τι γίνεται όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι παππούδες;
Δείτε παρακάτω τα υπέρ και τα κατά των συχνότερων εναλλακτικών αναφορικά με την φύλαξη των μικρών παιδιών μιας οικογένειας και πείτε μας την δική σας άποψη στο τέλος του κειμένου.
Γιαγιά: Του παιδιού μου το παιδί...
«Είμαι πολύ τυχερή που έχω τη μαμά μου να φυλά την κόρη μου, αλλά υπάρχουν στιγμές που με εξοργίζει γιατί άλλα της λέω και άλλα κάνει» Κωνσταντίνα, 30 ετών.
Είναι μεγάλο δέλεαρ για το ζευγάρι να υπάρχει γιαγιά που να «κρατιέται» καλά και να προσφέρεται να φυλά καθημερινά το μωρό, μέχρι οι γονείς να επιστρέψουν από την δουλειά ή κάποια σαββατόβραδα, όταν οι γονείς θέλουν να βγουν και να ξενυχτίσουν. Τι γίνεται, όμως, όταν γιαγιάδες και παππούδες αποκτούν παραπάνω δικαιώματα, αναφορικά με την ανατροφή του παιδιού, από όσα το ζευγάρι θα ήθελε; Και τι τους απαντάς όταν καυχιόνται «εγώ μια χαρά δεν σε μεγάλωσα;»
Τα «υπέρ» της γιαγιάς: Οι περισσότεροι ειδικοί σε θέματα βρεφικής ανάπτυξης συμφωνούν ότι, μέχρι να έρθει η ώρα που μπορεί να πάει το παιδί στο σχολείο (περί τα 2,5-3 έτη), είναι προτιμότερο να μένει σε ένα σταθερό, ασφαλές περιβάλλον με ένα «δικό του» πρόσωπο. Κατά κανόνα, το αμέσως επόμενο τέτοιο πρόσωπο είναι η γιαγιά ή κάποιο άλλο στενό συγγενικό πρόσωπο (αδελφή, ξαδέλφη, θεία), ενώ ακολουθεί η baby-sitter. Έτσι, με την γιαγιά στο σπίτι το μωρό νιώθει ασφάλεια και εισπράττει ειλικρινή τρυφερότητα και φροντίδα.
Μάλιστα, οι περισσότερες γιαγιάδες είναι πολύ πιο προστατευτικές με τα παιδιά (είτε επειδή αναγνωρίζουν ότι τα αντανακλαστικά τους δεν «δουλεύουν» όπως παλιά είτε για να αποφύγουν το «κατσάδιασμα» σε περίπτωση που το μωρό πάθει κάτι), ενώ η δυνατή σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο παιδί και τους παππούδες είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξή του. Το παιδί έχει την δυνατότητα να μάθει από αυτούς αμέτρητα πράγματα που οι γονείς ενδεχομένως να μη γνωρίζουν ή να μην έχουν τον χρόνο να διδάξουν, ενώ και οι παππούδες «ξανανιώνουν» μεγαλώνοντας ένα μωρό.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε έρευνα του Johns Hopkins Bloomberg School of Public Health, η οποία υποστηρίζει πως τα παιδιά που μεγαλώνουν με τη γιαγιά τους κινδυνεύουν κατά 50% λιγότερο από τραυματισμούς και ατυχήματα, από το αν τα φρόντιζε κάποιο άλλο πρόσωπο, κάποιος βρεφονηπιακός ή ακόμα και η ίδια η μητέρα τους. Στην Αμερική, μάλιστα, τα κοινά ατυχήματα και οι τραυματισμοί στην καθημερινότητα αποτελούν την πρώτη αιτία παιδικών θανάτων.
Τέλος, η γιαγιά αποτελεί μακράν την οικονομικότερη λύση για τους γονείς και πιθανώς την πιο ευπροσάρμοστη, αφού είναι συνήθως διαθέσιμη να κρατήσει το παιδί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, είτε στο σπίτι του μωρού είτε στο δικό της.
Τα «κατά» της γιαγιάς: Κάποιοι θα έλεγαν ότι ένα ακόμα πλεονέκτημα του να μεγαλώνει η γιαγιά το μωρό, είναι η οικειότητα που έχει με τους γονείς και η άνεση που νιώθουν εκατέρωθεν -αυτό ακριβώς, όμως, μπορεί ταυτόχρονα να είναι και μειονέκτημα. Πολύ συχνά, λοιπόν, η γιαγιά και ο παππούς έχουν συγκεκριμένη και αδιαπραγμάτευτη άποψη αναφορικά με την διαπαιδαγώγηση του παιδιού, η οποία όταν δεν συμφωνεί με αυτή των γονιών, δημιουργούνται συγκρούσεις.
Το χειρότερο, μάλιστα, είναι να μην είναι ειλικρινείς οι παππούδες με τους γονείς, όταν για παράδειγμα οι δεύτεροι τους ζητούν να μη δίνουν γλυκά στο νήπιο ή να μην αφήνουν το μωρό όλη την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση, και έτσι οι γονείς να μην είναι σίγουροι για το τι συμβαίνει τελικά όταν δεν είναι παρόντες.
Και επειδή η κρυφή κάμερα αποτελεί μάλλον ακραίο μέτρο όταν είναι οι ίδιοι σου οι γονείς που κρατούν το παιδί σου, μόνο με την επικοινωνία και τους ξεκάθαρους, σαφείς και αποδεκτούς από κοινού κανόνες μπορούν να «συμμορφωθούν» οι υπερβολικά ελαστικοί παππούδες.
Νταντά άμεσης δράσης
«Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στη γυναίκα που κρατούσε την κόρη μου όταν εγώ δούλευα. Η δε κόρη μου είχε φτάσει στο σημείο να την φωνάζει 'μαμά', ενώ τώρα που έχει μεγαλώσει την αγαπάει υπερβολικά.» Αγγελική, 60 ετών.
Κάποιες φορές η νταντά προκύπτει και άλλες πρέπει να βρεθεί, σε ένα κυνήγι "χαμένου θησαυρού". Μπορεί, δηλαδή, το ζευγάρι να έχει μία γειτόνισσα ή να γνωρίζει καλά μία κυρία που εμπιστεύεται και συμπαθεί, η οποία συμφωνεί να κρατά κάποιες ώρες το μωρό έναντι κάποιου κόστους. Μπορεί, όμως, και να πρέπει να περάσει δεκάδες επαγγελματίες baby-sitters από «κάστινγκ», μέχρι να καταλήξει στην κατάλληλη.
Τι σημαίνει κατάλληλη; Οι ψυχολόγοι λένε ότι η baby-sitter πρέπει να είναι καταρχήν ευχάριστη, έμπειρη με τα παιδιά και όσο το δυνατόν περισσότερο μορφωμένη. Για πολλούς γονείς έχει σημασία, επίσης, η νταντά να μιλά ελληνικά, για άλλους είναι προϋπόθεση να βοηθά και σε κάποιες δουλειές του σπιτιού, πάντως όλοι οι γονείς συμφωνούν πως το παιδί θα πρέπει να είναι χαρούμενο μαζί της.
Τα «υπέρ» της νταντάς»: Το μωρό παραμένει στον χώρο του και φροντίζεται από ένα άτομο που είναι διαρκώς «από πάνω του». Η νταντά έρχεται και φεύγει στις συμφωνημένες ώρες, ενώ τις ώρες που βρίσκεται με το μωρό αφιερώνεται σε αυτό, προσφέρει δημιουργικές ασχολίες και γεμίζει ευχάριστα τον χρόνο του. Άλλωστε, το άτομα αυτό πληρώνεται τόσο για να φυλά το μωρό σας, όσο και για να το απασχολεί, καθώς αυτό θα μεγαλώνει, ακολουθώντας αποκλειστικά τους δικούς σας κανόνες διαπαιδαγώγησης.
Καθώς, λοιπόν, πρόκειται για έναν έμμισθο ρόλο, οι περισσότερες νταντάδες είναι πρόθυμες να κρατήσουν το παιδί και οποιαδήποτε άλλη ώρα μέσα στην ημέρα, π.χ. για να βγει το ζευγάρι ένα βράδυ, ή ακόμα και να ακολουθήσουν το ζευγάρι στις οικογενειακές διακοπές. Αυτό όχι μόνο «ξεκουράζει» τους γονείς αλλά είναι θετικό και για το παιδί που αντιλαμβάνεται σιγά-σιγά τη νταντά ως μέλος της οικογένειας και νιώθει περισσότερη άνεση και ασφάλεια μαζί της.
Τα «κατά» της νταντάς: Το γενικότερο μειονέκτημα της επιλογής «νταντά» είναι η δυσκολία εύρεσης της κατάλληλης και αυτής που θα εμπνεύσει στους γονείς εμπιστοσύνη. Είναι, λοιπόν, δικαιολογημένο, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό που θα την αφήσουν μόνη με το μωρό, να νιώθουν οι γονείς αγωνία (ποιος δεν ανησυχεί μήπως το παιδί του παραμεληθεί ή, χειρότερα, κακοποιηθεί από τη νταντά;). Φυσικά, για όσους δεν έχουν τον ηθικό ενδοιασμό, υπάρχει πάντα η λύση της κρυφής κάμερας, που αναφέραμε παραπάνω, αλλά το ζητούμενο είναι να προλάβει κανείς το «κακό» πριν γίνει.
Το δεύτερο σημαντικό μειονέκτημα είναι το κόστος. Τα χρήματα που μπορεί να παίρνει μία νταντά μπορεί να ξεκινούν από 3-4 ευρώ την ώρα ή να διπλασιάζονται αν είναι πολύ έμπειρη, πτυχιούχος ή αν μένει πολύ μακριά από το σπίτι στο οποίο εργάζεται. Ουσιαστικά, δηλαδή, η «επαγγελματίας» νταντά αποτελεί λύση πολυτελείας, ενώ η πιο «άπειρη» baby-sitter είναι μεν οικονομικότερη αλλά δημιουργεί μεγαλύτερη ανασφάλεια στους γονείς.
Σχολείο για... μπέμπηδες
«Ένιωθα άπειρες ενοχές που τον άφηνα, μόλις 6 μηνών, σε ξένα χέρια, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Και τώρα χαίρομαι που είναι τόσο κοινωνικό παιδί και έχει μάθει τόσα πράγματα.» Ευαγγελία, 35 χρονών.
Για τους περισσότερους νέους γονείς ο βρεφονηπιακός σταθμός αποτελεί την ύστατη λύση ανάγκης. Ωστόσο, εφόσον έχετε την τύχη να βρείτε έναν πραγματικά καλό βρεφονηπιακό σταθμό, αυτά που έχει να κερδίσει το μωρό σας εκεί μπορεί να είναι περισσότερα από αυτά που θα κέρδιζε με την γιαγιά ή την νταντά. Φροντίστε, λοιπόν, να ψάξετε πολύ καλά τον βρεφονηπιακό στον οποίον θα εμπιστευτείτε το μωρό σας.
Οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί δέχονται μωρά από έξι μηνών, ενώ κάποιοι –ελάχιστοι- τα δέχονται και από 2 μηνών. Σε όλες τις περιοχές υπάρχουν ιδιωτικοί αλλά και δημοτικοί σταθμοί.
Τα «υπέρ» του βρεφονηπιακού: Το σημαντικότερο που έχει να προσφέρει ένας βρεφονηπιακός στο παιδί είναι ότι το κάνει από πολύ νωρίς ανεξάρτητο και κοινωνικό. Κατά κανόνα, η πρόοδος των παιδιών που ξεκινούν από τόσο νωρίς το «σχολείο» είναι πολύ ταχύτερη συγκριτικά με αυτή των παιδιών που μεγαλώνουν στο σπίτι τους (στον σταθμό μαθαίνουν να χρησιμοποιούν από νωρίς την τουαλέτα, να τρώνε μόνα τους, να χρησιμοποιούν νέες λέξεις και να μετρούν πιο γρήγορα), ενώ αποκτούν από νωρίς φίλους.
Μάλιστα, αν το μωρό περνά καλά στον βρεφονηπιακό σταθμό θα είναι χαρούμενο κάθε πρωί που θα πηγαίνει εκεί και δεν θα του λείπει η μαμά του όσο του λείπει όταν βρίσκεται στο σπίτι με τη γιαγιά ή την νταντά, γιατί θα είναι διαρκώς απασχολημένο σε ευχάριστες δραστηριότητες.
Ενδιαφέρον έχει, στο σημείο αυτό, να αναφερθούμε σε έρευνα του βρετανικού Ινστιτούτου Εκπαίδευσης, η οποία πραγματοποιήθηκε σε νήπια και έδειξε ότι όσα μωρά μεγαλώνουν με τη γιαγιά και τον παππού είναι λιγότερο κοινωνικά στα 3 τους έτη, από εκείνα που ξεκίνησαν το «σχολείο» νωρίτερα, όταν ακόμα ήταν βρέφη. Η ίδια έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που δεν παρουσιάζονται διαφορές στην ομιλία, τα παιδιά που βρίσκονται από μωρά σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό έχουν καλύτερη γνωστική ανάπτυξη από τα υπόλοιπα, είναι περισσότερο δραστήρια σωματικά και πολύ πιο έτοιμα να κάνουν το επόμενο βήμα, όταν έρχεται η ώρα για το σχολείο.
Τα «κατά» του βρεφονηπιακού: Αν η εύρεση της κατάλληλης νταντάς είναι δύσκολη υπόθεση, η εύρεση του κατάλληλου βρεφονηπιακού σταθμού μπορεί να γίνει... εφιάλτης. Και αυτό γιατί θα δείτε και θα ακούσετε τόσα πολλά αναφορικά με τις συνθήκες υγιεινής, ασφαλείας αλλά το ημερήσιο πρόγραμμα, τα οποία θα σας αγχώσουν τρομερά. Όταν, τελικά, βρείτε τον σταθμό που σας ταιριάζει, θα χρειαστεί να αφιερώσετε χρόνο (πιθανώς να πάρετε άδεια κάποιες μέρες) για την προσαρμογή του μωρού σας εκεί. Θα πρέπει να το αφήνετε, δηλαδή, σταδιακά, από λίγο κάθε μέρα.
Ένα ακόμα μειονέκτημα είναι ότι τα μωρά στον βρεφονηπιακό έρχονται από πολύ νωρίς σε επαφή με ιούς, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν συχνά, οπότε να πρέπει να μένουν στο σπίτι και τελικά πάλι να ψάχνουν οι γονείς ποιος θα τα κρατήσει. Φυσικά, αυτό ισχύει και για τις βραδινές ώρες αλλά και για τα σαββατοκύριακα, οπότε πάλι χρειάζεται μία γιαγιά ή μία νταντά.
Τέλος, υπάρχει και εδώ ένα μηνιαίο κόστος, το οποίο μπορεί να μην είναι τόσο υψηλό όσο αυτό της νταντάς, είναι πάντως άξιο αναφοράς. Ενδεικτικά, τα δίδακτρα για έναν ιδιωτικό βρεφονηπιακό σταθμό ξεκινούν από 250-300 ευρώ μηνιαίως, ενώ και για τους δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς προβλέπεται ένα ποσό, το οποίο εξαρτάται από το εισόδημα των γονιών (από 50 έως 140 ευρώ μηνιαίως).
- See more at: http://www.mama365.gr/
0 Σχόλια