Ένα νέο τεστ αίματος για το Αλτσχάιμερ θα μπορεί ανιχνεύσει την ασθένεια 10 χρόνια πριν την κλινική διάγνωση, πολύ νωρίτερα δηλαδή από ότι όλα τα άλλα τεστ. Ο Δημήτριος Καπόγιαννης, νευροεπιστήμονας στο Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης των ΗΠΑ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins είναι ο επικεφαλής της συγκεκριμένης μελέτης.
Το τεστ διάγνωσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Νευροεπιστημών στην Ουάσιγκτον και θα μπορούσε σύντομα να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό και τη θεραπεία ασθενών με Αλτσχάιμερ νωρίτερα στην εξέλιξη της νόσου τους. Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κλινικές δοκιμές για την εξεύρεση νέων θεραπειών. Ήδη, το τεστ διακρίνει τους ασθενείς και τους υγιείς ηλικιωμένους με 100% ακρίβεια.
«Είμαι πολύ αισιόδοξος πως αυτό το τεστ θα ευοδωθεί» είπε ο Δημήτρης.
Το τεστ είναι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του και έχει εφαρμοστεί μόνο σε 174 άτομα. Απαιτείται μια μεγαλύτερη, μακροπρόθεσμη μελέτη πριν από την ευρεία χρήση. Ήδη η εταιρεία βιοτεχνολογίας NanoSomiX, που αναπτύσσει αναλύσεις αίματος για τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις και είναι χορηγός της μελέτης, σχεδιάζει να παράγει μια εμπορική έκδοση του τεστ.
Στο Εθνικό Ινστιτούτο για τη Γήρανση, ο Καπόγιαννης και η ομάδα του εντόπισαν μια μοναδική πρωτεΐνη στον εγκέφαλο που εμπλέκεται στη σηματοδότηση της ινσουλίνης, που ονομάζεται IRS-1, και που η ανενεργή της μορφή εμφανίζεται σε μεγάλα ποσά στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ,
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δείγματα αίματος από 70 άτομα με τη νόσο του Alzheimer, 20 ηλικιωμένους με διαβήτη και 84 υγιείς ενήλικες. 22 από τους συμμετέχοντες με τη νόσο Αλτσχάιμερ παρείχαν δείγματα που είχαν ληφθεί 1 έως 10 χρόνια πριν από τη διάγνωση τους. Από τα δείγματα, οι ερευνητές απομόνωσαν εξωσώματα, μικρούς θύλακες λιπιδίων που εξέχουν από τις κυτταρικές μεμβράνες και μεταφέρουν σήματα προς άλλα κύτταρα και ιστούς. Από την προκύπτουσα πισίνα εξωσωμάτων, ταυτοποίησαν μόνο εκείνα που προέρχονται από τον εγκέφαλο, τα οποία περιέχουν IRS-1, και μετρήθηκαν τα επίπεδα της πρωτεΐνης.
Βρήκαν ότι οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ είχαν υψηλότερες ποσότητες της αδρανούς μορφής της πρωτεΐνης και μικρότερες ποσότητες της δραστικής μορφής από τα υγιή άτομα. Οι διαβητικοί είχαν ενδιάμεσα επίπεδα. Αυτά τα επίπεδα ήταν τόσο συνεπή, ώστε η ομάδα μπορούσε να προβλέψει εάν ένα δείγμα αίματος προήλθε από ασθενή με Αλτσχάιμερ, από υγιές άτομο ή από διαβητικό, χωρίς σφάλματα. Αυτό συνέβη ακόμη και για τα δείγματα από ασθενείς με Αλτσχάιμερ που είχαν ληφθεί 10 χρόνια πριν την κλινική διάγνωση τους.
Ο Δημήτριος Καπόγιαννης είναι κλινικός ερευνητής στο Εργαστήριο Νευροεπιστημών του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης των ΗΠΑ. Είναι επίσης Επίκουρος Καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Απέκτησε το πτυχίο της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε την εκπαίδευση του στη Νευρολογία στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και την ειδίκευση του στη Νευροψυχιατρική στο Εθνικό Ινστιτούτο Νευρολογικών Διαταραχών και Εγκεφαλικών Επεισοδίων.
Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του επικεντρώνονται στις συνδέσεις μεταξύ του διαβήτη, του μεταβολισμού του εγκεφάλου και της νόσου του Alzheimer και στις παρεμβάσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση του μεταβολισμού του εγκεφάλου ως πιθανές θεραπείες της νόσου. Είναι υπεύθυνος για κλινικές δοκιμές για τη νόσο του Alzheimer και διάφορες άλλες ερευνητικές μελέτες όσον αφορά τη γήρανση του εγκεφάλου και της νόσου του Alzheimer.
0 Σχόλια