Εικόνες: Άγγελος Ζυμάρας, Γιάννης Σημιτόπουλος, Κύα Τζήμου – parallaximag.grΤο να ζητήσεις από δέκα αρχιτέκτονες που εκτιμάς και αγαπάς τη δουλειά τους να σου υποδείξουν το αγαπημένο τους κτίριο στην πόλη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σε μια πόλη με ιστορία μεγαλύτερη των 2500 χρόνων που διαθέτει κτίρια αριστουργήματα άλλων εποχών αλλά και μερικά κλασικά του αιώνα που τέλειωσε και ελάχιστα σημερινά σημεία αναφοράς η επιλογή μοιάζει πραγματικά δύσκολη. Τα δύσκολα όμως είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Και αυτή η επιλογή είναι πραγματικά τόσο ενδιαφέρουσα γιατί η διασπορά των κτιρίων που επιλέχθηκαν, στο χρόνο, την τεχνοτροπία και το τι σημαίνουν για την πόλη συνθέτει ένα μοναδικό παζλ. Χαρείτε το!
Στοά Μοδιάνο – Λεωνίδας Τραμπούκης
Φαντάζομαι πως κάθε γενιά έχει ζήσει διαφορετικά την «αγορά» αυτή της πόλης, από το θεμέλιο λιθο της το 1922 ως την οικονομική και κοινωνική παρακμή της σήμερα.
Η εμπειρία μου και η αγάπη μου για την αγορά Μοδιάνο έχει να κάνει περισσότερο με τη χωρική εμπειρία όντας μέσα σε αυτήν -μια αναπάντεχη «ρυμοτομία» στο εσωτερικό ενός οικοδομικού τετραγώνου- παρά με τη χρήση της ως αγορα ή τη θέση και την αδιαμφισβήτητη σημασία της για τη ζωή της πόλης, καθώς την έχω ζήσει ως επί το πλείστον σε ώρες πέραν του ωραρίου λειτουργίας.
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Είναι μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη, με δρόμους, κτίρια και ταράτσες, που σχεδιάστηκε για να αντέξει στο χρόνο όπως η πόλη η ίδια, για να μπορεί να μεταλλαχθεί στο χρόνο και να προσαρμοστεί σε νέες χρήσεις και ιδέες και παρ’όλα αυτά να διατηρήσει την πρόθεση για την ύπαρξη ενός χώρου κοινωνικής συναναστροφής μέσα από την αρχιτεκτονική.
Ροτόντα – Αναστ. Μ. Κωτσιόπουλος αρχιτέκτων, ομότ. καθηγητής Α.Π.Θ.αντεπ. μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Ένα από τα αγαπημένα μου κτίρια είναι η Ροτόντα (αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.), για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι η απλότητα της δομής της και η δύναμη του εσωτερικού της χώρου. Ο δεύτερος είναι ότι μας θυμίζει τον εν πολλοίς απωλεσθέντα πλούτο του αρχιτεκτονικού παρελθόντος της πόλης. Η Ροτόντα και η «συνοδεία» της μας δίνουν μιαν ιδέα των μεγεθών και της ποιότητας αυτού του παρελθόντος, το οποίο σε σημαντικό βαθμό βυθίστηκε κάτω από τη νεότερη πόλη, σε εποχές άλλων συνηθειών, άγνοιας αλλά και κοινωνικής πίεσης.
Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού – Φώτης Σαγώνας
Ο Καθεδρικός του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο αναδείχθηκε πρόσφατα το αγαπημένο κτήριο των Βρετανών με ποσοστό 38%. Ακολούθησαν το Στόουνχεντζ και το Κοινοβούλιο. Με αφορμή το παρόν άρθρο, για τη Θεσσαλονίκη, υποθέτω ως δημοφιλή επιλογή για τα κτήρια, που διαχρονικά αγαπήθηκαν ―αλλά και μισήθηκαν― περισσότερο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Θεωρώντας αυτονόητη τη δική μου τοποθέτηση σε ένα τέτοιο δίλημμα, θα αρκεστώ απλώς στην παράθεση μιας αναστοχαστικής φράσης του αρχιτέκτονά του, μήπως και καταφέρουμε να πολλαπλασιάσουμε τις μελλοντικές θετικές απαντήσεις: «Ας στοχαστούμε εδώ ότι μας έχουν σημαδέψει ερείπια συγκλονιστικά. Έτσι ίσως νοιαστούμε για το απομεινάρι που μοιραία θ’ αφήσει το έργο μας, και τότε πιστεύω θα δουλέψουμε καλύτερα».
Εξωκλήσι του Αγ. Νικολάου – Στέφανος Σκαρλακίδης
Το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, γνωστό ως εκκλησάκι, βρίσκεται πάνω στον λιμενοβραχίονα του Ν.Ο.Θ. στην Καλαμαριά. Κατασκευάστηκε το 1990 σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Κ.Καψαμπέλη, σε απόλυτη αρμονία με τις παρακείμενες εγκαταστάσεις του Ν.Ο.Θ. (Καψαμπέλης 1960). Η σύνθεσή του, λευκή δομή-λιτή, γλυπτική φόρμα από καθαρούς όγκους, φανερώνει την επιθυμία του αρχιτέκτονα να ερμηνεύσει αφαιρετικά τη νησιωτική αρχιτεκτονική και τη βυζαντινή ναοδομία.
Ο μοντέρνος σχεδιαστικός χειρισμός, η έντονη μνημειακή σύνθεση, οι ευρηματικές λεπτομέρειες και η ένταξή του στο τοπίο, στην αιχμή του λιμενίσκου μέσα στον Θερμαϊκό το κάνουν να ξεχωρίζει. Η θέση του και η θέα, στιγμιαία σε αποσπούν από το‘σήμερα’, το ‘εδώ’. Στο εκκλησάκι δεν θα φτάσεις από λάθος, θα βρεθείς εκεί αν το επιδιώξεις. Το ‘εδώ’ σου προσφέρεται απλόχερα με ένα πανόραμα του θαλάσσιου μετώπου της πόλης.
Μέγαρο Εράτυρα – Παύλου Μελά 29 και ΠΠ.Γερμανού – Αλέξανδρος Κουλουκούρης
Το κτίριο είναι της δεκαετίας του 30 και εγώ έμεινα σε αυτό για περίπου πέντε χρόνια προς τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, εξαρχής με κέρδισε η βαριά μεταλλική είσοδος που με δυσκολία άνοιγε και στην συνέχεια το κεντρικό κλιμακοστάσιο με τις επιμελημένες ξύλινες κουπαστές και τα λεία από τον χρόνο και την χρήση μαρμάρινα σκαλοπάτια που κατέληγαν στον ιδιαίτερο ανελκυστήρα με μεταλλικό σασί με επενδύσεις ξύλου που σε άφηναν να έχεις οπτική προς το εξωτερικό. Οι χώροι ψηλοτάβανοι με χαρακτηριστικές γύψινες διακοσμήσεις σε κάθε δωμάτιο μαγνητίζουν το βλέμμα πριν αυτό πέσει πάνω στα υψίκορμα εξωτερικά κουφώματα με ορίζοντα μία από τις ελάχιστες ‘ανοιχτές ‘ γωνίες σύζευξης οδών. Ποτέ δεν ένοιωθες την αίσθηση ότι είσαι κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα, και πάντα είχες την αίσθηση των εξωτερικών ερεθισμάτων όλα αυτά σε μία οικοδομή του ‘30.
Μύλοι Αλλατίνη – Ελεάννα Μακρίδου και Θοδωρής Μακρίδης
Το συγκρότημα των μύλων Αλλατίνη, είναι ένα από τα σπουδαιότερα βιομηχανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζει εξαιρετικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα είναι ένα μνημείο με πολλαπλές προσεγγίσεις και αναγνώσεις. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων, σε συνάρτηση με την ιστορία τους, ο εξαιρετικά προχωρημένος για την εποχή του τρόπος κατασκευής, οι διαφοροποίηση των χρήσεων στο πέρασμα των χρόνων, οι δημιουργοί αλλά και οι χρήστες τους, ο εξοπλισμός τους, ο φυσικός και ο δομημένος χώρος τους, προσφέρουν μια πληθώρα πληροφοριών για την μικροΐστορία της πόλης, από τα μέσα του 19ου μέχρι και τα τέλη του 20ουαιώνα.
Από την περιήγηση και τη μελέτη του μνημείου ο επισκέπτης διαπιστώνει – καταγράφει στοιχεία όπως:
την τοπική ιστορία και την εξέλιξη της πόλης.
την πολυπολιτισμικότητα της πόλης των αρχών του 20ου αιώνα.
την εξέλιξη της βιομηχανίας και του τρόπου παραγωγής.
το ρόλο της θάλασσας στην εξέλιξη του εμπορίου.
τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής.
τους κήπους των παλαιών κατοικιών και την ποιότητα ζωής.
τη φθορά και κατάρρευση των μνημείων και τις αιτίες που τις δημιούργησαν.
την απόλυτη εξαθλίωση της περιοχής από την εγκατάλλειψη των κτιρίων.
την αξία της αναβίωσης με νέες χρήσεις στα παλιά κελύφη.
Μακεδονία Παλλάς – Λόης Παπαδόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Θα ήθελα να μπορώ να πω ότι μου αρέσουν οι πύλες της πόλης – ο τρόπος που η πόλη υποδέχεται τους ξένους της: το κτίριο του ΚΤΕΛ – αλλά αυτό είναι άθλιο – το θαυμάσιο κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού ή το ωραία ανασχεδιασμένο κτίριο του Αεροδρομίου, αλλά η ακραία εγκατάλειψή τους τα κάνει απωθητικά. Θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι μου αρέσει το Νέο Μέγαρο Μουσικής, που σχεδίασε ο Arata Isozaki, αλλά αυτό δε μου επιτρέπεται, διότι έχω κάποια εμπλοκή στη μελέτη του. Κρατώ λοιπόν για απάντηση το σπουδαίο κτίριο του Μακεδονία Παλάςτου Γραφείου Δοξιάδη – χωρίς να ξεχνώ ότι το εκκωφαντικό γκάπα/γκούπα της πασσαλόπηξης των θεμελίων του στοίχειωσε τρία ή τέσσερα χρόνια της σχολικής μου ζωής στο Τρίτο Πρότυπο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, ψηλά στην Παρασκευοπούλου.
Όμως το κτίριο του Δοξιάδη ήταν για τη Θεσσαλονίκη του ΄60 μια υπόσχεση και μια φαντασίωση κοσμοπολιτισμού. Η επιλεγμένη διπλή του θέα στον Όλυμπο και στο βουνό και ο αυστηρός κάνναβος των όψεών του υπερασπίζονται τη μοντερνιστική ηθική του. Ο ευανάγνωστος όγκος του προσλαμβάνεται ως στίξη πάνω στο ατέρμον μήκος της παραλιακής ρέμβης. Ο σχεδιασμός του θαλάσσιου μετώπου από τον Νικηφορίδη με τον Cuomo επιστρέφει στο διασυρμένο κτίριο την αρχιτεκτονική τιμή που του αξίζει. Mε λίγη περισσότερη τύχη, το Ξενοδοχείο θα είχε συμπληρωθεί στην Νότια πλευρά του από την ωραία προβλήτα και το κυβικό καφέ αναμονής, που ο Mario Botta είχε το 1997 σχεδιάσει για τη θαλάσσια αστική συγκοινωνία της Θεσσαλονίκης.
Ξενοδοχείο Αμαλία – Ερμού και Κομνηνών – Μπερνάρ Κουόμο
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ή το Αρχαιολογικό Μουσείο θα μπορούσαν να είναι η επιλογή μου. Όμως προτιμώ να ψάξω το αγαπημένο μου κτίριο στην ανώνυμη αστική μάζα. Για τη διακριτική κομψότητα της πρόσοψής του, αλλά και της σύνθεσης του, επιλέγω το ξενοδοχείο Αμαλία, Ερμού και Κομνηνών γωνία, έργο του Θ. Μπαρζούκα που χτίστηκε το 1967. Στην πολύβουη οδό Ερμού με όλα όσα συμβαίνουν τις ώρες της αγοράς δύσκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει την ποιότητα της σύνθεσης των όψεων και τον συνδυασμό των υλικών: λευκό επίχρισμα, γυαλί, αλουμίνιο και ξύλο.
Επιλέγω το ξενοδοχείο Αμαλία για την οικοδομική λογική, τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν και αναδεικνύουν μία ανάλαφρη και συνάμα αθόρυβη όψη. Τα δοκάρια που υποστηρίζουν τα μπαλκόνια σε συνδυασμό με τα λεπτά κατακόρυφα διακοσμητικά στοιχεία από αλουμίνιο διαμορφώνουν το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Η όψη ολοκληρώνεται από την κίνηση των ξύλινων περσίδων, που δημιουργούν στο δεύτερο πλάνο μια μεταβλητότητα και μια ζωντάνια που του δίνει ακόμα και σήμερα, ένα πολύ σύγχρονο χαρακτήρα.
Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων – Νίκος Καλογήρου,καθηγητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ
Στη Θεσσαλονίκη δεν ευδοκίμησε ο αμιγής μοντερνισμός. Με την πολυπολιτισμική της παράδοση υπήρξε φυτώριο ενός εκλεκτικού εκσυγχρονισμού. Αποφεύγοντας τις προφανείς επιλογές, ξεχωρίζω ένα οριακό «χειροποίητο» και παρεξηγημένο έργο του δασκάλου μου, μαΐστορα Νίκου Μουτσόπουλου, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων. Η προσπάθεια ένταξης του μοναστηριακού συγκροτήματος σε περίοπτο σημείο του αστικού χώρου στο λόφο της Άνω Πόλης με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της κοντά στα βυζαντινά τείχη και το καθολικό της Μονής, οδήγησε στη χωροθέτηση του συγκροτήματος στην πλαγιά μειώνοντας την προβολή του. Η ανώτερη στάθμη των κοιτώνων είναι ισόγεια στο εσωτερικό του συγκροτήματος, ενώ εξωτερικά οι κατώτερες στάθμες βλέπουν προς την πόλη. Οι λειτουργίες αρθρώνονται σε μιαν ασύμμετρη περίκλειστη γενική διάταξη.
Η όψη προς την πόλη χαρακτηρίζεται από κιονοστοιχία ραδινών κυλινδρικών κιόνων που πλαισιώνουν τους διαδοχικούς εξώστες, εδράζονται σε ισχυρές δοκούς σε προβολή και απολήγουν σε ημικυλινδρικούς θόλους. Η εσωτερική όψη διαφοροποιείται με εμφανείς οπτόπλινθους και σχισμές που προβάλλουν τον ορατό δομικό σκελετό του κτιρίου.
Στο συγκρότημα συνδυάζονται οι κατακτήσεις του ώριμου μοντερνισμού με τη μεταβυζαντινή μοναστηριακή τυπολογία, η προβολή με την εσωστρέφεια, ο ορθολογισμός με την ποιητική διάθεση. Τα μπρουταλιστικά εμφανή στοιχεία από σκυρόδεμα με σαφείς κορμπυζιανές επιρροές συνυπάρχουν με παραδοσιακές μνήμες.
Αντιστικτικά, θα μπορούσα να αναφερθώ και:
στο σχολικό συγκρότημα Αγίας Σοφίας του Ν. Μητσάκη (1931), ως μοναδική αστική σύνθεση με πτέρυγες και αίθρια που επιτυγχάνει τη σύζευξη του «νεοβυζαντινού» λεξιλογίου του Εμπράρ με τη ρασιοναλιστική λιτότητα
στο πιο γνωστό Πειραματικό Σχολείο του Δ. Πικιώνη (1933-1936), ως δείγμα προσαρμογής του μοντερνισμού στην τοπογραφία, στο κλίμα και στις μορφές της παράδοσης
στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Π.Καραντινού (1960), για τη μεταφορά του διαρκούς προτύπου της μεσογειακής έπαυλης με αίθριο (πριν από την πρόσφατη παραμόρφωσή του με τις προσθήκες του Ν. Φυντικάκη).
Πρώην περίπτερο της Αγροτικής Τράπεζας στη ΔΕΘ – Νένη Σπάρτση
Ανάμεσα σε πολλά αγαπημένα κτίρια στη Θεσσαλονίκη ξεχωρίζει ένα από τα ελάχιστα δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην πόλη.
Το –πρώην- περίπτερο της Αγροτικής Τράπεζας στον χώρο της ΔΕΘ, εγκαταλειμμένο εδώ και πολλά χρόνια, κρυμμένο από πυκνή βλάστηση και εφήμερες κατασκευές, αποτελεί όαση σε ένα ιδιαίτερα «φλύαρο» περιβάλλον αντιπαραβάλλοντας την αισθητική του μινιμαλισμού του μοντέρνου κινήματος.
Σχεδιασμένο το 1968 από τον Θύμιο Παπαγιάννη και την Ιωάννα Μπενεχούτσου για την εταιρεία Esso Pappas, αγοράστηκε αργότερα από την Αγροτική Τράπεζα και επικράτησε στην μνήμη σαν δικό της περίπτερο.
Χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής που η ΔΕΘ αποτελούσε πεδίο έκφρασης για την ελληνική αρχιτεκτονική και το design του 20ου αιώνα.
0 Σχόλια