Κάποτε, σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά.
Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο, κανείς δεν το περιποιότανε πια κι οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραΐζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Η γριά, που έμενε σ' αυτό το παλιό αρχοντικό σπίτι, κρατούσε μόνο δυο δωμάτια ανοιχτά, όπου έμενε αυτή στο ένα και, στο άλλο, η υπηρέτριά της. Όλα τ' άλλα τα δωμάτια τα είχανε κλειστά και δεν άνοιγαν ποτέ τις πόρτες και τα παράθυρά τους, ούτε έμπαιναν ποτέ εκεί μέσα.
Όπου στα κλεισμένα δωμάτια, έστησαν φωλιά δυο ποντίκια που, σιγά – σιγά, έγιναν μια πολυάριθμη οικογένεια, στρατός ολόκληρος από ποντίκια, που αλώνιζαν εκεί μέσα.
Κανείς δεν τα πείραζε κι εκείνα, μέρα – νύχτα, ροκάνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους κι έγιναν όλα τετράπαχα.
Μια μέρα, ένας γάτος του δρόμου, βρίσκοντας ανοιχτή την εξώπορτα του σπιτιού, μπήκε μέσα για να προφυλαχτεί από το κρύο και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι της γριάς.
Όταν τον είδε, την άλλη μέρα, η γριά χάρηκε, που θα τον είχε συντροφιά.
Μα κι ο γάτος ευχαριστήθηκε εκεί μέσα, όχι μόνο γιατί τον χάι-δευε η γριά, μα και γιατί κάτω από το κρεβάτι της, σε μια γωνιά του τοίχου, ανακάλυψε μια ποντικοφωλιά κι έφαγε όλα τα ποντίκια της, ένα – ένα, καθώς έβγαιναν από την τρύπα τους.
Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ο γάτος βγήκε, ένα βράδυ, από το δωμάτιο της γριάς κι άρχισε να τριγυρνάει στο απέραντο παμπάλαιο σπίτι. Στον πρώτο διάδρομο που μπήκε, αντίκρισε κοπάδι ολόκληρο από ποντίκια κι έπεσε απάνω τους με μανία. Εκείνα, συνηθισμένα καθώς ήταν να μην τα πειράζει κανείς, άργησαν να καταλάβουν τον κίνδυνο που τ' απειλούσε, κι ώσπου να κρυφτούνε στις τρύπες τους, ο γάτος έφαγε αρκετά.
Πού να ξεκολλήσει τώρα ο γάτος από το διάδρομο! Η γριά τον έχανε, γιατί εκείνος, μέρα – νύχτα, παραφύλαγε στο διάδρομο για ποντίκια.
Έπειτα, βρίσκοντας μια τρύπα σε κάποια πόρτα, μπήκε και σ' ένα δωμάτιο, κι από κει σ' άλλο κι έτρωγε τόσα ποντίκια, όσα δεν είχε φάει σ' όλη του τη ζωή κανένας γάτος, σ' όλο τον κόσμο.
Σιγά – σιγά όμως, ξύπνησαν και τα ποντίκια και κατάλαβαν πόσο επικίνδυνος εχθρός τους ήταν εκείνος ο γάτος. Κρύφτηκαν λοιπόν μέσα στις τρύπες τους και δεν ξαναβγήκαν.
Ο γάτος περίμενε μια, δυο, τρεις μέρες, αλλά κανένα ποντίκι δεν φαινότανε κι αυτός άρχισε να πεινάει.
Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και, πηδώντας πάνω σ' ένα ξύλινο χοντρό καρφί, στον τοίχο, κρεμάστηκε απ' αυτό κι έκανε τον ψόφιο.
Ύστερα από δυο – τρεις ώρες, ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του γάτου, τόλμησε να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε το γάτο που παράσταινε τον ψόφιο, κρεμασμένος στο καρφί, και κατάλαβε τι είχε γίνει.
– Άκουσε, κυρ – γάτο, του φώναξε. Και σακί να σε δω να γίνεις και να σε κρεμάσουν σε καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου.
Και κρύφτηκε, πάλι, όσο πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.
0 Σχόλια