Της Σοφίας Παπαηλιάδου.
Άτιμο πράγμα αυτό το «This Day», στο Facebook.
Άτιμο πράγμα γιατί σου φέρνει πίσω το «πού», το «πώς» και το «τι» χρόνια πίσω.
Πριν χρόνια, έγραφα λοιπόν, να κοιμηθώ και να ονειρευτώ πως πετάω, πάνω από θάλασσες και βουνοκορφές. Πάνω από λιβάδια και λίμνες. Αυτό θέλω.
Κι αν με ρωτήσεις σήμερα δεν ξέρω να σου πω το γιατί. Το παράξενο όμως είναι πως και σήμερα, το ίδιο θα ήθελα να ονειρευτώ κλείνοντας τα μάτια μου απόψε.
Να ταξιδέψω πάνω από τις αγαπημένες μου θάλασσες.
Να γίνω αέρας από τον Πειραιά και να φτάσω στα Χανιά κι από κει μέχρι την Κέρκυρα και μετά να ξεφύγω λίγο και να βρεθώ στην Γένοβα. Κι ώσπου να πάω από την μια θάλασσα στην άλλη, να καταγράφω στιγμές και να τις χαράσσω για να μείνουν ανεξίτηλες.
Κι άλλες πάλι, να τις πετάξω στα αβαθή της θάλασσας μου για να χαθούν στο σκοτάδι της.
Δεν είναι πως δεν τις αγάπησα αυτές τις στιγμές.
Μην μπερδεύεσαι.
Ακόμα και τις πιο επίπονες από αυτές, τις αγάπησα και τους δόθηκα. Κάθε μια, είναι δικιά μου, κτήμα και ουσία μου.
Μόνο που να, τον πόνο δεν τον μοιράζεσαι.
Και τις στιγμές του πόνου, την διαδρομή από τον πόνο μέχρι την λύτρωση, τον περπάτησα μόνη.
Και λύγιζα, έπεφτα, μάτωνα και ξανασηκωνόμουνα. Μα ήταν δικός μου ο πόνος.
Και τώρα δεν θέλω να τον αφήσω εκτεθειμένο στα μάτια κανενός.
Γι’αυτό τον εμπιστεύομαι στην θάλασσα, να τον κρύψει.
Και μια, μόνο μια θάλασσα, θα την βαφτίσω θάλασσά μου, δικιά μου και θα ξέρεις πως είσαι εσύ.
Μια θάλασσα, μια στιγμή, μια εικόνα, θα είσαι εσύ.
Η θάλασσά μου. Εγωιστικά κι απόλυτα.
Κι όταν τα μάτια θα γεμίσουν από το μπλε και η ψυχή ανοίξει από την μυστήρια ομορφιά της θα τρέξω να γυρίσω τις βουνοκορφές.
Θα κοιτάξω από ψηλά τους ανθρώπους μου έναν έναν.
Θα τους κοιτάξω και θα τους δω να περπατάνε, να ψάχνουν, να αναζητούν, να ζητούν, να κρύβονται και να ξαναβρίσκονται.
Θα τους αφήσω να παίξουν το παιχνίδι τους.
Άλλοτε κρυφτό, άλλοτε κυνηγητό, κι άλλοτε το παιχνίδι της σιωπής.
Δε θα τους ενοχλήσω. Θα τους δώσω το δικαίωμα να αποφασίσουν ποια μάσκα θα διαλέξουν να φορέσουν μπροστά μου.
Θα προσαρμοστώ κι εγώ στο ρόλο που θα μου δώσουν στην ζωή τους.
Θα προβάρω τα λόγια, τα χαμόγελα και θα αφήσω μόνο την ματιά καθαρή και απροβάριστη.
Θα αφήσω να παίξουν εκείνο το παιχνίδι, όπως θέλουν.
Όχι από παθητικότητα, ούτε από αδιαφορία.
Απλά, πολύ απλά, γιατί οι άνθρωποι θέλουν το χρόνο τους και το χώρο τους κι εγώ έμαθα να τους τον δίνω.
Κάποτε απαιτούσα το τώρα.
Τώρα, αναζητώ το όλα, πολύ, χωρίς όρια.
Κι ας μην είναι τώρα.
Κι ας είναι όταν το ραντεβού με το χρόνο και τη μοίρα διασταυρωθεί με το θέλω και το μπορώ.
Δεν θα τους πως ότι τους είδα να προβάρουν ρόλους και μάσκες πετώντας από βουνό σε βουνό.
Θα τους χαμογελάσω και θα τους δώσω το χρόνο τους.
Κι όταν θα ‘χω κουραστεί να είμαι αέρας, θα πάω στην λίμνη μου και θα σταθώ.
Θα σταθώ μέχρι το όνειρο να περάσει και το πρωί ίσως και να μην το θυμάμαι.
Και ακόμα κι αν δεν το θυμάμαι, ξέρω πως θα με έχει τυλίξει με το πείσμα του θέλω και την δύναμη του μπορώ.
Και ψιθυρίζοντας μια καλημέρα, θα σου υποσχεθώ, πως στις θάλασσες που ονειρεύτηκα, την θάλασσα που σε ονόμασα, δεν θα ναυαγήσω.
Ευχαριστούμε την Σοφία Παπαηλιάδου για την παραχώρηση του άρθρου
0 Σχόλια