Ticker

2/recent/ticker-posts

Πίσω από την αλληγορία του Μύθου και της τέχνης

Αν κάτι είναι αληθινό στα όνειρα που βλέπουμε, αυτό είναι οι βαθύτερες ανάγκες μας που προβάλλονται μέσα από τις μορφές τους. Έτσι και η παραβολικότητα του μύθου έχει πλάσει τις μορφές της, σε σχέση πάντα με τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής και τις ανάγκες κάθε εποχής και κάθε λαού, με σκοπό να τις καταστήσει φορείς της αλήθειας του. Όταν κανείς αναφέρεται στις μυθολογικές μορφές δεν θα πρέπει να ξεχνά, ότι η αλήθεια του μύθου βρίσκεται στην ουσία της ιδέας που εκφράζουν και όχι στην παραβολική μορφή με την οποία ενδύεται κάθε φορά ο μύθος, προκειμένου να κάνει κατανοητή αυτή την αλήθεια.

Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να παραπλανηθεί κάποιος από το πλήθος των συμβολικών μορφών, καταλήγοντας να υποστηρίζει ως αληθινά, παράδοξα πράγματα, που μόνο στο χώρο της λογοτεχνικής φαντασίας μπορούν να ανήκουν, όπως διαπιστώνεται τελευταία σε κάποιους συγγραφείς[1]

Η εμμονή στην κυριολεκτική ερμηνεία ενός μύθου, εκτός από το να είναι αφελής, αντίκειται ουσιαστικά στην έρευνα της ιστορικής αλήθειας. Άλλωστε οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες αμφισβητούσαν πρώτοι από όλους την κυριολεκτική αλήθεια των μυθικών τους παραδόσεων. Ο μύθος είναι μια έντεχνα κρυμμένη αλληγορική αλήθεια για την οποία ο Αριστοτέλης έλεγε πως: «Οι πρόγονοι μας άφησαν τις παραδόσεις με μορφή μύθων.Πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν έπρεπε να μάθουν οι πολλοί, διαφυλάχτηκαν με τη μορφή μύθου». 
Αυτό οφείλεται στη γενικευμένη αρχαία συνήθεια να περιβάλλονται με απόλυτη σιωπή τα ιερά και τα μυστικά των θεών. Ο Ευήμερος[2] πάλι στο βιβλίο του Ιερά Αναγραφή, τον 3ο αι. έλεγε ότι: «Ο μύθος είναι η ιστορία μεταμορφωμένη», δίνοντας μια ιστορική ερμηνεία των μύθων που προεκτεινόμενη καταλήγει στην αμφισβήτηση των θεών.Η ουσία των μύθων αναφέρεται πάντα στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τους θεούς και με τον αρχέγονο εαυτό του, μια σχέση απόλυτα κυριαρχική που καθορίζει τη ζωή, το παρελθόν και το μέλλον του. 

Σύμφωνα με τον Περικλή Ροδάκη[3]: «Ο μύθος ξεχωρίζει από τη λογική. Στη μορφή που χρησιμοποιούμε τον όρο μύθο σήμερα, αυτός είναι μια εξωπραγματική σύνθεση από στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν υπερβατικά χωρίς να φτάνουν στη θρησκευτική υπερβατικότητα ή την εξωκοσμική συμβατικότητα της φαντασίας, αλλά που τελικά εκφράζει παραβολικά μια αντικειμενική πραγματικότητα».

Στην τέχνη γενικά ο μύθος είναι ο ειρμός, η ιστορία, η αφήγηση που υπάρχει πίσω από το έργο, είναι αυτό που εκφράζει επιφανειακά το έργο. Από την άποψη αυτή ο μύθος έχει άμεση σχέση με τη μορφή και θα λέγαμε ότι αποτελεί βασικό στοιχείο της μορφής. Αλλά και το περιεχόμενο το επηρεάζει αφού μέσα από το μύθο θα εκφραστεί και θα πρέπει να μεταπλαστεί κατά τρόπο που να ταιριάζει στην έκφρασή του με το μύθο». Μέσα από τις πολλές μορφές των παγκόσμιων μύθων όλων των λαών, μπορούν να ανιχνευτούν εκείνα τα στοιχεία και τα ιστορικά γεγονότα της κοινής αλήθειας που τους διαμόρφωσαν. Τέτοια είναι για παράδειγμα οι ιστορίες για τους κατακλυσμούς που συναντώνται σε πολλές παραδόσεις.

Ο μύθος είναι μεν μια σύνθεση αληθινών ιστορικών γεγονότων, αλλά περιβεβλημένων επίσης με υπερβολική δόση φαντασίας σε ότι αφορά τις μορφές της έκφρασής τους. Αυτή τη σύνθεση εννοεί ο Αριστοτέλης λέγοντας: «και εννοώ μύθο τη σύνθεση των γεγονότων», ή «της πράξης μίμησης είναι ο μύθος»[4]. Και εξηγεί ο Π. Ροδάκης: «Ο μύθος είναι η λογική σύνθεση στοιχείων που χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να δώσουν καλλιτεχνική έκφραση. Από αυτή την άποψη ο μύθος θα υπάρχει πάντα γιατί θα πρέπει να υπάρχει μια λογική τάξη στην έκφραση μιας συγκεκριμένης πράξης»[5].

Η έρευνα του μύθου απαιτεί οξύνεια και κριτική σκέψη προκειμένου να διαχωριστούν τα συνθετικά στοιχεία. Δηλαδή ο λογοκρατικός πυρήνας της ιστορικής αλήθειας από τις αλληγορικές μορφές της φαντασίας, που καλύπτουν την αλήθεια ή εκφράζουν επιλεκτικά μερικές μόνο όψεις της. Άλλοτε πάλι προσπαθούν απλώς να εξηγήσουν κάποιες άγνωστες πτυχές του παρελθόντος και να διαπαιδαγωγήσουν πάνω σε μια σειρά από σπουδαία ηθικά ζητήματα. Πολλοί από αυτούς τους μύθους, όπως η εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία και οι σχετικοί με το Μινωϊκό πολιτισμό, ήταν βασισμένοι σε αληθινά ιστορικά γεγονότα.

Ωστόσο ο μύθος παρεμβάλλει την ιστορία της αρπαγής της Ωραίας Ελένης από τον Πάρι, προκειμένου να δικαιολογήσει ηθικά τους Έλληνες από το αληθινό κίνητρο της εκστρατείας. Μέσα από το πρίσμα του ελληνικού αποικισμού του 11ου π.Χ αι, μεγάλα οικονομικά συμφερόντα εξαρτώνταν από τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων του Βοσπόρου που κατείχαν οι Τρώες, οπότε οι αληθινές αιτίες της εκστρατείας είναι πρόδηλες. Ο μύθος αποτελεί ακόμη έκφραση της φυλετικής συγγένειας των Ελλήνων που επιβεβαιώνεται από τη συμμετοχή στην πανελλαδική εκστρατεία. 


Ανάλογα παραδείγματα αλληγορικών συμβολισμών χαρακτηρίζουν το σύνολο της μυθολογικής παράδοσης. Παρατηρώντας ότι υπήρχε ομοιομορφία γλώσσας, θρησκείας και ηθών μεταξύ των διάφορων φυλών, οι αρχαίοι Έλληνες ένιωσαν την ανάγκη να δώσουν λύση και απαντήσεις στην προέλευση και στην καταγωγή τους δημιουργώντας μύθους και γενεαλογίες.

Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή το όνομα κάθε πρωτο-ελληνικής φυλής προέρχεται από κάποιον κοινό πρόγονο ή γενάρχη, όπως ο Ίωνας, ο Αχαιός, ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Ακόμη και το πρόβλημα της συγγένειας των γεναρχών το έλυσαν με τον ίδιο τρόπο, δημιουργώντας ένα μυθικό ήρωα τον Έλληνα, που ήταν κοινός πρόγονος, πατέρας ή παππούς όλων των άλλων. Οι λύσεις αυτές ήταν ευφυείς, αφού θεμελίωναν την γενεαλογική συγγένεια που υποστήριζε την αίσθηση της εθνικής ενότητας των φυλών που μοιράζονταν τον ίδιο γεωγραφικό χώρο. 

Κάτι σχετικό συμβαίνει και στη μυθολογία των Ίνκας με τον Manko Kapaq και τους τρεις αδελφούς τουAyar. Αυτοί οι πρωτογενείς άνθρωποι, χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, βγήκαν από την σπηλιά τουPaqariqtampu και περιπλανήθηκαν για πολύ καιρό ακολουθώντας ο καθένας την δική του τύχη, ώσπου τελικά ο Manko Kapaq έγινε ο πρόγονος της φυλής τους και ο ήρωας εκπολιτιστής ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τον Henri Favre[6]στόχος του μύθου ήταν να δώσει κατ΄ αρχήν κοινή καταγωγή στους πρόγονους-ιδρυτές των τεσσάρων εθνοτήτων που είχαν συνασπισθεί και να δικαιώσει την πολιτική κατάσταση στην περιοχή μετά την άφιξη των Ίνκας.

Οι απαραίτητες συνθήκες για να μπορέσει να ευδοκιμήσει η παραδοξότητα του μύθου και του υπερανθρώπινου, είναι «το κατάλληλο περιβάλλον που θα κινείται μια τέτοια υπεράνθρωπη πράξη. Δεν είναι εύκολο λοιπόν να κινείται σε γνωστό περιβάλλον και σε χρόνο που όλοι τον έχουν ζήσει. Μόνο το σκοτάδι ή το ημίφως μπορούν να σηκώσουν μια τέτοια πράξη ή έναν τέτοιο ήρωα. Έτσι οι μύθοι μπορούσαν να υπάρξουν μόνο στο παρελθόν. Και μάλιστα σε ένα παρελθόν που να είναι άγνωστο ώστε να μπορεί να κινηθεί ο μύθος χωρίς να προσκρούει στη λογική»[7]

Οι μύθοι και η λατρεία στη Θεά-Μητέρα, όπως η σουμεριακή Εάννα ανάγεται στην εποχή της μητριαρχίας. Οι μύθοι των θεών που πέθαιναν και ανασταίνονταν προσωποποιούσαν την τύχη των δημητριακών καρπών και ανάγονται στην εποχή κατά την οποία είχε επικρατήσει οριστικά η γεωργία. Ο μύθος του ελληνικού Διόνυσου, θεού της γονιμότητας που είχε ως σύμβολο τον Φαλλό, του Άδωνη, του αιγυπτιακού Όσιρι και του σουμεριακού Νταμουζί ή Ταμμούζ συνδέεται με τη λατρεία της βλάστησης, της Άνοιξης και γενικά των κύκλων της φύσης και είναι κατάλοιπο της προϊστορικής θρησκείας. Αυτής της φύσης, αν και πιο εξελιγμένης μορφής, είναι η ακολουθία της ταφής και της ανάστασης του Ιησού Χριστού, που συχνά ταύτιζε τον εαυτό του με την Άμπελο, ενώ στην ίδια αλληγορική γραμμή βρίσκεται και το έθιμο του σταριού στα χριστιανικά μνημόσυνα. 
Ανάλογο συμβολισμό του κύκλου της γονιμότητας της φύσης, έχει και η αρπαγή της Κόρης Περσεφόνης, κόρης της Θεάς Δήμητρας, από τον Πλούτωνα Θεό του κάτω κόσμου, που υποδεικνύει το θάψιμο του σπόρου και την μετέπειτα βλάστησή του. Παρόμοιος σουμεριακός μύθος αναφέρεται στην ΘεάΕάννα που απελευθερώνεται από το υπόγειο βασίλειο όπου ήταν φυλακισμένη και με την επιστροφή της ξαναγύριζε η ζωή που είχε παγώσει. 

Οι μύθοι για την θυσία της Ιφιγένειαςστην Αυλίδα, του Μενοικέα στην Θήβα, της Πολυξένης στην Εκάβη, της παρθένου Μακαρίας στην τραγωδία Ηρακλείδαι και του Φρίξου, (Απολλ. Κεφ. 8), αποτελούν μαρτυρίες της παλιότερης διαδεδομένης συνήθειας των θρησκευτικών ανθρωποθυσιών των προϊστορικών Ελλήνων με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιας των Θεών.Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για θρησκευτικό κανιβαλισμό. «Σε αλλοτινούς καιρούς, όπως μας λένε οι αρχαίες πηγές, μια πομπή ανηφόριζε το βουνό τη νύχτα για να τελέσει ανθρωποθυσία στο θεό, το Λυκαίο Δία, που είχε τη μορφή λύκου. Στο εορταστικό δείπνο, όποιος τύχαινε να φάει ανθρώπινο κρέας ανάμεικτο με σάρκα θυσιασμένου ζώου μεταμορφωνόταν σε λύκο».[8]



Στη Γραμμική γραφή Β, αναφέρονται ανθρωποθυσίες ανδρών και γυναικών στις διάφορες θεότητες της Κνωσού. Με τον ερχομό του «ανθρωπορραιστή», αυτού που συντρίβει ανθρώπους (Τένεδος) και του «ωμηστή» (ωμοφάγου) [Λέσβος] οι ανθρωποθυσίες γενικεύονται. Η πανάρχαια αυτή συνήθεια της προϊστορικής θρησκείας πολλών λαών, μαρτυρείται και από πλήθος άλλων μυθολογικών παραδόσεων που αφορούν τους Θεούς Διόνυσο, Απόλλωνα και Δία. Παραδόσεις που αφορούν την ανθρωποφαγία, περιέχονται επίσης στους μύθους του Ατρέα και του Λυκάωνα και παραπέμπουν στα σκοτεινά βάθη της θρησκευτικής προϊστορίας. Ο τρόπος τους όμως, είναι πάντα αποτρεπτικός και καταδικαστέος από τους νέους θεούς, ως πράξη αποτρόπαια και ασύμφωνη προς τα νέα θρησκευτικά ήθη και τον εξελιγμένο πολιτισμό των ανθρώπων. Μετά τα μέσα του 8ου π.Χ. αι., νικάει η πόλις, που παράγει πλέον πολίτες και πολιτισμό.
Οι ανθρωποθυσίες σταματούν, αλλά δεν εξαφανίζονται εντελώς. Στα ιστορικά χρόνια, πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας θυσιάστηκαν στον «ωμιστή» Διόνυσο, αντί ζώων, τρεις Πέρσες αιχμάλωτοι[9].

Ακόμη υπήρχε και το έθιμο της διαπόμπευσης του «καθάρματος», μιας συγκαλυμμένης θυσίας ενός κοινωνικά και ποινικά καταδικασμένου ατόμου, με σκοπό την κάθαρση της πόλης.Η συντριβή των Τιτάνων από τον Δία συμβολίζει την επικράτηση του φυσικού νόμου και της τάξης, πάνω στις αναταραχές και στις εξεγέρσεις των φυσικών στοιχείων που έλαβαν χώρα σε κάποια προηγούμενη εποχή. Στη μυθολογική σύγκρουση των Θεών με τους Τιτάνες και τους Γίγαντες, που ενσαρκώνουν τη γήϊνη, αν και υπερφυσική δύναμη της κατώτερης φύσης, οι Θεοί νικούν οριστικά -βάση χρησμού- μόνο με τη βοήθεια ενός θνητού ανθρώπου, του Ηρακλή[10] και μαζί τους υπερισχύει η ανώτερη, πνευματική φύση του κόσμου, αλλά και του ανθρώπου. Αμέσως μετά την αποκατάσταση της τάξης στον κόσμο με την επικράτηση των θεών του Ολύμπου, αρχίζει η δεύτερη φάση της Θεογονίας[11].

Γεννιούνται νέες θεότητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις φοβερές φυσικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν οι παλιές, οι οποίες έσπευσαν, όσες επέζησαν, να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Ο Θεός Απόλλωνας συμβολίζει κάθε τι ηθικά ανώτερο, εμπνευσμένο και ηρωϊκό περικλείει η μυθική ψυχή. Ο Απόλλων δεν είναι μόνο θεός του ήλιου αλλά και ύψιστος θεός του ηθικού νόμου. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου αποτυπώνεται η εξέλιξη της συνείδησης με αφορμή τη σύγκρουση της παλαιάς και της νέας Δίκης. Η διαμάχη ανάμεσα στους νέους, ανώτερους Θεούς του Ολύμπου και στους παλαιότερους τερατόμορφους θεούς της χθόνιας θρησκείας, αποτυπώνεται καθαρά στο περιστατικό ανάμεσα στον Απόλλωνα και τις Ερινύες. Ο Απόλλωνας, που έχει προσφέρει στον καταδιωκόμενο Ορέστη άσυλο στους Δελφούς, εκφράζεται για τις Ερινύες με τα πλέον περιφρονητικά και προσβλητικά λόγια[12].

ΑΠΟΛ: «Έξω, προστάζω, γρήγορα από τον ναόν αυτόν, φευγάτε, πάτε μακρυά από τ΄άδυτά μου τα προφητικά» και «Ω, μισημένα από όλους κνώδαλα, που σας μισούνε οι θεοί..»

Ένα από τα πρώτα και πιο ηρωϊκά κατορθώματα του Απόλλωνα, ήταν η νίκη στο χώρο των Δελφών ενάντια στον τρομερό δράκο τον Πύθωνα, όπου ο Θεός έκτισε το πρώτο του Μαντείο που το ονόμασε Πυθώ. Ο Κάδμος αναφέρεται επίσης ότι σκότωσε τον δράκοντα που φύλαγε κοντινή πηγή όταν πήγε για πρώτη φορά στην Θήβα. Ο Όφις ως υποχθόνιο ζώο, είναι ο συνδετικός κρίκος του ανθρώπου με τον υπόγειο κόσμο υποχθόνιων θεών και ημιθέων. Οι Γίγαντες ήταν διφυείς είχαν δηλαδή κορμό ανθρώπου και πόδια όφεως, όπως και διάφοροι ημίθεοι και ήρωες π.χ., ο Κέκροπας και ο Εριχθόνιος που εμφανίστηκαν προφανώς κατά το διάστημα της μετάβασης και για αυτό συντίθενται από τα δύο είδη. Στην πανάρχαια Οφιολατρεία ο Όφις εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος του ενδογήϊνου κόσμου και μεσολαβητής του προς τον κόσμο της επιφάνειας, όπως ακριβώς αργότερα θεοποιήθηκαν ο αετός και άλλα πουλιά, ως συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του ανθρώπου με τον ουράνιο κόσμο των Ολυμπίων Θεών. Η παραδοσιακή στην τέχνη απεικόνιση της διαμάχης μεταξύ αετού και όφεως, υποδεικνύει ακριβώς τη σύγκρουση και την κυριαρχία των επουράνιων ανθρωπόμορφων Θεών του Ολύμπου πάνω στους υποχθόνιους Θεούς. 

Ωστόσο, η προϊστορική ανιμιστική θρησκευτική συνείδηση του παρελθόντος, που είχε μεν υποχωρήσει μπροστά στην ανώτερη εκδοχή του ανθρωπομορφισμού, δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς. Κατάλοιπά της μπορούσαν ακόμα να ανιχνευτούν στην κατώτερη σφαίρα του μυθολογικού κόσμου, που αφορούσε το δαιμονικό στοιχείο. Οι προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων της γης, όπως οι Ωκεανοί, οι λίμνες, και οι θεοποιήσεις των ποταμών, όπως ο Αλφειός, ο Κηφισός, ο Ασωπός, ο Αχελώος και ο Στρυμώνας, υποδηλώνουν την σημαντικότητα που είχαν για τη ζωή των ανθρώπων οι λίγοι υδάτινοι πόροι, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου το νερό, εξαιτίας του παρατεταμένου θέρους ήταν πολύτιμο.

Οι δοξασίες αυτές ήταν τόσο ισχυρές που επιβίωσαν μέσα στη λαϊκή πίστη, (Λάμιες, νεράϊδες κ.α) ακόμη και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Ο Πάνας, οι Γραίες, οι Γοργόνες, οι Κένταυροι, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί, οι Άρπυιες, οι Σφίγγες, ο Μινώταυρος, οι Ερινύες, και γενικά ο ζωόμορφος δαιμονικός κόσμος των αρχαίων, ήταν μια σύνθεση της ζωώδους και της ανθρώπινης φύσεως, που εκινείτο στις παρυφές της ανώτατης θεϊκής σφαίρας. Αυτές οι δευτερεύουσες δαιμονικές οντότητες μπορούν με βεβαιότητα να ερμηνευτούν, ως μορφές της κατώτερης και ενστικτώδους φύσεως του παρελθόντος σε αντίθεση με την ανώτερη, πνευματική φύση που αντιπροσώπευαν οι ανθρωπόμορφοι Θεοί και οι ημίθεοι ήρωες, που συνδύαζαν την θεϊκή καταγωγή με την ανθρώπινη φύση. Και είναι λογικό να υπάρχει αυτή η ακολουθία, αφού εκφράζει χρονικά την φυσιολογική ανάπτυξη της ανθρώπινης συνείδησης και τη φυσική ροπή της εξέλιξης και του πολιτισμού βάσει της αέναης αλλαγής του κόσμου. 

Η γεμάτη άλογο πάθος, ορμέμφυτη πλευρά της ύπαρξης εκφράζεται από το αναπαραγωγικό στοιχείο, που παίρνει μορφή στις βακχείες και στις οργιαστικές Διονυσιακές τελετές, διαχωριζόμενο από το Απολλώνιο, που αντιπροσωπεύει την ανώτερη πλευρά της, την γεμάτη φως, πνεύμα και λογική, που συμβολίζει την νέα τάξη και την αρμονία. Ανάλογη αντίθεση δυο πνευματικών περιεχομένων, εκφράζεται και στην ολική αντίθεση του Σιβαϊσμού που αποτελεί μια άγρια εξημμένη θρησκεία έναντι του Βισνουϊσμού. 

Άλλοι συμβολισμοί αφορούν και τους ίδιους τους Θεούς. Για παράδειγμα ο Άρης, ο Θεός του πολέμου, που οι αρχαίοι Έλληνες δεν τον θεωρούσαν πανίσχυρο και ακαταμάχητο, αφού πολλές φορές χάνει στις μάχες που παίρνει μέρος εξαιτίας της ορμητικότητας και της απερισκεψίας του. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα τον εμφανίζει να υπερασπίζει τους Τρώες, που τελικά χάνουν τον πόλεμο από τους Έλληνες, που έχουν την υποστήριξη της Θεάς της σοφίας Αθηνάς.
Ο συμβολισμός είναι φανερός, ο πόλεμος, η βία, η ορμητικότητα, και η απερισκεψία ηττώνται από τη σύνεση, τη σοφία, τη λογική και την περίσκεψη. 

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αποδώσει στους Θεούς όλα τα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα. Τα ονόματα των παιδιών των θεών π.χ., ο Οινοπίων, η Ευάνθη και ο Στάφυλος προσωποποιούν προσδιοριστικές ιδιότητες των θεϊκών τους γονέων. Είχαν επίσης προσωποποιήσει και θεοποιήσει πολλές αφηρημένες έννοιες, όπως π.χ, την Δίκη, την Μνημοσύνη, την Νίκη, την Εστία, την Γαλήνη και την Αιδώ, που ήταν μητέρα της Σωφροσύνης και αδελφή της Δίκης, (μια πολύ φιλοσοφημένη συγγένεια) η οποία είχε βωμό στην Αθήνα και στη Ρώμη, την Αλήθεια που ήταν κόρη του Δία και της Αρετής, την Ευνομία και την Ειρήνη. Λάτρευαν ακόμη την Αναίδεια και την Ύβρι, δύο Θεές που τις τιμούσαν ιδιαίτερα στην Αθήνα σύμφωνα με τον Ξενοφώντα και που είχαν βωμούς εκεί. Η πρώτη ήταν θεά τιμωρός των αναιδών, ενώ η δεύτερη τιμωρούσε τους υβριστές και επίσης είχαν θεοποιηθεί η Θεά Έρις, η Βία, η Διχόνοια - άλλη μια επιτυχής συγγένεια εννοιών- το Κράτος κ.α. Αλλά αιγυπτιακοί θεοί, που να προσωποποιούν αφηρημένες ιδέες ήταν πολύ λίγοι, π.χ η θεά Μάατ-Αλήθεια. 


Οι κατώτερες φυσικές θεότητες κατοικούσαν σε στοιχεία πάνω και μέσα στη γη, ενώ οι ανώτεροι θεοί πίστευαν πως ζούσαν στον ουρανό ή στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Στο κέντρο του κόσμου των βουδιστών υψώνεται το βουνό Σουμερού, όπως και ο Όλυμπος στους αρχαίους Έλληνες. Στα μισά του ύψους του βουνού Σουμερού[13], στην κορυφή του ή ακόμη ψηλότερα, στα ουράνια παλάτια, ζουν οι θεοί[14] του κόσμου της επιθυμίας, κυρίως αυτοί της παλιάς βεδικής θρησκείας, με επικεφαλής τον Ίντρα που ονομάζεται Σάκρα στα βουδικά κείμενα.Το δέος και ο θαυμασμός που ενέπνεε ανέκαθεν ο έναστρος ουρανός στον άνθρωπο, ήταν συνδεδεμένα με την πίστη πως ήταν ο τόπος της θεϊκής κατοικίας, ο φυσικός χώρος των θεών όπου γίνονταν φανεροί μέσα από τα φυσικά φαινόμενα. Πολλοί λαοί όπως οι Βαβυλώνιοι είχαν ταυτίσει τους θεούς με τα φυσικά πρότυπα των πλανητών.

Ο πλανήτης Άρης π.χ, ενέπνευσε με το κόκκινο χρώμα του την ιδέα ενός θεού του πολέμου και του αίματος. Ο ίδιος ο θεός Ήλιος μεσουρανούσε στον ουρανό. Η προσπάθεια που βλέπουμε στο μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, παρόλο που αιτιάζεται στην απόδραση από τα δεσμά του Μίνωα, συμβολίζει υποσυνείδητα το όνειρο του ανθρώπου να ανυψωθεί στον ουρανό και να πλησιάσει τον ιδιαίτερο χώρο των θεϊκών υπάρξεων, μετέχοντας της θεϊκής άϋλης φύσης. Η πτώση και ο τραγικός θάνατος του ΄Ικαρου, συνέπεια της μέθης του ενθουσιασμού και της απερίσκεπτης χρήσης της γνώσης, πιστοποιεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ψυχής, που είναι δέσμια του υλικού της σώματος. 

Ο Τιτάνας Προμηθέας, σκεπτόμενος με ποιόν τρόπο να βοηθήσει στη σωτηρία του «αστόλιστου ανθρώπινου γένους», έκλεψε την «έντεχνη σοφία τουΗφαίστου και της Αθηνάς» μαζί με τη φωτιά και τα χάρισε στον άνθρωπο. Η επιλογή και η φύση των «εφοδίων» με τα οποία προμήθευσε ο Προμηθέας τους ανθρώπους, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Για αυτό και του επεβλήθη από τον Δία μια εξαιρετικά σκληρή τιμωρία μέχρι που τον γλύτωσε αργότερα ο Ηρακλής. Στη συνέχεια το χάλκινο ανθρώπινο γένος ξέπεσε ηθικά και πνευματικά και ο Δίας αποφάσισε την εξαφάνισή του με έναν Κατακλυσμό.[15] Όμως το ανθρώπινο γένος με τον γιο του Προμηθέα, τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, ανακτά ανανεωμένο την πρότερη θέση του.

Η μεγάλης σημασίας κλοπή του Προμηθέα, οφείλετο στο γεγονός, ότι τα εφόδια αυτά αποτελούσαν στοιχεία της θεϊκής ουσίας και της υψηλής γνώσης, που οι Θεοί, ειδικά ο Ήφαιστος, κρατούσαν μόνο για τους εαυτούς τους. Η έντεχνη σοφία δεν ήταν μια απλή σοφία, αλλά ένα σύνολο τεχνικών γνώσεων που μας παραπέμπει σε συνδυασμό με τη φωτιά στην ικανότητα κατεργασίας των μετάλλων και άλλων υλικών. Στα στοιχεία, δηλαδή, που αποτέλεσαν τη βάση του τεχνικού πολιτισμού και των ειδικών γνώσεων των τεχνιτών και των καλλιτεχνών. Με την παράδοση της φωτιάς στο ανθρώπινο γένος, οι άνθρωποι οικειοποιήθηκαν μέρος της θείας γνώσης και δύναμης και πλησίασαν τους Θεούς. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο, που περιείχε την ίδια τη θέαση του θεού και συνάμα το χάρισμα της δημιουργίας, που ήταν ιδιότητα της δικής του θεϊκής φύσης. Ήταν εκείνο που τους διαχώρισε μια για πάντα από τον κόσμο των ζώων.
Αυτή τη σοφία των Θεών επικαλούνται αργότερα με υπερηφάνεια οι καλλιτέχνες για τα έργα τους. Ο έντεχνος νους τους έκανε να μοιάζουν στους Θεούς. 

«Ο νους είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο Θεός» έγραφε ο Ευριπίδης, κάτι που φαίνεται και στην προσευχή της Εκάβης στις Τρωάδες. Στους «Επτά επί Θήβας» και στην «Αντιγόνη» ο μύθος αναφέρεται στο σπουδαίο ηθικό δίδαγμα, ότι ο νόμος της Ηθικής και των θεών μπαίνει πιο πάνω από τις κρατικές αποφάσεις. 
Ο μύθος χρειάζεται την υπεράνθρωπη υπέρβαση των ορίων που θέτει η υλική ύπαρξη στον ήρωα, λόγος για τον οποίο άλλωστε θεωρείται ξεχωριστός. «Ο άνθρωπος αυτός, ο ήρωας, όπως θα λέγαμε σήμερα, που μπορεί να κάνει τόσα πολλά πράγματα, είναι ουσιαστικά μια εξωπραγματική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν αυτό το μύθο σαν γνώση μπορούσαν να ζουν στη φαντασία τους την υπερανθρώπινη προσπάθεια του μυθικού ήρωα και να απολαμβάνουν ανάλογη συγκίνηση». Τέτοιοι μυθικοί ήρωες ήταν ο Ηρακλής, ο Περσέας, ο Θησέας, ο Ιάσων κ.α. Η σχέση του μύθου με την καλλιτεχνική εικόνα είναι απολύτως καθοριστική:

«Όταν η γνώση σε λίγο θα εκφράζεται λογικά θα μείνει ο μύθος, με τον υπεράνθρωπο ήρωα που κάνει κατορθώματα που δεν μπορεί να τα κάνει κανένας άνθρωπος, σαν καλλιτεχνική εικόνα. Η καλλιτεχνική εικόνα, λοιπόν, δίνεται, με τη μορφή μιας υπεράνθρωπης προσπάθειας ή πράξης. Ο άνθρωπος στην καλλιτεχνική εικόνα-και στη θρησκευτική υπερβατικότητα βέβαια- προσπαθεί να ζήσει την πράξη που είναι πάνω από τα μέτρα του, τη μεγάλη συγκίνηση που δε μπορεί να τη ζήσει πρακτικά»[16].

Αυτές οι μυθολογικές παραδόσεις βρήκαν στην ποίηση και στην τέχνη την έκφρασή τους, που αποκρυσταλώθηκε στο πέρασμα του χρόνου σε συγκεκριμένες μορφές, αν και με πολλές παραλλαγές. Επειδή ο κάθε ποιητής προσέθετε ή τροποποιούσε τους μύθους με νέα στοιχεία και δικές του εκδοχές, αρκετά συχνά ήταν αντιφατικές μεταξύ τους. Η καλλιτεχνική έκφραση απέδωσε αυτές τις μυθολογικές σκηνές με εικαστικές μορφές που κυριαρχούσαν στη θεματολογία της τέχνης.

Ο Boardman[17]λέει πως: «θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε όλες αυτές τις μυθολογικές σκηνές, σε ό,τι αφορά την αγγειογραφία, σαν εκφράσεις του πάθους που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για την έγχρωμη παραστατική αφήγηση. Είναι αλήθεια, πως ελάχιστες από αυτές διαπνέονται από κάποιο βαθύτερο θρησκευτικό συναίσθημα. Ωστόσο, τόσο στους παλιότερους πολιτισμούς, όσο και αργότερα στην κλασική τέχνη και λογοτεχνία, ο μύθος χρησιμοποιείται συχνά με συμβολική σημασία και υποδηλώνει τοποθετήσεις απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα».

Σε ορισμένες σκηνές που απεικονίζουν τα αγγεία, οι πρωταγωνιστές είναι ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας και η δράση αφορά χαρακτηριστικούς άθλους τους, όπως, π.χ., την πάλη του Ηρακλή με το Λέοντα της Νεμέας. Αλλού πάλι απεικονίζονται ηρωϊκά επεισόδια, όπως μονομαχίες στην Τροία, το ναυάγιο του Οδυσσέα κλπ. Ωστόσο θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός και να μην ανακαλύπτει μύθους εκεί που πολλές φορές πρόκειται για απλές στιγμές της καθημερινής ζωής, σκηνές λατρείας ή ιστορίες που εμπνέονται από ξένα πρότυπα.

Βεβαίως, η μυθολογία μπορεί να μη δίνει απόλυτα πειστικές απαντήσεις για τα κοσμολογικά γεγονότα, όμως δείχνει, τουλάχιστον, το συμβολικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τα γεγονότα του κόσμου, κατέγραψαν τις φάσεις και τις μορφές στην εξέλιξη της συνείδησής τους. Κατά τον Π. Ροδάκη:

«Η πρώτη μεγάλη απομυθοποίηση που έγινε στην αρχαία Ελλάδα, ήταν η απομυθοποίηση στο χώρο της γνώσης. Μέχρι τότε η γνώση εκφραζόταν μόνο με μύθο. Αλλά μετά την κυριαρχία της λογικής σαν μορφή έκφρασης της γνώσης, οι μύθοι έμειναν σαν αυτοδύναμες καλλιτεχνικές αξίες. Και ακόμα ο μύθος έγινε το βασικό στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η Τέχνη και η λογοτεχνία χρειάζονταν μύθους για να δημιουργήσουν αξιές, για να συγκινούν. Ο μύθος έγινε έτσι το πεδίο άσκησης της τέχνης και της λογοτεχνίας»[18]


Ο μύθος είναι η μήτρα μέσα στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η τέχνη και ταυτόχρονα το κλειδί που θα μπορούσε να μας ανοίξει τη θύρα της κατανόησής της. Ο μύθος μας βοηθάει να ανακαλύψουμε παράλληλα και τις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε, η αρχαιοελληνική συνείδηση και κατ΄επέκταση η τέχνη, χωρίς τις οποίες θα ήταν αδύνατη η κατανόησή τους. Και καταλήγει: «Δεν είναι πάντα εύκολο όμως να μεταφέρει κανένας σύγχρονες ιδέες του και προβλήματα στο παρελθόν. Οι αρχαίοι Ελληνες μπόρεσαν να εκφράσουν καλλιτεχνικά τις ιδέες τους μεταποιώντας απλώς τους ιστορικούς μύθους του αχαϊκού-μυκηναϊκού κόσμου που είχε εξαφανιστεί από πολύ παλιότερα»[19]

Αυτό μας κάνει να καταλάβουμε καλύτερα, γιατί οι τραγωδίες των κλασικών χρόνων έχουν σαν βάση των υποθέσεων τους τους μύθους από την καταβολή του ανθρώπου, τον «Προμηθέα Δεσμώτη», τον Τρωϊκό και τον Επικό κύκλο με τα βαθειά ηθικά τους μηνύματα τις «Τρωάδες», «Ικέτιδες», τους μύθους γύρο από τον Οίκο των Ατρειδών, που ενέπνευσαν σπουδαία δραματικά έργα όπως την τριλογία «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες», την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», τον «Ορέστη», την «Ηλέκτρα», τον Θηβαϊκό κύκλο με τα έργα «Φοίνισσες», «Επτά επί Θήβας», «Οιδίπους Τύραννος», «Οιδίπους εν κολονώ», «Αντιγόνη», «Βάκχες» κ.α. Στην διαπίστωση αυτή βρίσκεται ίσως και η μεγαλύτερη αξία της μυθολογίας. 

Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του Πολιτισμού», Β΄Μέρος ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, κεφ 2. ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ - Οι Ιερές Τέχνες, παρ. 2.5 Πίσω από την αλληγορία του Μύθου και της καλλιτεχνικής μορφής)

[1] Η αναφορά έχει να κάνει με ένα πλήθος βιβλίων που κυκλοφορούν τελευταία, εν είδει μόδας, σχετικά με μια μυστηριώδη και εκπληκτικής τεχνολογίας προϊστορική Ελλάδα, που μπροστά της θα ωχριούσε ακόμη και η ΝΑΣΑ, με την αινιγματική ομάδα Έψιλον κ.λ.π.
[2] Ευημερισμός: Το Ιστορικό σύστημα των επικούρειων ή σύστημα αποθέωσης, γιατί υποθέτει ότι όλοι οι θεοί ήταν άνθρωποι θεοποιημένοι.
[3] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: «Η κρίση των καλλιτεχνικών αξιών στο σύγχρονο κόσμο» Δοκίμιο- Εκδ. Λίνος -Αθήνα 1983. (σ. 108)
[4] ΑΡΙΣΤ: «Ποιητ. παρ. 5
[5] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: (Αυτ. σ. 108)
[6] HENRI FAVRE: QUE SAIS-JE «Οι Ίνκας», μετ: Ελ. Χριστοπούλου, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Μ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ. Αθήνα 2000. σ. 17-18.
[7] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: (Αυτ. σ. 109).
[8] CAROLINE ALEXANDER -NATIONAL GEOGRAPHIC: «Αρχαία Ελλάδα-Μεγαλείο και Δόξα, μέρος 2ο», σ. 8. Τευχ. Φεβρ. 2000. 
[9] ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ-Βίοι Παράλληλοι-ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ-ΚΑΜΙΛΛΟΣ: Ο Πλούταρχος αντλεί την πληροφορία αυτή από τα γραπτά του Φανία του Λέσβιου τον οποίο θεωρεί αξιόπιστο.
[10] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Βιβλίο Ι, στ. 35-36-37. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος.
[11] ΕΠΙΤΟΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ: «Έπος-Μέρος ΙΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ. Εφημ. Ελευθεροτυπία-Νοε-2004, σ. 39.
[12] ΑΙΣΧΥΛΟΣ: «Ευμενίδες», στ. 179-180 και 644. Ερινύες: «Των θεών των νεώτερων τέτοια τα έργα, κυβερνούνε χωρίς να τους νοιάζει καθόλου το δίκιο». (στ. 152-163, αντ. Β) και «Αχ, εσείς οι νέοι θεοί, τους παλιούς μου τους νόμους τους εποδοπατήσατε» στ. 777-778. 
[13] Εκεί ζουν οι τέσσερις μεγάλοι θεϊκοί βασιλείς. Είναι θεοί που φυλάνε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κατοικούν στη μέση των τεσσάρων πλαγιών του βουνού Σουμερού, άξονα του κόσμου.
[14] Πρόκειται για τους 33 αρχαίους βεδικούς θεούς, αρχηγός των οποίων είναι ο Ίντρα και οι οποίοι κατοικούν στην κορυφή του βουνού Σουμερού.
[15] ΑΠΟΛΛ. ΜΥΘ: (στ. 45 και στ. 46-48)
[16] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: (Αυτ. σ. 109).
[17] JOHN BOARDMAN: «Αρχαία Ελληνική Τέχνη». Εκδόσεις Υποδομή, 1980, (σ. 105).
[18] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: «Η κρίση των καλλιτεχνικών αξιών στο σύγχρονο κόσμο». Δοκίμιο- Εκδ. Λίνος -Αθήνα 1983. (αυτ. σ. 105).
[19] Π. ΡΟΔΑΚΗΣ: (Αυτ. σ. 109).

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια