Artist: Jaya Suberg (λεπτομέρεια)
Οι περισσότεροι άνθρωποι που υφίστανται αποκλεισμό εξομολογούνται ότι ακόμα κι ο ξυλοδαρμός, θα ήταν προτιμότερος από αυτό το σιωπηρό βασανιστήριο.
Μπροστά στην αίσθηση ανυπαρξίας που βιώνουν, το ξύλο αν και επώδυνο, θα ήταν, τουλάχιστον, μια έμμεση αναγνώριση ότι υπάρχουν, ότι δεν είναι εντελώς ανάξιοι προσοχής. Εξωφρενικό ακούγεται, αλλά η σχέση τα έχει αυτά.
Τη μία στιγμή μας ανεβάζει στους ουρανούς και την αμέσως επόμενη μας κατεβάζει στα τάρταρα. Αυτή είναι η δύναμή της και αυτό είναι το ρίσκο που παίρνουμε κάθε φορά που αγαπάμε: δεν ξέρουμε σε ποιο άκρο θα καταλήξουμε.
Καταλήγουμε πολύ χαμηλά, όταν εκείνος, στον οποίο εμείς νιώθουμε τη μεγαλύτερη ανάγκη να μιλάμε, μας φέρεται σαν να μην αξίζουμε να είμαστε συνομιλητές. Δεν ξέρω αν είναι μια μορφή κοινωνικού θανάτου, όπως λένε κάποιοι, αλλά σίγουρα είναι μια ύπουλη μορφή απόρριψης που, όπως κάθε απόρριψη, πλήττει τη βασική ανάγκη που μας κάνει ανθρώπους και μας κινητοποιεί: την ανάγκη να είμαστε αποδεκτοί.
Όταν με αγνοείς είναι σαν να μην υπάρχω
Δεν έχει σημασία ο λόγος για τον οποίο ο άλλος μας αγνοεί. Είτε έχει διάθεση χειρισμού και τιμωρίας, είτε το κάνει από ανωριμότητα ή επειδή δεν ξέρει άλλο τρόπο, οι συνέπειες είναι ίδιες: αποσταθεροποίηση σε όλα τα επίπεδα, που εκδηλώνεται σε τρία στάδια (Williams, 2007):
Στάδιο πρώτο: γενικός συναγερμός Ανεξάρτητα από το φύλο στο οποίο ανήκουμε ή την προσωπικότητά μας, η αίσθηση ότι μας αγνοούν προκαλεί ψυχολογικό πόνο εφάμιλλο με τον σωματικό.
Δεν είναι θέμα αδυναμίας ή ελαττώματος – όπως δεν μπορούμε παρά να πονέσουμε όταν σπάμε ένα πόδι ή ένα χέρι, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε συντετριμμένοι όταν αισθανθούμε ότι δεν υπάρχουμε στα μάτια του άλλου.
Η αίσθηση της σύνδεσης διακόπτεται βίαια και νιώθουμε την παρουσία μας να είναι ανεπιθύμητη ή να περνάει απαρατήρητη. Αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την αξία μας και τις ικανότητές μας κι αναρωτιόμαστε τι κάναμε για να αξίζουμε τέτοια συμπεριφορά.
Αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε κανένα έλεγχο της κατάστασης, ότι η φωνή μας δεν ακούγεται κι ότι δεν υπάρχει τρόπος να παρέμβουμε και να επηρεάσουμε τα γεγονότα. Ξαφνικά, ο κόσμος χάνει το νόημα του και όλα μοιάζουν άσκοπα – δεν καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, ούτε καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο βρισκόμαστε ακόμα εκεί και συνεχίζουμε.
Στάδιο δεύτερο: απόπειρες αποκατάστασης της ισορροπίας. Ο εγκέφαλός μας, αντιλαμβανόμενος την απειλή, μας υπαγορεύει να κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε να πονάμε.
Μας πιάνει πανικός, ανυπομονησία και επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουμε το δεσμό ώστε να πάψουμε να υποφέρουμε. Συμμορφωνόμαστε με ό,τι φανταζόμαστε ότι είναι οι όροι του άλλου, γινόμαστε πειθήνιοι έως δουλοπρεπείς προκειμένου να κάμψουμε τις αντιστάσεις του και φτάνουμε στο σημείο να αναλαμβάνουμε εξολοκλήρου την ευθύνη, απολογούμενοι για φανταστικά εγκλήματα που υποτίθεται διαπράξαμε, με την ελπίδα ότι έτσι θα εξομαλυνθεί η κατάσταση.
Το κακό είναι ότι, τις περισσότερες φορές, δεν ξέρουμε για ποιο λόγο «τιμωρούμαστε», οπότε οι απόπειρες επανασύνδεσης που κάνουμε χτυπάνε στα τυφλά. Ο άλλος σπανίως μας δίνει κάποιο στοιχείο, σε σημείο που αναρωτιόμαστε αν αντλεί ικανοποίηση από το μπέρδεμά μας, ενώ οι προσπάθειες να μπούμε στο κεφάλι του και να διαβάσουμε το μυαλό του ποτέ δεν φέρνουν αποτέλεσμα.
Στενοχωριόμαστε και, συγχρόνως, θυμώνουμε που παλεύουμε ολομόναχοι και αβοήθητοι για κάτι που μοιάζει με χαμένη υπόθεση. Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν σβήνει κάθε ελπίδα να κερδηθεί ξανά η αποδοχή, κάποιοι άνθρωποι γίνονται ανοιχτά επιθετικοί, προσπαθώντας να ανακτήσουν έτσι, τουλάχιστον τον έλεγχο.
Τάσεις δολοφονίας, απόπειρες δολοφονίας ή πραγματικές δολοφονίες, ακόμα και μαζικές, όπως των πιτσιρικάδων που εισβάλλουν στα σχολεία και εξαπολύουν πυρ κατά πάντων, είναι πιθανό να συμβαίνουν στα πλαίσια του φαινομένου που συζητάμε (Williams, 2007).
Στάδιο τρίτο: παραίτηση. Αν γλυτώσουμε τον φόνο, κάποια στιγμή, μετά από άπειρους τσακωμούς, ικεσίες ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, οι αντοχές πέφτουν και τα αποθέματα ενέργειας εξαντλούνται. Και τότε τα παρατάμε.
Εδώ, μιλάμε για απελπισία, κατάθλιψη, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ακόμα και κατατονία ή τάσεις αυτοκτονίας. Είναι το σημείο που πλέον ζούμε ως φαντάσματα παρατηρώντας πώς θα ήταν η ζωή αν δεν υπήρχαμε (Williams, 2007).
Γιατί ανέχομαι να με αγνοείς
Παρόλο που ο αποκλεισμός επηρεάζει τους πάντες αδιακρίτως, δεν ξέρουμε πώς και γιατί επιλέγει ο καθένας να αντιδράσει όταν γίνεται στόχος (Williams, 2007). Η αίσθηση μου είναι ότι, οι άνθρωποι που δεν έχουν καλύψει επαρκώς τις πρωταρχικές ανάγκες τους, «κινδυνεύουν» περισσότερο από τον αποκλεισμό, σε σχέση με εκείνους που φαίνεται να είναι πιο «γεμάτοι».
Μιλάμε για τους ανθρώπους που δεν ένιωσαν ποτέ αποδεκτοί, που αισθάνονται ότι δεν ανήκουν πουθενά, που έχουν χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης, που δεν νιώθουν να έχουν έλεγχο στη ζωή τους και που αγωνίζονται να βρουν νόημα και σκοπό χωρίς να τα καταφέρνουν.
Όσοι μεγαλώσαμε με ένα γονιό που συνήθιζε να μας αγνοεί προκειμένου να μας τιμωρήσει ή να μας εξαναγκάσει να κάνουμε εκείνο που ήθελε, έχουμε προγραμματιστεί έτσι ώστε να συμμορφωνόμαστε στους άλλους προκειμένου να κερδίσουμε λίγα ψίχουλα αποδοχής.
Ως παιδιά δεν είχαμε την επιλογή να θυμώσουμε και να απαιτήσουμε δίκαιη συμπεριφορά, ούτε αντέχαμε να σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος από τον οποίο ήμασταν απολύτως εξαρτημένοι ήταν ένας άνθρωπος σκληρός ή αδιάφορος.
Η ιδέα αυτή, όχι απλά δεν αντέχεται συναισθηματικά από τον παιδικό ψυχισμό, αλλά, εν δυνάμει, είναι και απειλητική για τη ζωή. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε τότε, ήταν να στρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματα μέσα μας και να πάρουμε το φταίξιμο πάνω μας: «εγώ φταίω που δεν μου μιλάει, αν ήμουν καλό παιδί θα μου μιλούσε».
Με αυτό τον τρόπο νιώθαμε ότι υπήρχε περιθώριο βελτίωσης της θέσης μας, πιστεύαμε ότι αν «διορθωνόμασταν» και γινόμασταν όπως μας ήθελε, ο γονιός θα μας «συγχωρούσε» και θα άρχιζε να μας μιλάει ξανά.
Μεγαλώσαμε λαμβάνοντας αποδοχή υπό όρους, άρα είμαστε εξαρτημένοι από την αποδοχή των άλλων, έχουμε την τάση να νιώθουμε ενοχή με το παραμικρό, δεν αντέχουμε την απόρριψη, δεν πιστεύουμε ότι αξίζουμε την προσοχή και τείνουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για οτιδήποτε συμβαίνει, αγνοώντας τα όρια μεταξύ ημών και των άλλων (οι συνέπειες της έλλειψης αποδοχής κατά το μεγάλωμα αναλύονται διεξοδικά στο άρθρο: έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης).
Αν έτσι μεγαλώσαμε και έτσι είμαστε, δεν είναι τυχαίο που ο αποκλεισμός πατάει όλα τα κουμπιά μας. Είμαστε οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση, ο αποκλεισμός είναι παλιός γνώριμος. Μας κάνει να ξεθάβουμε όλα τα μέσα άμυνας που αναπτύξαμε ως παιδιά: υπομονή και συμμόρφωση για λίγη αποδοχή, αντοχή στην σκληρότητα και την αδιαφορία, ανθεκτικότητα στις βαριές και ανθυγιεινές συνθήκες. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Κουβαλώντας αυτή την εμπειρία, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να διαλέξουμε ανθρώπους χειριστικούς για να σχετιστούμε. Όχι μόνο επειδή είναι κάτι που έχουμε ζήσει και το ξέρουμε καλά, αλλά κι επειδή έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι το να μας στερεί την προσοχή ο άνθρωπος που αγαπάμε και υποτίθεται μας αγαπά, είναι κάτι κανονικό και συνηθισμένο.
Υπομένω, παλεύω, αλλάζω ή φεύγω;
Το κακό είναι ότι η έρευνα δεν έχει απαντήσει ακόμα στο πώς σταματάει ο αποκλεισμός ή πώς μπορούν να μειωθούν οι επιπτώσεις του (ZADRO et al., 2007). Έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ το θέμα, προτείνονται ή ανοίγονται, χοντρικά και εντελώς σχηματικά, τέσσερις δρόμοι: συνεχίζουμε παθητικά να το υπομένουμε.
Επειδή νιώθουμε ότι τον άλλον τον αγαπάμε ή επειδή εξαρτόμαστε οικονομικά από κείνον ή επειδή δεν πιστεύουμε στις δυνάμεις μας να αλλάξουμε τα πράγματα ή επειδή πιστεύουμε ότι είναι αργά πια να δούμε τα θέματά μας, δηλαδή τι μας οδήγησε σε αυτή τη σχέση και τι μας κρατάει σε αυτή.
Το τίμημα που πληρώνουμε μένοντας, είναι ότι μονίμως πνίγουμε τις δικές μας ανάγκες και καταπίνουμε όσα πραγματικά νιώθουμε και αισθανόμαστε, επειδή τρέμουμε στην ιδέα να αντιμετωπίσουμε τη σιωπή για ακόμα μία φορά.
Καταπιέζοντας τον αυθεντικό εαυτό μας, προφανώς, συσσωρεύουμε πίκρα, θυμό και απωθημένα, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε τη σχέση. Τα πράγματα, επιφανειακά, μοιάζουν να διευθετούνται, αλλά, συνήθως πρόκειται για ισορροπία του τρόμου.
Η απειλή και ο φόβος δεν σταματούν να πλανιούνται στον αέρα, η σχέση ποτέ δεν γίνεται αρκετά ασφαλής και η αποσύνδεση μεταξύ των δύο, έπειτα από πολλαπλά επεισόδια αποκλεισμού, είναι μάλλον μη αναστρέψιμη. Μένουμε και πληρώνουμε με το ίδιο νόμισμα.
Επειδή μπερδεύουμε την εξάρτηση με την αγάπη ή επειδή νιώθουμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να παλέψουμε τη φωτιά με τη φωτιά. Δεν έχουμε καμία διάθεση να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και να δούμε τα θέματά μας, είμαστε θυμωμένοι και πληγωμένοι και θέλουμε να πληγώσουμε και να πονέσουμε.
Κουραστήκαμε να φερόμαστε πολιτισμένα και να παριστάνουμε τους υπεράνω, αγνοούμε κι εμείς τον άλλο και μπαίνουμε σε παιχνίδια δύναμης μαζί του. «Πέφτουμε στο επίπεδο του» και απαντάμε στην κακοποίηση με κακοποίηση, θέλοντας να του δώσουμε μια γεύση από το δικό του φάρμακο, «μιλώντας» του στη μόνη γλώσσα που φαίνεται να καταλαβαίνει.
Το παιχνίδι αυτό είναι επικίνδυνο κι έχει απρόβλεπτες συνέπειες, ο καθένας προχωράει με ατομική του ευθύνη. Μένουμε και προσπαθούμε να αλλάξουμε Επειδή τον άλλον τον αγαπάμε κι επειδή δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε χωρίς να αγωνιστούμε πρώτα. Επειδή ξέρουμε, πιστεύουμε ή ελπίζουμε ότι ο άλλος, κατά βάθος, δεν έχει κακή πρόθεση.
Ψύχραιμα και χωρίς κατηγορίες, του δηλώνουμε ότι όποτε νιώσει έτοιμος θα είμαστε εκεί να μιλήσουμε και μετά τον αφήνουμε στην ησυχία του, ενώ εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας, εστιάζοντας στον εαυτό μας. Η ιδέα είναι ότι αν καταφέρουμε να μην μας ελέγχει ο αποκλεισμός, αργά ή γρήγορα, ο άλλος θα τον σταματήσει, αφού πλέον δεν θα πετυχαίνει το σκοπό του.
Αυτό που κάνουμε είναι ότι προσπαθούμε να δούμε τα θέματα μας και να αλλάξουμε τον εαυτό μας ΕΝΤΟΣ της σχέσης, ελπίζοντας ότι η δική μας αλλαγή θα επιφέρει αλλαγή στη δυναμική της σχέσης, στην οποία, νέα δυναμική, ο άλλος δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί, εφόσον επιθυμεί να παραμείνει στη σχέση.
Φεύγουμε Επειδή εκτός από τον άλλο, αγαπάμε και τον εαυτό μας και τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Επειδή εμείς αλλάξαμε τους τρόπους μας, αλλά εκείνος δεν θέλησε να αλλάξει τους δικούς του. Επειδή εκείνος δεν θέλει να είναι μαζί μας αν δεν μπορεί να μας ελέγξει.
Φτάνει η στιγμή που αρνούμαστε να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην προσπάθεια να μάθουμε έναν ενήλικα να φέρεται ως ενήλικας όταν θυμώνει. Καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δική μας δουλειά να «θεραπεύσουμε» τους άλλους, πόσο μάλλον αν δεν μας το ζητήσουν και δεν το επιθυμούν.
Είναι η στιγμή που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σταματήσει να προσπαθεί να διορθώσει κάτι που δεν διορθώνεται και να ζητά εξηγήσεις από κάποιον που αρνείται να μιλήσει. Βγάζουμε τον εαυτό μας από το ρόλο του θύματος και στρέφουμε το φακό σε εμάς και τα θέματά μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού μας.
Για να μπορέσουμε να τερματίσουμε αυτή την, έτσι κι αλλιώς, ταλαιπωρημένη σχέση θα χρειαστεί μάλλον να χτίσουμε λίγο την αυτοεκτίμησή μας, να μην φοβηθούμε την μοναξιά και να μην πανικοβληθούμε μπροστά στο άγνωστο που μας περιμένει. Η σύναψη δεσμών μετά από μια τέτοια σχέση δεν θα είναι εύκολη.
Η ευαισθησία μας στην απόρριψη είναι πιθανό να έχει ενταθεί και ίσως μας πάρει κάποιο χρόνο μέχρι να «δυναμώσουμε» και να μπορέσουμε να εμπιστευτούμε ξανά. Είναι δύσκολος δρόμος, μερικές φορές δεν διανύεται χωρίς βοήθεια, όμως δεν είναι ακατόρθωτο – όπως λέμε συχνά, το πρώτο βήμα είναι το δυσκολότερο.
Συμπέρασμα
Δεν υπάρχουν συμπεράσματα. Ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του και είναι υπεύθυνος για τις μεθόδους επικοινωνίας που χρησιμοποιεί και τους ανθρώπους που επιλέγει. Είναι δικαίωμά μας να φερθούμε ώριμα ή ανώριμα, να εκφραστούμε ευθέως ή πλαγίως, να προσπαθήσουμε να χτίσουμε ή να προσπαθήσουμε να διαλύσουμε.
Το θέμα είναι αν οι κόσμοι και οι τρόποι μας ταιριάζουν. Ή συναντιόμαστε σε ένα κοινό τόπο ή χωρίζουν οι δρόμοι μας. Ας πάρουμε μια απόφαση, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή η γκρίνια είναι το πιο ανώφελο, περιττό και λιγότερο γοητευτικό χαρακτηριστικό του κόσμου.
Βιβή Φατούρου
Πηγή : vivifatourou.gr
0 Σχόλια