Για τον έρωτα: Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν, όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα - αυτό πρέπει να κάνουν οι νέοι.
Οι άνθρωποι έχουν παρεξηγήσει, όπως τόσα άλλα πράγματα, τη θέση του έρωτα στη ζωή. Εκαναν τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση, πιστεύοντας ότι τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη δουλειά. Τίποτε όμως δεν μας δίνει μεγαλύτερη χαρά και ευτυχία από τη δουλειά. Και ο έρωτας, ακριβώς επειδή είναι η πιο ακραία μορφή χαράς και ευτυχίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δουλειά.
Όποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να ’χει να φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον: πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται – πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος!
Για τη μοναξιά: Οι πιο μοναχικοί είναι αυτοί που συμβάλλουν περισσότερο σε ό,τι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους. Έλεγα προηγουμένως πως απ’ την πλατιά μελωδία της ζωής κάποιοι ακούνε περισσότερα, κάποιοι λιγότερα, αναλόγως τους αντιστοιχεί και μια μικρή ή ελάχιστη υποχρέωση στο πλαίσιο της μεγάλης αυτής ορχήστρας.
Εκείνος που θα άκουγε όλη τη μελωδία θα ήταν ο πιο μοναχικός και ταυτοχρόνως ο πιο κοινός απ’ όλους. Διότι θα άκουγε αυτό που δεν ακούει κανείς, κι αυτό θα συνέβαινε απλώς και μόνον επειδή συλλαμβάνει στην εντέλειά του ό,τι οι υπόλοιποι αφουγκράζονται σαν κάτι σκοτεινό και αποσπασματικό.
Δεν έχω τίποτε να προσθέσω πέρα από τούτο δω, που ισχύει σε κάθε περίπτωση: ίσως τη συμβουλή να παίρνετε τη μοναξιά στα σοβαρά και, όποτε έρχεται, να την αντιλαμβάνεστε ως κάτι καλό. Η αδυναμία των άλλων να την απαλύνουν δεν οφείλεται στο ότι είναι αμέτοχοι και κλειστοί αλλά, πολύ περισσότερο στο ότι: είμαστε πράγματι απέραντα μόνοι όλοι μας, και με εξαίρεση κάποιες πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, απλησίαστοι. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό.
Για την αγάπη: Η εμπειρία με δίδαξε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο απ’ το ν’ αγαπάς κάποιον. Μιλάμε για δουλειά, για μεροκάματο, αληθινό μεροκάματο, κι ένας θεός μόνο ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράψει. Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτε πιο επιπόλαιο απ’ τις προθέσεις. Εξαντλούμαστε εκφράζοντας και ξαναεκφράζοντάς τες και δεν απομένει τίποτε για την εφαρμογή τους.
Για τη φιλία: Το να έχει κανείς έναν κοντινό του άνθρωπο, που να συνδυάζει αντίθετες απόψεις με μια βαθιά, σταθερή φιλία, μπορεί να ευνοήσει θαυμαστά την εξέλιξή του. Διότι όσο είμαστε (όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές απέναντι στους γονείς και σε άλλους, μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους) υποχρεωμένοι να θεωρούμε το Άλλο οπωσδήποτε λάθος, κακό, εχθρικό αντί απλώς «Άλλο», δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε μια χαλαρή και δίκαιη σχέση με τον κόσμο, όπου βεβαίως πρέπει να υπάρχει χώρος για το καθετί, για τη θέση και την αντίθεση, για εμένα και γι’ αυτόν που είναι εντελώς διαφορετικός από μένα.
Μόνο δε υπό την προϋπόθεση και την αποδοχή ενός τέτοιου κόσμου, που θα συμπεριλαμβάνει τους πάντες και τα πάντα, μπορεί κανείς να διαμορφώσει και τον δικό του εσωτερικό κόσμο, με τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του, ανοιχτό και ευρύχωρο και ευάερο.
Για την ασθένεια: Δεν φοβάμαι την αρρώστια γιατί δεν θέλω να γαντζωθώ πάνω της, θέλω μόνο να την περάσω, να την αντέξω. Μου φαίνεται πως δεν πρόκειται παρά για μια θλιβερή ανάγκη της φύσης να βρει μιαν άκρη μέσ’ από όλες αυτές τις περιπλοκές, για να επιστρέψει τελικά στην ακεραιότητα και στην υγεία: για να τα καταφέρει. Πιστεύω πως τίποτε δεν είναι πιο ευάλωτο από την αρρώστια, αρκεί να μην την παρεξηγούμε και να μην την καλομαθαίνουμε κοντά μας.
Για την απώλεια και τον θάνατο: «Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ο θάνατος μέσ’ στη ζωή και με εκπλήσσει που όλοι κάνουν πως το αγνοούν: ο θάνατος υπάρχει, τη δε αμείλικτη παρουσία του τη νιώθουμε κάθε φορά που επιβιώνουμε από μια μεταβολή, αφού πρέπει να μάθουμε να πεθαίνουμε αργά.
Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε: εδώ έγκειται η ζωή ολόκληρη. Να προετοιμάσουμε εκ του μακρόθεν το αριστούργημα ενός περήφανου και ανώδυνου θανάτου, ενός θανάτου όπου τίποτε δεν θα έχει αφεθεί στην τύχη, ενός θανάτου καλοδουλεμένου, ευτυχισμένου, ενθουσιώδους, που μόνο οι άγιοι ήξεραν πώς να τον επιτύχουν, ενός θανάτου που ωρίμαζε για πολύ καιρό και τώρα σβήνει ο ίδιος το φρικτό όνομά του, αφού δεν αποτελεί παρά μια χειρονομία αποκατάστασης των αναγνωρισμένων και διασωθέντων νόμων μιας ζωής, βαθιά ολοκληρωμένης μέσα στο σύμπαν της ανωνυμίας.
Για την τέχνη: Ένα έργο τέχνης είναι εξισορρόπηση, ισορροπία, καθησύχαση. Δεν μπορεί να τα βλέπει όλα μαύρα ούτε ρόδινα, διότι ουσία του είναι η δικαιοσύνη. Η τέχνη παρουσιάζεται ως άποψη ζωής, όπου περίπου η θρησκεία, η επιστήμη και ο σοσιαλισμός. Το μόνο που τη διακρίνει από τις άλλες βιοτικές αντιλήψεις είναι ότι δεν είναι γέννημα του καιρού της και εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ως η κοσμοθεωρία του ύστατου στόχου.
Για τη νιότη: Ποτέ να μη φτάνεις ως την έβδομη μέρα. Ποτέ να μη θεωρείς πως όλα είναι εντάξει. Η νιότη είναι το ανικανοποίητο. Ο Θεός πρέπει να ήταν ήδη πολύ γέρος όταν ξεκίνησε να δημιουργεί. Ειδάλλως δεν θα είχε σταματήσει το βράδυ της έκτης μέρας.
Για τη ζωή: Η ζωή έχει ουσιαστικά φτιαχτεί για να μας εκπλήσσει (όταν βεβαίως δεν μας κατακλύζει με φρίκη). Περνάμε μες απ’ όλα, όπως η κλωστή μέσα στην ύφανση: δίνουμε σχήμα και μορφή σε εικόνες που εμείς οι ίδιοι τις αγνοούμε. Ό,τι πιο αληθινό το αποκομίζουμε βλέποντας.
Πλούσιοι όμως δεν γινόμαστε όταν κάτι μένει και μαραίνεται μες στα χέρια μας αλλά όταν όλα ρέουν από μέσα τους ενώ τα αδράχνουν, έτσι όπως περνούν τα στρατεύματα μες απ'τη γιορτινή πύλη κι επιστρέφουν στην πατρίδα. Να μην είναι φέρετρο τα χέρια μας: κρεβάτι να'ναι μόνο, όπου τα πράγματα θα λαγοκοιμούνται και θα ονειρεύονται, και μες απ' τα βάθη των ονείρων τους θα μιλούν τα πιο ακριβά τους μυστικά.
Άπαξ και φύγουν όμως απ' τα χέρια μας, τα πράγματα θα πρέπει να συνεχίσουν την περιπλάνησή τους γερά και δυνατά, και τίποτε δικό τους να μην κρατούμε εκτός από το θαρραλέο τραγούδι για τη μέρα που ξεκινά, καθώς αιωρείται και λαμπυρίζει πίσω από τον απόηχο των βημάτων τους. Διότι ιδιοκτησία σημαίνει φτώχεια και φόβος. Κατέχει κανείς δίχως έγνοιες μόνον ό,τι κατείχε άλλοτε και τ' άφησε να φύγει.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Η Σοφία του Ρίλκε, εκδ. Πατάκη.
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (4 Δεκεμβρίου 1875-29 Δεκεμβρίου 1926) ήταν λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αιώνα. Οι εικόνες του εστιάζονται στη δυσκολία της κοινωνίας σε μια εποχή δυσπιστίας, μοναξιάς και βαθιάς ανησυχίας - θέματα που τον τοποθετούν ως ποιητή μεταξύ της παραδοσιακής και νεότερης ποίησης. Τα δύο διασημότερα έργα του είναι τα Σονέτα στον Ορφέα και οι Ελεγείες του Ντουίνο. Έγραψε επίσης περισσότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, που τα αφιέρωσε στην πατρίδα επιλογής του, το καντόνι Βαλέ (Valais) στην Ελβετία.
Πηγή: www.doctv.gr
0 Σχόλια