Ο Oρείχαλκος είναι κράμα χαλκού – ψευδαργύρου και χρησιμοποιείται από την ελληνιστική εποχή μέχρι τις ημέρες μας σε πάρα πολλές εφαρμογές, μεταξύ άλλων και στην κατασκευή των χάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων (τα γνωστά «χάλκινα»).
Ο ορείχαλκος στην αρχαιότητα
Ο ορείχαλκος αναφέρεται σε ορισμένα αρχαία ελληνικά κείμενα, αλλά δεν είναι εξακριβωμένο κατά πόσο ο όρος αυτός ανταποκρίνονταν πράγματι σε κράμα χαλκού – ψευδαργύρου.
Ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Ηρακλήςφορούσε κνημίδες από ορείχαλκο: «Ὣς εἰπὼν κνημῖδας ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ/ Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν» (Ησίοδος, Ἀσπὶς Ηρακλέους, στ. 122–123). Σε έναν Ομηρικό ύμνο, αναφέρεται ότι η Αφροδίτη φορούσε σκουλαρίκια από ορείχαλκο και χρυσό: «ἐν δὲ τρητοῖσι λοβοῖσιν / ἄνθεμ' ὀρειχάλκου χρυσοῖό τε τιμήεντος» (Ὁμηρικοὶ ὕμνοι, 6, Εἲς Ἀφροδίτην, στ. 8–9). Ο Πλάτων στον Κριτία λέει οι κάτοικοι της μυθικής Ατλαντίδος γνώριζαν τον «ἐκ γῆς ὀρυττόμενον» ορείχαλκο, που έλαμπε σαν φωτιά («πυρώδης») και ήταν το πιο πολύτιμο μέταλλο μετά τον χρυσό. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται πως τα τείχη της ακρόπολης και το εσωτερικό του ναού του Ποσειδώνα στην Ατλαντίδα ήταν επενδεδυμένα με ορείχαλκο (Πλάτων,Κριτίας, 114e, 116b-d, 119d). Οι αναφορές στην αξία του μετάλλου, που στην εποχή του Κριτία δεν υπήρχε πλέον, οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα πως ο ορείχαλκος του Πλάτωνα ήταν μάλλον κάποιο μυθικό υλικό ή κάποιο κράμα χαλκού – χρυσού. Άλλωστε, στην αρχαία Κόρινθο παρασκεύαζαν κράματα χαλκού με διαφορετικές αποχρώσεις, ένα εκ των οποίων το ονόμαζαν «ἡπατίζον» επειδή το χρώμα του ήταν σκοτεινό ερυθρό σαν συκώτι (αρχ.ελλ.:ἥπαρ) (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος,Historia Naturalis, 34.8).
Ο Στράβων, που έζησε στα ελληνιστικά χρόνια, είναι ο πρώτος που αναφέρει τον ψευδάργυρο ως μέταλλο που παρασκευάζονταν με «απόσταξη» μεταλλεύματος στην περιοχή της ΒΔ Μικράς Ασίας κοντά στην Τροία, καθώς και τον ορείχαλκο ως κράμα χαλκού και ψευδάργυρου που παρασκευάζονταν με σύντηξη των δύο μετάλλων (Στράβων,Γεωγραφία, βιβλίο XIII, 1.56).
Ο ορείχαλκος αναφέρεται επίσης σε ιουδαϊκά κείμενα της ελληνιστικής εποχής καθώς και στο βιβλίο "Περὶ Θαυμασίων Ακουσμάτων", που αποδίδεται σε άγνωστο μιμητή του Αριστοτέλη. Στο τελευταίο, αναφέρεται πως ορείχαλκος παρασκευάζονταν στην Μαύρη θάλασσα με την αναγωγή μεταλλευμάτων χαλκού μαζί με καδμεία. Η καδμεία ήταν είτε καλαμίνα, δηλαδή μετάλλευμα σμισθονίτη (ZnCO3) και ημιμορφίτη (Zn4Si2O7(OH)2·H2O), είτε οξείδια του ψευδαργύρου (ZnO με προσμίξεις οξειδίων του σιδήρου) που σχηματίζονταν σε χώρους καμίνευσης μεταλλευμάτων χαλκού, μόλυβδου ή κασσίτερου.
Το πρώτο κράμα ορειχάλκου που βρήκε ευρεία εφαρμογή στην κοσμηματοποιία είναι το κράμα Pinchbeck που πήρε το όνομά του από τον εφευρέτη του. Το κράμα αυτό περιέχει 25% ψευδάργυρο και αποδείχτηκε με τα χρόνια πως έχει πολύ ικανοποιητική αντίδραση στην οξείδωση. Στη σημερινή εποχή για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποιείται ένα κράμα ορείχαλκου με 15% ψευδάργυρο. Το κράμα αυτό που έχει την ονομασία "richlowbrass", έχει ικανοποιητική αντοχή στην οξείδωση και την διάβρωση, και έχει καλή συμπεριφορά σε διάφορες κατεργασίες όπως το γυάλισμα.
Πηγή: Πολύτιμη Γη
0 Σχόλια