Κάποιος γέροντας πήγε μιά μέρα νά έπισκεφθή ένα νέο μοναχό, πού πριν λίγο καιρό εϊχε έγκατασταθή σ' ένα γειτονικό κελλΐ. Όταν πλησίασε, τόν άκουσε νά μιλάη δυνατά. Νόμιζε πώς διάβαζε και στάθηκε ν' άκούση.
Ό δυστυχισμένος νέος όμως, τόσο πολύ είχε έξαπατηθή από τόν δαίμονα της κενοδοξίας, πού αύτοχειροτονεΐτο Διάκονος καί τή στιγμή εκείνη έδινε τήν άπόλυσι στους κατηχουμένους, πού έβλεπε μπροστά του μέ τή φαντασία του.
Άκούοντας αυτά ό Γέροντας, έσπρωξε τήν πόρτα και μπήκε μέσα στό κελλί τοΰ μονάχου, χωρίς νά χτυπήση. Σαστισμένος εκείνος σηκώθηκε νά τόν ύποδεχτή και τόν ερώτησε,
ανήσυχος, αν περίμενε πολλή ώρα έξω.
- Μόλις πρόλαβα τήν άπόλυσι, του αποκρίθηκε αδιάφορα τάχα ό Γέροντας.
Καταντροπιασμένος ό κενόδοξος μοναχός, έπεσε στά πόδια τοϋ Γέροντος κι' άφοϋ έξωμολογήθηκε, τόν παρακάλεσε νά προσευχηθή γι' αυτόν ν' απαλλαγή από τό καταραμένο πάθος τής κενοδοξίας, πού τόσο τόν βασάνιζε καί στην έρημο ακόμη, μακριά από τις αφορμές τοΰ κόσμου.
0 Σχόλια