Ticker

2/recent/ticker-posts

Ποιοι ήταν οι Άγιοι 7 Παίδες της Εφέσου;



Μια από τις δραματικότερες εκκλησιαστικές παραδόσεις είναι εκείνη που αναφέρεται στα Εφτά Παιδιά της Εφέσου. Συνέβη το 250 π.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Δέκιος. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο, κήρυξε αμείλικτο διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Προ πάντων, καταδιώχτηκαν οι Χριστιανοί της Εφέσου, γιατί αυτοί, επηρεασμένοι από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, ξεχώριζαν με το βαθύ θρησκευτικό τους αίσθημα.

Ο Αυτοκράτορας Δέκιος πήγε, λοιπόν, στην Έφεσο, διέταξε τους Χριστιανούς να ξαναχτίσουν τους βωμούς των αρχαίων θεών και να προσφέρουν σ’ αυτούς θυσίες. Όσοι αρνούνταν, θανατώνονταν με τρόπο βασανιστικό κι έβλεπε κανείς σώματα αιμοστάζοντα, κορμιά σταυρωμένα ή κρεμασμένα από τα τείχη της πόλης, κεφάλια καρφωμένα σε ψηλά κοντάρια, ενώ τα κοράκια έπεφταν πάνω στα τίμια αυτά λείψανα με απαίσιες κραξιές.

Ανάμεσα στους πιο θερμούς Χριστιανούς, ξεχώριζαν για την πίστη τους εφτά παιδιά, μάλλον έφηβοι. Τα ονόματά τους ήταν Μαρτίνος, Ιωάννης, Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Διονύσιος, Αντώνιος και Εξακουστωδιανός. Ανήκαν στις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Εφέσου και είχαν από την πρώτη στιγμή καταγγελθεί στον Δέκιο.
Ο χριστιανοδιώκτης Αυτοκράτορας διέταξε να τους συλλάβουν και να τους φέρουν ενώπιόν του. Με μια φωνή και οι εφτά νεαροί Χριστιανοί κήρυξαν με τόλμη την πίστη τους. Τότε, ο Δέκιος διέταξε τους Αξιωματικούς του να αφαιρέσουν από τους εφήβους τη στρατιωτική τους ζώνη, δηλαδή το έμβλημα της ευγενούς τάξης τους και είπε:
-Προς το παρόν, αρκετή τιμωρία είναι αυτή που σας γίνεται. Αν, όμως, δεν πάτε αμέσως να θυσιάσετε στους θεούς της Ρώμης, θα σας τιμωρήσω με θάνατο!

Τα παιδιά αποφάσισαν να δραπετεύσουν, για να αποφύγουν την οργή του Αυτοκράτορα. Ντύθηκαν, λοιπόν, με φτωχικά ρούχα, ξεγέλασαν τους φύλακες των πυλών και βγήκαν από την πόλη. Έξω, στο βουνό Πίον, βρήκαν ένα βαθύ σπήλαιο και κρύφτηκαν μέσα. Όσο για την τροφή τους, ένας από αυτούς, ο Ιάμβλιχος, πήγαινε από καιρό σε καιρό στην πόλη, αγόραζε τα χρειαζούμενα και συνάμα, μάθαινε τα νέα.
Έτσι, έμαθε πως ο Δέκιος ήταν έξω φρενών με τη δραπέτευσή τους και ότι απειλούσε με θάνατο τους γονείς τους, αν δεν του παρέδιδαν τα παιδιά τους για να τα δικάσει. Συγχρόνως, οι στρατιώτες του έψαχναν ασταμάτητα όλες τις γύρω τοποθεσίες, ώσπου τελικά ανακάλυψαν την κρυψώνα τους.

Ο άτεγκτος Δέκιος διέταξε τότε να τειχίσουν την είσοδο της σπηλιάς, ώστε να πεθάνουν εκεί μέσα, παρατημένα στη μοίρα τους, τα εφτά παιδιά. Μόλις η τρομακτική αυτή εντολή εξετελέσθη, ο Δέκιος έβαλε την αυτοκρατορική του σφραγίδα πάνω στις πλάκες του τειχίσματος, για να μην τολμήσει κανείς να ανοίξει το σπήλαιο.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, συνεχίζει η θρησκευτική παράδοση. Οι εφτά έφηβοι που είχαν τειχιστεί ζωντανοί μέσα στο σπήλαιο, με τον καιρό λησμονήθηκαν.
Οι Αυτοκράτορες διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, οι Γότθοι κατέστρεψαν τον Ναό της Εφέσου, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βαπτίστηκε Χριστιανός και έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους του.

Στα χρόνια, λοιπόν, εκείνα, δηλαδή δύο αιώνες μετά το εντείχισμα των εφτά παιδιών, ένας χωρικός πήγε στο βουνό Πίο να πάρει λιθάρια, για να χτίσει έναν στάβλο. Είδε στην είσοδο της σπηλιάς τις πλάκες, που ήταν καλά πελεκημένες και κατάλληλες για τη δουλειά του και έβαλε σε ενέργεια τον λοστό του. Ξεκόλλησε όσες χρειαζόταν, τις φόρτωσε στο κάρο του κι έφυγε.

Αλλά η τρύπα του σπηλαίου είχε πια ανοιχτεί και κύματα φωτός κατέκλυσαν τα ανήλιαγα τοιχώματά της και χάιδεψαν τα βλέφαρα των εφτά νεαρών μαρτύρων της Πίστεως.
Τα εφτά παιδιά ξύπνησαν και συμφώνησαν να στείλουν πάλι στην αγορά τον Ιάμβλιχο, γιατί είδαν πως τα ψωμιά τους είχαν γίνει κατάξερα, σαν πέτρες. Κίνησε, λοιπόν, για την πόλη ο Ιάμβλιχος, έχοντας μαζί του και μερικά νομίσματα για τα απαραίτητα ψώνια.
Μα, όταν έφτασε στην πόλη, παρατήρησε πως η πύλη της δε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Η αγορά δεν ήταν πλέον κοντά στην πύλη κι όμως, μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε βρεθεί εκεί. Αλλά, εκείνο που του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η περιέργεια με την οποία τον κοιτούσε ο κόσμος.

Κι έλεγε μέσα του:
“Μα, γιατί με κοιτάζουν έτσι; Πρώτη φορά βλέπω στην Έφεσο τέτοια πρόσωπα και τέτοιες παράξενες φορεσιές! Πόσο άλλαξε ο κόσμος μέσα σε μια μέρα ή μήπως εγώ κοιμάμαι ακόμα κι ονειρεύομαι;”
Ωστόσο, περνώντας μέσα από άγνωστους δρόμους, έφτασε σε μια αγορά και στάθηκε να ψωνίσει. Αλλά οι άνθρωποι τον έδειχναν με το δάχτυλο και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον:

-Ποιος είναι τούτος ο αλλόκοτος διαβάτης; Από πού να ‘ρχεται; Τι ρούχα είναι αυτά που φορεί; Γιατί περπατάει σαν να κοιμάται και γιατί έχει τα μάτια του χαμηλωμένα; Δίχως άλλο, θα είναι δούλος που δραπέτευσε ή κανένας κλέφτης!…
Μα, η περιέργεια του πλήθους κορυφώθηκε, όταν ο Ιάμβλιχος έβγαλε ένα νόμισμα, για να πληρώσει τα ψωμιά που αγόρασε. Τότε, ο ψωμάς έμπηξε τις φωνές:
-Τι νόμισμα είναι τούτο; Πού το βρήκες; Δεν έχουν πια πέραση αυτά εδώ!…
Το παράξενο νόμισμα του νεαρού πέρασε από χέρι σε χέρι κι έγινε μεγάλος ντόρος στην αγορά. Κόσμος πολύς είχε περικυκλώσει τον Ιάμβλιχο, άλλοι τον ρωτούσαν επίμονα κι άλλοι τον φοβέριζαν. Ο νεαρός τα είχε χαμένα. Τέλος, έτρεξε ένας Αξιωματικός της Δημόσιας Τάξης και ρώτησε να μάθει τι συνέβη.

-Αυτός ο τυχοδιώκτης γυρεύει να μας δώσει αρχαία νομίσματα. Επίσης, πέρασε μπροστά από το παρεκκλήσι των Αγίων Μαρτύρων, δίχως να κάμει τον σταυρό του, ο γελοίος τούτος ειδωλολάτρης! έλεγαν διάφορες ανήσυχες φωνές.
Τότε πια σηκώθηκαν αχός τα βουερά αναθέματα:
-Στη φυλακή, ο ιερόσυλος! Στη φωτιά, ο τυμβωρύχος! Τα ρούχα του, που είναι γεμάτα σκόνη, θα τα έκλεψε, βέβαια, από κανέναν αρχαίο τάφο, γιατί ποιος θα στοχαζόταν να ράψει σήμερα τέτοια ρούχα; Κοιτάξτε τα πέδιλά του! Θα είναι της εποχής του Αυρηλίου! Θα είναι από εκείνους τους Αρμένηδες μάγους, που με τις μαγείες τους ξεθάβουν κρυμμένους θησαυρούς και οι σύντροφοί του τον έστειλαν εδώ, για να ξεφορτωθεί τις παμπάλαιες μονέδες. Στην πυρά, ο μάγος! Να σταυρωθεί, ο νεκρομάντης! Στην κρεμάλα, ο Αντίχριστος!…

Στην απελπισία του, ο Ιάμβλιχος ύψωσε τα μάτια του και είδε τον σταυρό μιας γειτονικής εκκλησίας. Συγκινημένος, φώναξε:
“Χριστέ μου, βοήθησέ με! Είμαι Χριστιανός, πολίτης της Εφέσου. Ονομάζομαι Ιάμβλιχος. Ο πατέρας μου είναι Λοχαγός του Αυτοκράτορα Δεκίου”.
Ένας Δικαστής, περαστικός από εκεί, του είπε:
-Ξεδιάντροπε, δεν ξέρεις ότι ο Δέκιος σκοτώθηκε πριν από περίπου διακόσια χρόνια;

Τρέμοντας ο νεαρός, αδυνατώντας να εξηγήσει τα συμβαίνοντα, διηγήθηκε τα παθήματά του και των φίλων του, όπως και τη φυγή τους από την Έφεσο. Ο παπάς της γειτονικής εκκλησίας, που τον άκουγε προσεκτικά, μπήκε στη μέση και είπε:
-Πρόκειται προφανώς περί συμβάντος υπερφυσικού και τα λόγια αυτού του νεαρού πρέπει να ακουστούν! Σε παρακαλώ, κύριε Αξιωματικέ, να οδηγήσεις το παιδί στον Επίσκοπό μας, τον Άγιο Στέφανο κι αυτός, με τη σοφία που τον διακρίνει, θα πράξει αναλόγως. Εδώ κάτι ανώτερο συμβαίνει!

Ο Αξιωματικός πήρε τον Ιάμβλιχο και τον οδήγησε στο επισκοπικό μέγαρο, ενώ ξοπίσω οι στρατιώτες με τις λόγχες πάσχιζαν να συγκρατήσουν τον φανατισμένο όχλο, που εξακόντιζε λιθάρια και ζητούσε τον θάνατο του παιδιού. Μαζί με τον Επίσκοπο, έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκεται και ο Ανθύπατος. Ο Ιάμβλιχος οδηγήθηκε μπροστά τους και ο Αξιωματικός διηγήθηκε την αλλόκοτη ιστορία του. Ο Ανθύπατος άρχισε να φοβερίζει τον έφηβο ότι θα τον θανάτωνε, εάν δεν ομολογούσε την πάσα αλήθεια σχετικά με τα νομίσματα.

Τότε, το νεαρό αγόρι γονάτισε στα πόδια του Επισκόπου και είπε:
-Πατέρα των πιστών! Άκουσε τη φωνή μου και συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ να μιλήσω δυνατότερα. Αισθάνομαι ότι σιγά-σιγά οι δυνάμεις μου σώνονται και ότι σε λίγο θα πεθάνω, χωρίς να μπορέσω να αποδείξω τίποτε απ’ όσα λέω! Ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού ότι είμαι Χριστιανός! Ο Άγιος ιερεύς Τιμόθεος, με τα ίδια του τα χέρια, με βάπτισε στην κρύπτη του Παυλίνου και Δομιτίλλου και ο Αυτοκράτορας Δέκιος μάταια προσπάθησε να μας αναγκάσει να αρνηθούμε την πίστη μας. Είμαστε εφτά μέσα στη σπηλιά του Όρους Πίου. Ας μου επιτραπεί να σας πάω εκεί, για να δείτε ότι σας λέω την αλήθεια.

-Ας ακολουθήσουμε το παιδί, διότι πιστεύω ότι λέει την αλήθεια, επεσήμανε ο Επίσκοπος.

Πράγματι, όταν έφτασαν στο βουνό και είδαν τα άλλα έξι χλομά αγόρια, σκεπασμένα με τα παμπάλαια ρούχα τους, στάθηκαν περιδεείς από θρησκευτική ευλάβεια. Το διαπεραστικό βλέμμα του Επισκόπου διέκρινε μια μικρή χάλκινη πλάκα, που ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στα λιθάρια του τειχίσματος.

Το πινακίδιο αυτό το είχαν παραχώσει κρυφά δύο κρυφοχριστιανοί της εποχής του Δεκίου, οι Άγιοι Βάλβος και Θεόδωρος, προτού ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας σφραγίσει την είσοδο της σπηλιάς.

Πάνω στο χάλκινο πινακίδιο ήταν γραμμένη η ιστορία των εφτά παιδιών, μαρτύρων της Εφέσου. Ο Επίσκοπος Στέφανος, ο Ανθύπατος και οι υπόλοιποι παριστάμενοι δόξασαν τον Θεό για το θαύμα Του και προσκύνησαν τα εφτά παιδιά, που με την ευσέβειά τους αξιώθηκαν να αναστηθούν ύστερα από διακόσια χρόνια!

Όταν τα παιδιά έπαψαν να μιλούν, έγειραν ήσυχα τα κεφάλια τους και πλάγιασαν. Έτσι, ήρεμα, έφυγαν απ’ τη ζωή.

Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε αμέσως να κατασκευαστούν εφτά χρυσές σαρκοφάγοι, για να τοποθετηθούν μέσα τα λείψανα των εφτά Αγίων κεκοιμημένων της Εφέσου. Οι καλύτεροι χρυσοχόοι της Αυτοκρατορίας ανέλαβαν την εργασία αυτή, αλλά μια νύχτα φανερώθηκαν στον ύπνο του Θεοδοσίου οι εφτά μάρτυρες και τον εξόρκισαν να τους αφήσει να αναπαύονται τον αιώνιο ύπνο τους εκεί που βρίσκονται, δηλαδή μέσα στο σπήλαιο του Όρους Πίου, όπου βρήκαν άσυλο κατά την εποχή του διωγμού.

Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου κατατάχθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία μεταξύ των μαρτύρων της Χριστιανοσύνης και η μνήμη τους τιμάται στις 4 Αυγούστου.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 15/03/1928…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 15/03/1928

Το διαβάσαμε εδώ: https://strangepress.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια