·
Διαλύτης:
Είναι η ουσία που βρίσκεται σε μεγαλύτερη ποσότητα σε ένα διάλυμα και διαλύει
τη διαλυμένη ουσία. Συνήθως είναι υγρό, όπως το νερό ή η αιθανόλη.
·
Διάλυμα:
Είναι ένα ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων ουσιών. Αποτελείται από τον
διαλύτη και τη διαλυμένη ουσία. Για παράδειγμα, το αλατόνερο είναι διάλυμα
αλατιού (διαλυμένη ουσία) στο νερό (διαλύτης).
·
Διαλυτότητα:
Είναι η μέγιστη ποσότητα μιας ουσίας που μπορεί να διαλυθεί σε έναν δεδομένο
διαλύτη υπό συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Μετράται συνήθως σε
γραμμάρια ανά 100 mL διαλύτη.
·
Διαλυμένη ουσία:
Είναι η ουσία που διαλύεται στον διαλύτη για να σχηματίσει το διάλυμα. Για
παράδειγμα, στο ζαχαρόνερο, η ζάχαρη είναι η διαλυμένη ουσία.
0 Σχόλια